ἄρχω

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρχω Medium diacritics: ἄρχω Low diacritics: άρχω Capitals: ΑΡΧΩ
Transliteration A: árchō Transliteration B: archō Transliteration C: archo Beta Code: a)/rxw

English (LSJ)

Ep. inf.

   A ἀρχέμεναι Il.20.154: impf. ἦρχον ib.2.378, etc.; Dor. ἆρχον Pi.O.10(11).51: fut. ἄρξω Od.4.667, A.Pr.940, Th.1.144: aor. ἦρξα, Ep. ἄρξα Od.14.230, etc.: pf. ἦρχα CIG3487.14 (Thyatira), Decr. ap. Plu.2.851f:—Med., Od.8.90, etc.; non-thematic part. ἄρχμενος Call.Aet.3.1.56, al.: impf., Il.9.93, Hdt.5.28: fut. ἄρξομαι (in med. sense, v. infr.) Il.9.97, E.IA442, X.Cyr.8.8.2; Dor. ἀρξεῦμαι Theoc.7.95: aor. ἠρξάμην Od.23.310, etc.:—Pass., pf. ἦργμαι only in med. sense, v. infr. 1.2: aor. ἤρχθην, ἀρχθῆναι Th.6.18, Arist.Pol.1277b13, v. infr.11.4:—to be first,    I in Time, begin, make a beginning, Act. and Med. (in Hom. the Act. is more freq., in Att. Prose the Med., esp. where personal action is emphasized), πολέμου ἄρχειν to be the aggressor, Th.1.53; π. ἄρχεσθαι to begin one's operations, X.HG6.3.6; ἄρχειν τοῦ λόγου to open a conversation, Id.An.1.6.6; ἄρχεσθαι τοῦ λόγου to begin one's speech, ib.3.2.7. Constr.:    1 mostly c. gen., make a beginning of, ἄρχειν πολέμοιο Il.4.335; μύθων Od.3.68; τῶν ἀδικημάτων πρῶτον τοῦτο ἄρξαι Hdt. 1.2; ἦρξεν ἐμβολῆς A.Pers.409; τοῦ κακοῦ ib.353; ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων, ἄρχειν τῆς πληγῆς, strike the first blow, Antipho 4.2.1 and 2:— in Med. in religious sense, = ἀπάρχεσθαι, ἀρχόμενος μελέων beginning with the limbs, Od.14.428, cf. E.Ion651; but Act., σπονδαῖσιν ἄρξαι Pi.I.6(5).37.    2 c. gen., begin from or with... ἐν σοὶ μὲν λήξω σέο δ' ἄρξομαι Il.9.97; ἄρχεσθαι Διός Pi.N.5.25; πόθεν ἄρξωμαι; A.Ch. 855; πόθεν ποτὲ ἦρκται Hp. VM5; ἄρχεσθαι, ἦρχθαι ἔκ τινος, Od.23.199, Hp.Off.11; ἀπό τινος freq. in Prose, ἀρξάμενοι αὐτίκα ἀπὸ παιδίων even from boyhood, Hdt.3.12; but more commonly ἐκ παίδων, ἐκ παιδός, etc., Pl.R.408d, Thg.128d:—ἀπό in non-temporal relations, ἀρξάμενος ἀπὸ σοῦ. i.e. including yourself, Pl.Grg.471c, cf. D.18.297; ἀπὸ τῶν πατέρων X.Mem.3.5.15; μέχρι τῶν δώδεκα ἀπὸ μιᾶς ἀρξάμενος Pl.Lg.771c; ἀφ' ἱερῶν ἠργμένη ἀρχή ib.771a; ἀφ' Ἑστίας ἀρχόμενος Ar.V.846.    3 c. gen. rei et dat. pers., ἄρχε θεοῖς δαιτός begin a banquet to the gods, Il.15.95; τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε 2.433, etc.; τῇσι δὲ . . ἄρχετο μολπῆς Od.6.101; ἦρξε τῇ πόλει ἀνομίας τὸ νόσημα Th.2.53, cf. 12; τὴν ἡμέραν ἄρχειν ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι X.HG2.2.23; ἡμὶν οὐ σμικρῶν κακῶν ἦρξεν τὸ δῶρον S.Tr.871.    4 c. acc., ἄρχειν ὁδόν τινι, show him the way, Od.8.107 (but also ἄρχειν ὁδοῖο lead the way, 5.237): abs. (sc. ὁδόν), ἄρχε δ' Ἀθήνη 3.12; σὺ μὲν ἄρχε Il.9.69; ἦ ῥα καὶ ἄρχε λέχοσδε κιών 3.447; ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἄρης 5.592, cf. infr. 11.2: with other accusatives, ἄρχειν ὕμνον Pi.N.3.10; ἅπερ ἦρξεν A.Ag.1529 (lyr.); λυπηρόν τι S.El.552; ὕβριν Id.Fr.368.    5 of actions, σέο δ' ἕξεται ὅττι κεν ἄρχῃ Il.9.102: freq. c. inf., τοῖσιν δ' ἦρχ' ἀγορεύειν among them, Il.1.571, etc.; ἦρχε νέεσθαι, ἦρχ' ἴμεν, 2.84, 13.329; ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν Od.22.437, etc.; ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Il.7.324; ἤρξαντο οἰκοδομεῖν Th.1.107; ἡ νόσος ἤρξατο γενέσθαι Id.2.47: c. part., of continued action or condition, ἦρχον χαλεπαίνων Il.2.378; ἢν ἄρξῃ ἀδικέων Hdt.4.119; ἡ ψυχὴ ἄρχεται ἀπολείπουσα X.Cyr.8.7.26; πόθεν ἂν ὀρθῶς ἀρξαίμεθα ἐπαινοῦντες; Pl.Mx.237a, cf. Tht.187a (but ἄ. ἐπαινεῖν Id.Phdr.241e); ἄρξομαι διδάσκων X.Cyr.8.8.2 (but ἤρξω μανθάνειν Id.Mem.3.5.22).    6 abs., ἄρχε take the lead! Il.9.69: generally, begin, ἄρχειν [τὴν ἐκεχειρίαν] τήνδε τὴν ἡμέραν Indut. ap. Th.4.118, cf. Lex ap.D.24.42; τὸ ἄρχον, opp. τὸ ἑπόμενον, Dam.Pr.234: part. ἀρχόμενος at first, X.Eq.9.3, Cyn.3.8, Isoc.2.54; at the beginning, ἀρχομένου δὲ πίθου καὶ λήγοντος Hes.Op.368, cf. Fr.192.4; ἀρχομένοισιν ἢ καταπαυομένοισι Ar.Eq. 1246; ἄρχεται ὁ πόλεμος ἐνθένδε Th.2.1; ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ ibid.; θέρους εὐθὺς ἀρχομένου ib.47.    7 Gramm., of a word, ἄ. ἀπὸ φωνήεντος D.T.633.27; ἡ ἄρχουσα (sc. συλλαβή) A.D.Synt.130.13.    II in point of Place or Station, rule, govern, command,    1 mostly c. gen., rule, be leader of... Βοιωτῶν Il.2.494, cf. Hdt.5.1, etc.    2 less freq. c. dat., ἀνδράσιν ἦρξα Od.14.230, cf. 471, Il.2.805, Pi.P.3.4, A.Pr.940, E.Andr.666, IA337, IG7.2830 (Hyettus), etc.; also ἐν δ' ἄρα τοῖσιν ἦρχ' held command among them, Il.13.690, cf. Pl.Phdr.238a: c. inf. added, ἄρχε Μυρμιδόνεσσι μάχεσθαι led them on to fight, Il.16.65.    3 abs., rule, ὅσον τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα A.Pr.927, cf. Pers.774; esp. hold a magistracy, ὁκοῖόν τε εἴη ἄρχειν μετὰ τὸ βασιλεύειν Hdt.6.67; at Athens, etc., to be archon, D.21.178; ἀρχάς, ἀρχὴν ἄρχειν, Hdt.3.80, Th.6.54; ἄρχειν τὴν ἐπώνυμον (with or without ἀρχήν) IG3.659, 693, SIG872.7.    4 Pass., with fut. ἄρξομαι Hdt.7.159, Pi.O.8.45, A.Pers.589, Lys.28.7; but ἀρχθήσομαι Arist.Pol.1259b40, D.C.65.10:—to be ruled, governed, etc., ὑπό τινος Hdt.1.127; ἔκ τινος S.El.264, Ant.63; ὑπό τινι Hdt.1.91, 103; σφόδρα ὑπό τινος Lys.12.92; ἄρχε πρῶτον μαθὼν ἄρχεσθαι Sol. ap.D.L.1.60, cf. Pl.Prt.326d; δύνασθαι καὶ ἄρχεσθαι καὶ ἄρχειν Arist. Pol.1277b14; οἱ ἀρχόμενοι subjects, X.An.2 6.19, etc.

German (Pape)

[Seite 366] 1) der Erste sein, anfangen, insofern man der Erste ist, der etwas thut, in Beziehung auf Andere, die es nachher thun; a) absolut; πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν θεοὶ πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε, ging voran, war an der Spitze, Iliad. 1, 495; vgl. 3. 420. 9, 657. 11, 472; νῦν δ' ἄρχ', ὅππῃ σε κραδίη θυμός τε κελεύει 13, 784; ὅπῃ ἄρξειεν Ἀχιλλεύς Od. 3, 106; οἱ δ' ᾤμωξαν ἀολλέες, ἦρχε δ' Ἀχιλλεύς Iliad. 23, 12; ἀρχέτω· αὐτὰρ ἐγὼ μάλα πείσομαι ᾑ περ ἂν οὗτος 7, 286; σὺ μὲν ἄρχε 9, 69; τίη δὴ νῶι διέσταμεν; οὐδὲ ἔοικεν ἀρξάντων ἑτέρων 21, 437; Plat. Rep. X, 619 b dem τελευτῶν entgegengesetzt. – b) c. gen.; ἄρχε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο Iliad. 7, 232; ἄρξειαν πολέμοιο 4, 335; ἦρχον ἐγὼ μύθοιο 11, 781; πρῶτος Πηνέλεως ἦρχε φόβοιο 17, 597; von dgl. Fällen ist vielleicht zu unterscheiden ἦρχε δ' ὁδοῖο νήσου ἐπ' ἐσχατιῆς Od. 5, 237; λόγου, der Erste sein im Reden, d. i. anfangen zu reden, Eur. Phoen. 450; Xen. An. 1, 6, 5; vgl. Cyr. 6, 1, 6 ἐπεὶ πρεσβύτερός εἰμι, die Jüngern sprechen hernach; τῆς ἀδικίης Her. 3. 130; κακῶν ἦρξε τὸ δῶρον war das Erste, die Ursach, Soph. Tr. 869; τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει Thuc. 2, 12; μεταβολῆς ἁπάσης ἄρχει Plat. Legg. X, 892 a; γενέσεώς τινι D. Hal. 1, 10; ähnl. τὸ γένος ἄρχει ἀπό τινος, abstammen, ibid.; χειρῶν, Thätlichkeiten anfangen, Plat. Legg. IX, 869 c; so auch ohne χειρῶν, IX, 880 a. Doch auch wie ἄρχεσθαι, von etwas anheben, Eur. Tr. 969. – c) seltner c. acc.; ὁδόν, den Weg vorangehen, τινί, Od. 8, 107; ἅπερ ἦρχεν, was er zuerst that, Aesch. Ag. 1511; λυπηρόν τι Soph. El. 542; ὕμνον Pind. N. 3, 10; aber σπονδαῖς ἄρχειν, libatione auspicari, Pind. I. 5, 37. – d) c. inf.; Μηριόνης ἦρχ' ἴμεν Iliad. 13, 329; βουλῆς ἐξ ἦρχε νέεσθαι 2, 84; ἄρχετε νέκυας φορέειν Od. 22, 437; ὥς κε Τρῶες Ἀχαιοὺς ἄρξωσι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασθαι Iliad. 4, 67; ἄρξει καὶ προτέρω κακὸν ἔμμεναι Od. 4, 667; λέγειν Eur. Med. 475. – e) c. part.; ἦρχε λέχοσδε κιών Iliad. 3, 447; ἐγὼ δ' ἦρχον χαλεπαίνων 2, 378; ἀδικῶν Her. 4, 119. – f) c. dat., oft bei Hom.: neben dem gen., τοῖσι μύθων ἦρχε Ἀθήνη Od. 13, 374, vgl. Iliad. 2, 433; τῇσιν Ἀνδρομάχη ἦρχε γόοιο Iliad. 24, 723; ἄρχε θεοῖσι δαιτός 15, 95; neben dem inf., τοῖσιν Ἥφαιστος ἦρχ' ἀγορεύειν Iliad. 1, 571, vgl. Od. 2, 15. 16, 845. Diese Dative sind wohl in der Bed. eines genit. partitiv. zu nehmen, wie Homer ja überhaupt sehr oft den dat. in dem Sinne gebraucht, für welchen die Prosa den genit. gebrauchen würde, vgl. Friedlaend. Aristonic. p. 22; also τοῖσιν Ἥφαιστος ἦρχ' ἀγορεύειν = der erste unter ihnen, welcher redete, war Hephästos. Hiervon ist wohl zu unterscheiden der dat. Od. 24, 9 ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἑρμείας κατ' εὐρώεντα κέλευθα, er führte sie; welche Stelle Licht erhält durch die wegen ihres accus. schon unter c) erwähnte Stelle Od. 8, 107 ἦρχε δὲ τῷ αὐτὴν ὁδὸν ἥν περ οἱ ἄλλοι; in diesen beiden Stellen ist also an den Sinn des genit. partit. nicht zu denken, sondern an den des genit. object. – 2) Häufiger ist in Prosa das med., den Anfang womit machen, im Ggstz dessen, was man später thut; doch wird dieser Unterschied vom act. nicht immer beobachtet; bei Hom. steht entschieden mehrmals das med. genau in demselben Sinne wie das act.: τοῖς ὁ γέρων πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Iliad. 7, 324. 9, 93; τοῖσι Τηλέμαχος ἤρχετο μύθων Od. 1, 367; τῇσι Ναυσικάα ἤρχετο μολπῆς 6, 101. In anderen Stellen läßt sich ein Unterschied zw. med. u. act. annehmen: ὅτ' ἂψ ἄρχοιτο Od. 8, 90; ἤρξατο δ' ὡς πρῶτον Κίκονας δάμασε 23, 310; ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ' ἄρξομαι Iliad. 9, 97; ὁ δ' ὁρμηθεὶς θεοῦ ἤρχετο Od. 8, 499; ἀρξάμενοι τοῦ χώρου ὅθεν τέ περ οἰνοχοεύει 21, 142; ἐκ τοῦ ἀρχόμενος λέχος ἔξεον 23, 199; vom Opfer Od. 14, 428 ὁ δ' ὠμοθετεῖτο συβώτης, πάντων ἀρχόμενος μελέων, ἐς πίονα δημόν, v. l. πάντοθεν, s. Scholl. Did.; vgl. ἀπάρχομαι. Bei den Folgenden: a) c. gen., ἐπέων Pind. P. 4, 30; λόγου, seine Rede anfangen, Xen. An. 3, 2, 7; δρόμου, σίτου Cyr. 3, 3, 61. Häufiger b) ἀπό τινος, so daß der einzelne Punkt, der der erste ist, bezeichnet wird, vgl. Matth. Gr. §. 336, Anm. 2; Plat. Phaedr. 100 b Soph. 218 a; ἤργμεθα Legg. IV, 722 c; Xen. An. 6, 1, 18 u. sonst; dah. πόθεν, Plat. Menex. 237 a; bes. wird ἀπό τινος ἀρξᾰμενος periphrastisch gebraucht, von da an, vgl. Her. 3, 91; Plat. Gorg. 471 c. Ebenso ἔκ τινος, Her. 2, 17 u. öfter; ἐκ παιδός, ἐκ παίδων σμικρῶν ἀρ., von Kindheit an, Plat. Rep. IX, 582 b Prot. 325 c; ἐξ ἕω ἀρξάμενος – μέχρι, vom Morgen an, Legg. VII, 807 d. Ein Verbum steht dabei c) im inf., um übh. den Anfang auszudrücken von etwas, ἄρχομαι μανθάνειν Xen. Mem. 3, 5, 22, ich fange an zu lernen; ἡ νόσος ἤρξατο γενέσθαι, die ersten Spuren der Krankheit zeigten sich, Thuc. 2, 47; – oder mit dem partic., wenn der Anfang in Beziehung auf die ganze Folgezeit, den Fortgang des Zustandes betrachtet wird, ἠρχόμεθα διαλεγόμενοι Plat. Theaet. 187 a; ἄρχομαι διδάσκων, ich fange meinen Unterricht an, Xen. Cyr. 8, 8, 2; umgekehrt, ἀρχόμενος ἔλεγον Plat. Theaet. 174 b, zuerst; vgl. Matth. Gr. §. 557. – 3) der Erste sein als Anführer, Herrscher, befehligen, herrschen; absolut, Od. 6, 12. 14, 471 Iliad. 13, 136; ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσθαι Plat. Prot. 326 d; ἄρξουσι καὶ ἄρξονται Rep. III, 412 c; so in pass. Bdtg auch Aesch. Pers. 581; Her. 7, 139; aber ἀρχθήσομαι hat Arist. pol. 1, 13 u. Sp.; bes. Archont sein; mit dem gen., Iliad. 2, 494. 16, 173 Od. 10, 205; eben so Folg., sowohl vom Könige, als von den Obrigkeiten; ἀρχὴν ἄρχειν; häufig vom Heerführer, Her. 5, 1; Xen. An. 2, 2, 5; ἵππων ζεύγους Plat. Theag. 123 d; κώμης Xen. An. 4, 5, 28. Homerisch ist die Vbdg mit dem dat., ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἕκτωρ Iliad. 16, 552; ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἄρης καὶ Ἐνυώ 5, 592; οἷσί περ ἄρχει 2, 805, vgl. Scholl.; εἰνάκις ἀνδράσιν ἦρξα καὶ νέεσσιν ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς Od. 14, 230; ἄρχε Μυρμιδόνεσσι μάχεσθαι Iliad. 16, 65; Ζεὺς δαρὸν οὐκ ἄρξει θεοῖς Aesch. Prom. 942; vgl. Eur. I. A. 337; Paus. 1, 1, 2; auch ἔν τισιν, Il. 13, 690; Plat. Phaedr. 238 a. Allgem., die Oberhand behalten, wie κρατέω, σέο ἕξεται ὅ ττί κεν ἄρχῃ Il. 9, 102. – Pass., befehligt werden; dah. untergeben sein, = ὑπήκοον εἶναι, Xen. An. 7, 7, 29; bes. von Unterthanen, Cyr. 1, 6, 8; von den gemeinen Soldaten, An. 3, 2, 30; Her. vrbdt gew. ὑπό τινος, doch auch ὑπό τινι, 1, 91. 130; ἄρχεται ἐς τοῦτο τὸ ὄρος ὑπὸ τῶν Περσέων, impers. = die Perser herrschen, 3, 97.

French (Bailly abrégé)

impf. ἦρχον, f. ἄρξω, ao. ἦρξα, pf. ἦρχα;
Pass. f. ἀρχθήσομαι, ao. ἤρχθην, pf. ἦργμαι;
I. être le premier ; d’où
1 aller en tête, montrer le chemin, guider : ἄ. ὁδόν τινι OD, ἄ. ὁδοῖο OD, ἄ. τινὶ κατὰ κέλευθα OD montrer le chemin à qqn ; abs. guider, conduire;
2 commander, être le chef ; ἄ. τινός, rar. τινί : commander à qqn, régner sur (une cité, un peuple, etc.) ; avec un dat. : ἄρχε Μυρμιδόνεσσι μάχεσθαι IL il était le chef des Myrmidons pour le combat ; ἄρχειν ἔν τισι IL commander à (des guerriers, à un peuple, etc.) ; abs., en parl. de choses prévaloir, dominer : σέο δ’ ἕξεται ὄττι κεν ἄρξῃ IL c’est toi qui devras décider quel avis doit prévaloir (sel. d’autres, c’est toi qui devras décider, quelle que soit la mesure dont un autre aura pris l’initiative) ; ἀρχὴν ἄρχειν exercer un commandement, une charge ; Pass. ἄρχεσθαι ὑπό τινος HDT, ὑπό τινι HDT, ἔκ τινος SOPH être soumis à qqn ; οἱ ἀρχόμενοι les sujets;
II. faire le premier ou pour la première fois, d’où
1 commencer, prendre l’initiative de, faire le premier, gén. : ἄ. μύθων OD, λόγου XÉN prendre le premier la parole ; ἄ. πολέμου THC engager une guerre, commencer les hostilités ; τῶν ἀδικημάτων HDT être le premier à commettre des violences ; rar. avec l’acc. ἄ. λυπηρόν τι SOPH être le premier à commettre qqe méfait ; avec un part. : ἦρχον χαλεπαίνων IL c’est moi qui me fâchai le premier ; ἢν ἄρξῃ ἀδικέων HDT s’il est le premier à nous attaquer injustement;
2 se mettre à, commencer : δαιτὸς θεοῖσιν ἄ. IL préparer un repas pour les dieux ; τοῖσι μύθων ἦρχε IL il commença à leur parler ; avec un suj. de chose : ἡμῖν οὐ σμικρῶν κακῶν ἦρξεν τὸ δῶρον SOPH ce présent a été pour nous l’origine de maux bien graves ; ἦρξε τῇ πόλει ἀνομίας τὸ νόσημα THC la maladie fut pour la cité le commencement du désordre ; avec un inf. : ἄ. ἀγορεύειν, νέεσθαι, ἴμεν IL commencer à parler, à revenir, à aller ; avec un part. : ἦρχε κιών IL il commença d’aller;
Moy. v. ἄρχομαι.
Étymologie: R. Ἀρχ diriger = lat. rego, avec métathèse ; cf. ἁρπάζω et rapio.

English (Autenrieth)

reg. in act. and mid., but without perf., and without pass.: I. act., lead off, begin (for others to follow), lead, command; τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε, ‘was the first’ to speak; ἦρχ' ἀγορεύειν, ἦρχε δ ὁδοῖο, ‘lead the way,’ Od. 5.237 ; πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε, ‘headed by Zeus,’ Il. 1.495; in the sense of ‘commanding,’ foll. by dat., ἦρχε δ' ἄρα σφιν | Ἕκτωρ, Il. 16.552, etc.; with part., ἐγὼ δ' ἦρχον χαλεπαίνων, ‘was the first to offend,’ ‘began the quarrel,’ Il. 2.378, Il. 3.447, different from the inf.— II. mid., begin something that one is himself to continue; ἤρχετο μύθων, began ‘his’ or ‘her’ speaking; ἤρχετο μῆτιν ὑφαίνειν, etc.; ἔκ τινος ἄρχεσθαι, make a beginningwithsomething, or ‘at’ some point, sometimes gen. without a prep., σέο δ' ἄρξομαι, Ι , Od. 21.142; of ritual observance (beginning a sacrifice), πάντων ἀρχόμενος μελέων, Od. 14.428 (cf. ἀπάρχομαι).