ἡδύς

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύς Medium diacritics: ἡδύς Low diacritics: ηδύς Capitals: ΗΔΥΣ
Transliteration A: hēdýs Transliteration B: hēdys Transliteration C: idys Beta Code: h(du/s

English (LSJ)

ἡδεῖα, ἡδύ, ἡδὺς ἀϋτμή (as fem.) once in Hom., Od.12.369: Dor. ἁδύς [ᾱ], Boeot. neut. ϝαδού (written γάδου) cj. in Corinn.17 (cf. pr. n.

   A ϝαδιούλογος IG7.2788.3), Elean βᾱδύς (q.v.): irreg. acc. ἁδέα for ἡδύν Theoc.20.44, for ἡδεῖαν ib.[8], Mosch.3.82: Ion. fem. ἡδέᾰ, Dor. ἁδέα: Comp. ἡδίων [ῑ], Sup. ἥδιστος Od.13.80, etc.; also ἡδύτερος Thphr.HP3.2.1, Ps.-Phoc.195, AP9.247 (Phil.); ἡδύτατος ib.11.298.7, Plu.2.98e.    I pleasant to the taste, δεῖπνον Od.20.391; of wine, 3.51, 9.197, etc.; to the smell, ἀμβροσίην . . ἡδὺ μάλα πνείουσαν 4.446; ὀδμὴ δ' ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει 9.210; to the hearing, δίδου δ' ἡδεῖαν ἀοιδήν 8.64; αὐδή Hes.Th.40; feelings or states, ἡ. ὕπνος Il.4.131, Od.1.364, al.; κοῖτος 19.510; ἡδὺ μάλα κνώσσουσα 4.809; ἡδὺς μῦθος, opp. ἀλγεινός, S.Ant.12: c. inf., φέγγος ἥδιον δρακεῖν A.Ag.602; ἡδὺς ἀκοῦσαι [λόγος] Pl.Men.81d, cf. Ar.V.503; later ἡ. ἀκουσθῆναι D.H.Comp.9; εἰ . . τόδε πᾶσι φίλον καὶ ἡδὺ γένοιτο Il.4.17, cf. 7.387: c. inf., οὐκ ἂν ἐμοί γε μετὰ φρεσὶν ἡδὺ γένοιτο ζωέμεν Od.24.435; ἁδύ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι A.Pr.536, etc.; so οὔ μοι ἥδιόν ἐστι λέγειν I had rather not... Hdt.2.46: neut. as Subst., τὸ δι' ἀκοῆς τε καὶ δι' ὄψεως ἡδύ Pl.Hp.Ma.298a; μεμιγμένον τῷ σεμνῷ τὸ ἡ. D.H.Comp.1; τὰ ἡ. pleasures, Th.5.105, Pl.Grg.495a, etc.: neut. as Adv., ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν merrily, Il.2.270, etc.; ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες sweetly, Theoc.1.2.    II after Hom., of persons, welcome, S.OT82, Ph.530 (Sup.), El.929; ironically, ἥδιστος . . δεσμώτης ἔσω θακεῖ Id.Aj.105; like εὐήθης, innocent, simple, ὡς ἡ. εἶ Pl.Grg.491e, Plu.Art.17, etc.: Sup., ὦ ἥδιστε my good friend (iron.), Pl.R.348c, al.    2 well-pleased, glad, ἡδίους ἔσεσθ' ἀκούσαντες D.23.64; ἡδίους ταῖς ἐλπίσιν Plu.Cam.32; τὴν γνώμην ἡδίω πρὸς τὸ μέλλον ποιεῖν to open a pleasanter view of the future, Id.Fab.5.    III Adv. ἡδέως pleasantly, with pleasure, καθεύδειν Pl.Cri.43b; εὕδειν S.Tr.175; δρᾶν Id.Ant.70; ὁρᾶν τινα E.IA1122; βίοτον ἄγειν Id.Cyc.453; λαβεῖν, δέχεσθαι, Ar.Eq.440, X.Mem.1.2.4; ἡ. ἂν ἐροίμην I would gladly ask, should like to ask, D.18.64; ἡ. ἔχειν τι to be pleased or content with, E.Ion647 (but ἵν' ἡ δόκησις Ξοῦθον ἡ. ἔχῃ ib.1602); οὐδὲ πότων ἡ. εἶχον had no inclination to drink, Hp.Epid.3.13; τινος, of a person, Macho ap.Ath.13.577e; ἡ. ἔχειν πρὸς ἅπαντας to be suave, courteous towards... Isoc.1.20; τινι D.5.15; ἡ. ἔχειν, of things, to be pleasant, E.IA483; ἡ. ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα S.Ant.436; iron., ἡ. γε 'prettily said', Pl.Hp.Ma.300c: Comp. ἥδιον Lys.7.40, Pherecr.67, etc.: Sup., ἥδιστα μεντἂν ἤκουσα Pl.Tht.183d, etc.    2 in Hom. neut. ἡδύ as Adv. (v. supr.), cf. ἥδομαι. [ἥδῐον E.Supp.1101 (s.v.l.), Ar. V.298 (lyr.), Alex.25.6, but ἡδίον (α) [ῑ] E.Cyc.251, etc.] (Skt. svādús, Lat. suāvis.)

German (Pape)

[Seite 1154] εῖα, ύ, bei Hom. auch 2 Endgn, ἡδὺς ἀϋτμή, Od. 12, 369; im acc. ἁδέα, χαίταν, πόρτιν, Theocr. 20, 8 u. Mosch. 3, 83, wie τὸν ἁδέα Theocr. 20, 44; fem. ion. ἡδέα, ἡδέη (vgl. ἥδομαι), erfreulich, anmuthig, zunächst vom Geschmack, süß, bes. vom Wein, Od. 4, 51. 9, 197; δεῖπνον, 20, 391; vom Geruch, 4, 446. 9, 210. 12, 369; vom Gehör, ἡδεῖα ἀοιδή, 8, 64; αὐδή, Hes. Th. 40; ἀκοή, Pind. P. 1, 90; ὀμφαί, N. 10, 33; vom Gesicht, τί γὰρ γυναικὶ τούτου φέγγος ἥδιον δρακεῖν; Aesch. Ag. 588; Plat. sagt τὸ δι' ἀκοῆς τε καὶ ὄψεως ἡδύ, Hipp. mai. 296 a; übh. von angenehmen, sinnlichen Empfindungen, z. B. ὕπνος, oft Hom., wie Eur. Hec. 916; ἡδὺς κοῖτος, Od. 19, 510; ἡδὺ κνώσσειν, 4, 809; εὐνή, Pind. P. 9, 42; χάρις, I. 5, 48; ἐλπίς, P. 4, 201; μῦθος οὔθ' ἡδὺς οὔτ' ἀλγεινός, Soph. Ant. 12; φάτις, El. 56; λόγους ἡδεῖς φέρειν, in das geistig Angenehme, Erfreuliche übergehend; bes. häufig ἡδύ μοί ἐστι oder γίγνεται, es ist mir angenehm, lieb, erfreulich, Il. 4, 17. 7, 387 Od. 24, 235; ἡδύ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι, schön, angenehm ist es, Aesch. Prom. 534; οὐ γὰρ αὐδᾶν ἡδὺ τἀκίνητ' ἔπη Soph. O. C. 630; πεισ τέον κεἰ μηδὲν ἡδύ, auch wenn es nicht Freude macht, O. R. 1516; ἡδὺ τὸ φῶς βλέπειν Eur. I. A. 1218, öfter; ταῦτα γὰρ τούτοις ἀκούειν ἡδέα, angenehm zu hören, Ar. Vesp. 503; ἀκούειν τὰ ἥδιστα Thuc. 7, 14, wie ἡδὺς ἀκοῦσαι λόγος Plat. Men. 81 d u. öfter; εἰ μὴ ἡδὺ Πρωταγόρᾳ Prot. 338 a; εἴπερ σοί γε ἡδύ Legg. I, 643 a; νῦν μοί σε ἡδύ ἐστι ἐπείρεσθαι τὰ θέλω Her. 7, 101, es beliebt mir zu fragen. – Gegensätze sind λυπ ηρός, Plat. Legg. V, 733 a, ἀνιαρός, Prot. 355 b Xen. Cyr. 8, 3, 42, ἀλγεινός, Plat. Tim. 64 a. – Τὰ ἡδέα, sinnliche Genüsse, Vergnügungen, nach Plat. Prot. 351 d τὰ ἡδονῆς μετέχοντα ἢ ποιοῦντα ἡδονήν. – Von Menschen, angenehm, freundlich, froh, ἥδιστος ἀνήρ Soph. Phil. 526, vgl. O. R. 82; ἡδεῖαν θεόν Eur. Phoen. 402; ἡδίους ταῖς ἐλπίσιν ἐγένοντο Plut. Cam. 32; ἡδίους ἔσεσθε ἀκούσαντες Dem. 23, 64. – Bei Plat. häufig mit leichter Ironie, auch tadelnd, gutmüthig, gutherzig, einfältig, ὡς ἡδὺς εἶ, τοὺς ἠλιθίους λέγεις σώφρονας Gorg. 491 e; εἰκός γε, ἔφη, ὦ ἥδιστε Rep. I, 348 c, öfter; Sp., ὁ δ' οὕτως ἡδύς ἐστιν ὥςτε Strab. I, 54; εἰρωνευομένη μετὰ γέλωτος, ὡς ἡδύς, ἔφασκεν Plut. Artax. 17; Luc. Dem. enc. 24. – Comparat. u. superlat. ἡδίων u. ἥδιστος, selten ἡδύτερος, Phocyl. 183 u. Sp., wie P^hilip. 64 Tull. Gemin. 7 (IX, 247. 707); auch ἡδύτατος, wie Schol. Ar. Plut. 1021; Plut. de fort. p. 305; Ep. ad. 98 (XI, 298). – Adv. ἡδέως, angenehm, behaglich, ἡδέως εὕδειν Soph. Tr. 175; βίοτον ἡδέως ἄγειν Eur. Cycl. 452; ἡδέως ζῆν Plat. Prot. 351 b u. öfter; ἡδέως ἔχειν πρός τινα Isocr. 1, 20, wohlwollend gegen Einen gesinnt sein, wie Plut. Cim. 8; ἡδέως ἔχουσιν ἡμῖν, Dem. 5, 15; ἡδέως ἔχειν τινός, Hippocr.; Ath. XIII, 581 c; vgl. noch ἀλλ' ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα Soph. Ant. 432; gern, δέχεσθαι, λαβεῖν, Ar. Equ. 440 u. A.; ἡδέως ἂν ἀκούσαιμι Plat. Rep. V, 470 a; ἥδιστα μέντ' ἂν ἤκουσα Theaet. 183 d. – Hom. braucht auch ἡδύ adverbialisch, ἡδὺ γέλασσαν, sie lachten behaglich, Il. 2, 270 u. oft, dem ausgelassenen Gelächter entgeggstzt; auch ἡδὺ κνώσσειν, Od. 4, 809.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύς: ἡδεῖα, ἡδύ, ἀλλ’ ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ἡδὺς ἀϋτμὴ (ὡς θηλ.) Ὀδ. Μ. 369· Δωρ. ἁδύς, ἀνώμαλ. αἰτιατ. ἁδέα ἀντὶ ἡδὺν Θεόκρ. 20. 44, Μόσχ. 3. 83, ἀντὶ ἡδεῖαν Θεόκρ. 20. 8 (πρβλ. θῆλυς)· Ἰων. θηλ. ἡδέᾰ, Δωρ. ἁδέα· συγκρ. ἡδίων ῑ, ὑπερθ. ἥδιστος Ὀδ. Ν. 80, καὶ Ἀττ.· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ὁμαλῶς: ἡδύτερος, Ψευδοφωκυλ. 183, Ἀνθ. Π. 9. 247, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 2, 1 (ἂν ὀρθὴ ἡ γραφή)· ἡδύτατος Ἀνθ. Π. 11. 298, Πλούτ. 2. 98Ε. Ι. γλυκύς, εὐάρεστος εἰς τὴν γεῦσιν, δεῖπνον Ὀδ. Υ. 391· συχν. ἐπὶ οἴνου, Γ. 51, Ι. 197, κτλ.· εἰς τὴν ὀσμήν, ἀμβροσίην... ἡδὺ μάλα πνείουσαν Δ. 446· ὀδμὴ δ’ ἡδεῖα, ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει Ι. 210· εἰς τὴν ἀκοήν, δίδου δ’ ἡδεῖαν ἀοιδὴν Θ. 64· αὐδὴ Ἡσ. Θ. 40· ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς εὐαρέστου αἰσθήματος, καταστάσεως, κτλ., οἷον ἐπὶ ὕπνου, ἡδὺς ὕπνος Ἰλ. Δ. 131, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ἡδὺς κοῖτος Τ. 510· ἡδὺ μάλα κνώσσουσα Δ. 809· ἡδὺς μῦθος, ἀντίθ. τῷ ἀλγεινός, Σοφ. Ἀντ. 12, πρβλ. 436 κἑξ.· ― μετ’ ἀπαρ., ἡδὺς δρακεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 602· ἡδὺς ἀκοῦσαι λόγος Πλάτ. Μένωνι 81D, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 503 (ἴδε γλυκὺς Ι. 2)· ― ἡδύ ἐστι ἢ γίγνεται, εἰ... τόδε πᾶσι φίλον καὶ ἡδὺ γένοιτο Ἰλ. Δ. 17, πρβλ. Η. 387· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἂν ἔμοιγε μετὰ φρασὶν ἡδὺ γένοιτο ζωέμεν Ὀδ. Ω. 435· ἁδὺ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι Αἰσχύλ. Πρ. 536, κτλ.· οὕτω, οὔ μοι ἥδιόν ἐστι λέγειν (ὡς τὸ οὐκ ἄμεινόν ἐστι) προτιμῶ νὰ μὴ..., Ἡρόδ. 2. 46· ― οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ δι’ ἀκοῆς τε καὶ ὄψεως ἡδὺ Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298Α· τὰ ἡδέα, ἡδοναί, τέρψεις, Θουκ. 5. 105, Πλάτ. Γοργ. 495Α, κτλ.· ― οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἡδέως, γλυκά, ἐπ’ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν Ἰλ. Β. 270, κτλ.· ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Θεόκρ. 1. 3. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ἐπὶ προσώπων, εὐάρεστος, εὐπρόσδεκτος, Σοφ. Ο. Τ. 82, Φ. 530, πρβλ. Ἠλ. 929· ― εἰρωνικῶς: ἥδιστος... δεσμώτης ἔσω θακεῖ ὁ αὐτ. Αἴ. 105. 2) εὐχαριστημένος, χαίρων, πλήρης χαρᾶς, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 82· ἡδίους ἔσεσθε ἀκούσαντες Δημ. 641. 9· ἡδίους ταῖς ἐλπίσιν Πλούτ. Καμίλ. 32· ἡδίω τὴν γνώμην πρὸς τὸ μέλλον ποιεῖν ὁ αὐτ. Φαβ. 5· ἐπὶ προσφωνήσεων, ὦ ἥδιστε, τὸ τοῦ Ὁρατίου dulcissime verum, Πλάτ. Πολ. 348C, κτλ. 3) ὡς τὸ γλυκὺς καὶ εὐήθης, ἀφελής, ἁπλοῦς, ὡς ἡδὺς εἶ ὁ αὐτ. Γοργ. 491D, Πολιτ. 337D, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἡδέως, εὐχαρίστως, μετ’ εὐχαριστήσεως, ἡδέως ἀλγεινῶς θ’ ἅμα Σοφ. Τρ. 436· ἡδ. εὕδειν αὐτόθι 175· δρᾶν τι ὁ αὐτ. Ἀντ. 70· ὁρᾶν τινα Εὐρ. Ι. Α. 1122· βίοτον ἄγειν ὁ αὐτ. Κύκλ. 453, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 440, Ξεν., κτλ.· ἡδέως ἂν ἐροίμην, εὐχαρίστως ἤθελον ἐρωτήσει, Δημ. 246. 10· ― ἡδ. ἔχω τι, εἶμαι εὐχαριστημένος, ἀρέσκομαι ἢ ἀρκοῦμαι εἴς τι, Εὐρ. Ἴωνι 647, 1602· ἡδ. ἔχω τινὸς Ἱππ. 1089C, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε· ἡδ. ἔχω πρός τινα ἢ τινί, εἶμαι καλὸς πρός τινα, ἔχω καλὰς διαθέσεις, Ἰσοκρ. 6Β, Δημ. 60 ἐν τέλ.· ἡδ. ἔχω, ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι εὐάρεστος, Εὐρ. Ι. Α. 483· ― ἡδέως μοί ἐστι, μὲ εὐχαριστεῖ, Heind. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 300C, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 436· ― συγκρ. ἥδιον Λυσ. 111. 41, Φερεκρ. Κορ. 1, Πλάτ., κτλ.· ― ὑπερθ. ἥδιστα μεντἄν ἤκουσα Πλάτ. Θεαιτ. 183D, κτλ. 2) παρ’ Ὁμ. τὸ ἡδὺ εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἀνωτ. (Συγγενὲς τῷ ἧδος, ἥδομαι· ἴδε ἐν λ. ἁνδάνω.) Ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 1101, κατεῖχε χειρί· πατρὶ δ’ οὐδὲν ἥδῐον, καὶ Ἀλέξ. Ἀσωτ. 1. 6, γαστρὸς οὐδὲν ἥδῐον.

French (Bailly abrégé)

ἡδεῖα, ἡδύ ; gén. ἡδέος, ἡδείας, ἡδέος;
agréable, doux :
I. en parl. de choses :
1 doux au goût;
2 doux à l’odorat, parfumé, embaumé;
3 doux à l’oreille (parole, chant, etc.);
4 doux en gén. (sommeil, etc.) : ἡδύ ἐστι ou γίγνεται (τόδε) IL (cela) est agréable, charmant ; ἡδύ ἐστι ou γίγνεται avec un inf. OD il est agréable de ; adv. au neutre : • ἡδὺ γελᾶν IL rire doucement ; subst. τὸ ἡδύ PLAT l’agrément ; τὰ ἡδέα THC les plaisirs;
II. en parl. de pers. :
1 agréable, charmant ; ὦ ἥδιστε PLAT mon très doux ami ; avec une nuance d’ironie facile, simple ; plaisant : ἡδὺς γὰρ εἶ, ἔφη PLAT car tu es plaisant, dit-il;
2 qui éprouve du plaisir : ἡδύς εἰμι ἀκούσας DÉM je suis charmé d’avoir entendu;
Cp. ἡδίων, rar. ἡδύτερος, Sp. ἥδιστος, rar. ἡδύτατος.
Étymologie: R. ΣϜαδ > Ἁδ, être agréable ; ἡδύς p. *σϜαδύς = lat. suavis, p. *svadvis.