καθαρός

From LSJ
Revision as of 14:00, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθᾰρός Medium diacritics: καθαρός Low diacritics: καθαρός Capitals: ΚΑΘΑΡΟΣ
Transliteration A: katharós Transliteration B: katharos Transliteration C: katharos Beta Code: kaqaro/s

English (LSJ)

ά, όν, Dor. καθαρός Tab.Heracl.1.103, Orph.Fr.32c.1, Aeol. κόθ- Alc.Supp.7.3; cf. ἀνακαθαίρω, κάθαρσις:    1 physically clean, spotless (not in Il.), εἵματα Od.6.61, Archil.12, cf. E.Cyc.35,562, etc.; of persons, cleanly, κ. περὶ ἐσθῆτα Arist.VV1250b28, cf.Rh.1416a23 (nisi leg. καθάριος).    2 clear of admixture, clear, pure, esp. of water, Βορυσθένης ῥέει καθαρὸς παρὰ θολεροῖσι Hdt.4.53; κ. ὕδατα E. Hipp.209 (anap.); ὕδωρ κ. ζῶν LXXNu.5.17; δρόσοι E.Ion96 (anap.); κ. καὶ διαφανῆ ὑδάτια Pl.Phdr.229b; οὖρον Hp.Epid.1.3; διαχώρημα Id.Coac.640; κ. φάος, φέγγος, Pi.P.6.14, 9.90; πνεῦμα κ. οὐρανοῦ E.Hel.867; κ. ἄρτος Hdt.2.40; of white bread, Wilcken Chr.30i17 (iii/ii B.C.), LXXJu.10.5, Gal.6.482, 19.137; ἄλευρον κ. Diocl.Fr.139; χρυσίον, ἀργύριον -ώτατον, Hdt.4.166, cf. Theoc.15.36, Ph.1.190, etc.; σῖτος X.Oec.18.8; σῖτος κ. ἀπὸ πάντων PHib.1.84 (a).6 (iv/iii B.C.): freq. of grain, winnowed, πυρὸς κ. ἄδολος POxy.1124.11 (i A.D.), cf. PTeb.93.36 (ii B.C.), etc.; of metals, etc., σίδηρος Sammelb.4481.13 (v A.D.), etc.; ἀρωμάτων, καθαρῶν, λαχάνων, dub. sens. in PLond.2.429.6 (iv A.D.); ἄκρατος καὶ κ. νοῦς X.Cyr.8.7.30; χρόαι Arist.Sens.440a5; φωναί Id.Aud.801b28; of feelings, unmixed, μῖσος τῆς ἀλλοτρίας φύσεως Pl.Mx.245d, cf. Thgn.89; serene, φρήν E.Hipp.1120 (lyr.).    3 clear of objects, free, ἐν καθαρῷ (sc. τόπῳ) in an open space, ἐν κ., ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος Il.8.491; ἐν κ., ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον 23.61, cf. Ph.2.535 (Sup.); πάξαις Ἄλτιν ἐν κ. in a clearing, Pi.O.10 (11).45; ἐν κ. βῆναι to leave the way clear, S.OC1575 (lyr.); ἐν τῷ κ. οἰκεῖν live in the clear sunshine, Pl.R.520d; διὰ καθαροῦ ῥέειν, of a river whose course is clear and open, Hdt.1.202: with Subst., κελεύθῳ ἐν κ. Pi.O.6.23; χῶρος κ. Hdt.1.132; ἐν κ. λειμῶνι Theoc.26.5; ἐν ἡλίῳ κ. in the open sun, opp. σκιά, Pl.Phdr.239c; ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε κ. was cleared away, Hdt.7.183; κ. ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας set up the nets in open ground, X.Cyn.6.6; freq. of land, free from weeds, etc., παραδώσω τὸν κλῆρον κ. ἀπὸ θρύου καλάμου ἀγρώστεως κτλ. PTeb.105.59 (ii B.C.); παραδώσω τὰς ἀρούρας κ. ὡς ἔλαβον BGU1018.25(iii A.D.): c. gen., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων clear of the marks, Hdt.2.38; καθαρὸν τῶν προβόλων, of a fort, Arr.An.2.21.7; of documents, free from mistakes, POxy.1277.13 (iii A.D.); χειρόγραφον κ. ἀπὸ ἐπιγραφῆς καὶ ἀλείφαδος free from interlineation and erasure, PLond.2.178.13 (ii A.D.).    b metaph., free, clear of debt, liability, etc., κ. ἀπὸ δημοσίων καὶ παντὸς εἴδους BGU197.14 (i A.D.); κ. ἀπό τε ὀφειλῆς καὶ ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος ib.112.11 (i A.D.); γῆ κ. ἀπὸ γεωργίας βασιλικῆς POxy.633 (ii A.D.); καθαρὰ ποιῆσαι to give a discharge, PAvrom. 1 A22; in moral sense, free from pollution, καθαρῷ θανάτῳ an honourable death, Od.22.462; θάνατον οὐ κ., τὸν δι' ἀγχόνης Ph.2.491; ψυχαὶ ἀρηΐφατοι καθαρώτεραι ἢ ἐνὶ νούσοις Heraclit.136; freq. free from guilt or defilement, pure, χεῖρες A.Eu. 313 (anap.); καθαρὸς χεῖρας Hdt.1.35, Antipho5.11, And.1.95; κ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Pl.Cra.405b; ἔρχομαι ἐκ κοθαρῶν κοθαρά OrphFr.32c.1,al.; of ceremonial purity, καθαρὰ καὶ ἁγνή εἰμι ἀπό τε τῶν ἄλλων τῶν οὐ καθαρευόντων καὶ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας Jusj. ap. D.59.78, cf. UPZ78.28 (ii B.C.), LXXNu.8.7,al.; ἀπὸ τάφου καὶ ἐκφορᾶς καθαροί SIG982.9 (ii B.C.); esp. of persons purified after pollution, ἱκέτης προσῆλθες κ. A.Eu.474, cf. S.OC548, etc.; also of things, βωμοί, θύματα, δόμος, μέλαθρα, A.Supp.654 (lyr.), E. IT1163, 1231 (troch.), 693: c. gen., clear of or from . ., κ. ἐγκλημάτων Antipho 2.4.11; ἀδικίας, κακῶν, Pl.R.496d, Cra.404a; ὁ τῶν κακῶν κ. τόπος Id.Tht.177a; κ. τὰς χεῖρας φόνου Id.Lg.864e; Κόρινθον . . ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαράν X.HG4.4.6; κ. εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων Act.Ap.20.26, cf. D.C.37.24; κ. ἀπὸ ὅρκου LXXGe.24.8; ceremonially pure, of food, ὄσπριον Hdt.2.37; of victims, LXXGe.7.2,al., PGen.32.9 (ii A.D.), etc.; κ. ἡμέραι, opp. ἀποφράδες, Pl.Lg.800d.    c in act. sense, purifying, cleansing, λέβης Pi.O.1.26; θέειον Theoc. 24.96.    4 of birth, pure, genuine, σπέρμα θεοῦ Pi.P.3.15; πόλις E.Ion673; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, i.e. were citizens of pure blood, Th.5.8; οἱ τῷ γένει μὴ κ. Arist.Ath.13.5; κ. ἀστοί Sch.Ar.Ach.506; καθαρόν a real, genuine saying, Ar.V.1015; κ. Τίμων a Timon pure and simple, Id.Av.1549; κ. δοῦλος Antiph.9 (glossed by ἀπηκριβωμένος, AB105); ζημία κ., of a person, Alciphro 3.21.    5 of language, pure, ὀνόματα, λέξις, D.H.Comp.1, 3; διάλεκτος Id.Dem.5; so of writers, [Λυσίας] κ. τὴν ἑρμηνείαν Id.Lys.2; [Ξενοφῶν] κ. τοῖς ὀνόμασι Id.Pomp.4; also, clear, simple, σεμνὸς καὶ κ. Jul.Or.2.77a.    b Gramm., preceded by a vowel, pure, D.T. 635.10, 639.5, Hdn.Gr.2.930, al.; containing a 'pure' syllable, ib. 928.    6 without blemish, sound, ὁ κ. στρατός, τὸ κ. τοῦ στρατοῦ, the sound portion of the army, Hdt.1.211,4.135; v. supr. 4.    7 clear, exact, ἂν κ. ὦσιν αἱ ψῆφοι if the accounts are exactly balanced, D.18.227 (sed cf. καθαιρέω 11.5).    II Adv. purely, ἁγνῶς καὶ καθαρῶς h.Ap.121, Hes.Op.337: Comp. -ωτέρως Porph.Abst.2.44.    2 of birth, κ. γεγονέναι Hdt.1.147; αἱ κ. Ἑλληνίδες Sor.1.112, cf.Luc.Rh. Pr.24.    3 with clean hands, honestly, σὺν δίκῃ . . καὶ κ. Thgn.198; δικαίως καὶ κ. D.9.62; κ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Pl.Phd. 108c.    4 clearly, plainly, λέγειν Ar.V.631, cf. E.Rh.35 (anap.); λέξις κ. καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Isoc.5.4; κ. γνῶναι Ar.V.1045, Pl.Phd.66e; εἴσεσθαι ibid.; καθαρώτατα ἀποδεῖξαι Id.Cra.426b.    5 of language, purely, correctly, -ώτερον διαλέγεσθαι Plu.2.1116e, cf. Luc.Im.15.    6 entirely, Ar.Av.591; κ. τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.p.71 W.; κ. ἐς ἐφήβους τελεῖν D.C.36.25, cf. Cod.Just.1.4.34.9: Sup. -ώτατα in its purest form, Phld.Piet.66.

German (Pape)

[Seite 1281] rein, unbefleckt; εἵματα Od. 6, 61; ἐν καθαρῷ, sc. τόπῳ, in freiem Raume, freiem Felde, wo Nichts im Wege ist, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος, Il. 8, 491. 10, 199. 23, 61; vgl. οἰκεῖν ἐν καθαρῷ, im Freien wohnen, Plat. Rep. VII, 520 e, wie ἐν καθαροῖς Legg. X, 910; wohin auch Soph. O. C. 1575 ἐν καθαρῷ βῆναι zu ziehen, den Weg rein lassen; ἐν καθαρῷ λειμῶνι, auf freier Wiese. Theocr. 26. 5; θάνατος, ein ehrlicher, schmachloser Tod, durch das Schwert, nicht den Strick, Od. 22, 462; so Folgde im eigtl. Sinne u. übertr. von sittlicher Reinheit; λέβης Pind. Ol. 1, 26; φέγγος, rein, ungetrübt. hell, P. 9, 90, wie φάος 6, 14 (vgl. ἐν αὐγῇ καθαρᾷ Plat. Phaedr. 250 c, ἐν ἡλίῳ καθαρῷ 239 c, καὶ λαμπρόν Tim. 72 c); ἀρετή 5, 2 u. öfter; καθαροῖσι βωμοῖς θεοὺς ἀρέσονται Aesch. Suppl. 641; χεῖρες Eum. 303; Soph. O. C. 554; δόμος Eur. I. T. 1231; οὐκέτι καθαρὰν φρέν' ἔχω Hipp. 1120, unverfälscht, ächt, wahrhaft, καθαρὸς Τίμων Ar. Av. 154; δοῦλος, ἀπηκριβωμένος erkl. B. A. 105, 5, aus Antiphan.; ποταμοί u. ä., Her. 4, 53; τινός, rein wovon, 2, 38; τὸ ἐμποδὼν ἐγένετο καθαρόν, das Hinderniß war aus dem Wege geräumt, 7, 183; στρατός 1, 211, wie τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ, der gesunde Theil des Heeres, im Ggstz von ἀσθενεῖς, 4, 135; ὁ τῶν κακῶν καθαρὸς τόπος Plat. Theaet. 177 a; ἂν μὴ καθαρὸς ᾐ τὰς χεῖρας φόνου Legg. IX, 864 e; τὸ καθαρὸν καὶ τὸ ἀληθές Phil. 79 e; καὶ εἱλικρινές 52 d; καὶ ἄκρατος νοῦς Xen. Cyr. 8, 7, 20; Sp., οὐ μόνον τὰς χεῖρας δεῖ καθαρὰς ἔχειν τὸν στρατηγόν, ἀλλὰ καὶ τὰς ὄψεις Plut. Pericl. 8; τὸ καθαρόν, die Reinheit, Them. 4; – καθαραὶ ψῆφοι, reine Rechnung, die richtig ist, aufgeht, ἂν μηδὲν περιῇ, Dem. 18, 227; auch von der Reinheit des Styls. – Adv. καθαρῶς, καὶ ἁγνῶς ἔρδειν ἱερά Hes. O. 334, Folgde, καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Plat. Phaed. 108 e, καὶ δικαίως Soph. 253 e, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθᾰρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν. τέλ.): 1) ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετον τῷ ῥυπαρός, εἵματα Ὀδ. Ζ. 61, κτλ. (ἀλλ’ οὐχὶ οὕτως ἐν τῇ Ἰλ.)· οὕτω παρ’ Ἀρχιλ. 6 Gaisf., Ἡρόδ. 2. 37, Εὐρ. Κύκλ. 35, 562, κτλ.· - ἐπὶ προσώπ., = καθάριος, καθαρὸς περὶ ἐσθῆτα Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 5, 5, πρβλ. Ρητ. 3. 15, 5. 2) ἀντίθετον τῷ πλήρης, μεστός, ἀνοικτός, καθαρός, ἐλευθέριος, κενός, ἐν καθαρῷ (δηλ. τόπῳ), ἐν τόπῳ ἀνοικτῷ ἐνθα δὲν ὑπῆρχον νεκροί, ἐν καθαρῷ, ὅτι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος Ἰλ. Θ. 491, Κ. 199· ἐν καθαρῷ, ὅτι κύματ’ ἐπ’ ἠϊόνας κλύζεσκον Ψ. 61· κελεύθῳ ἐν καθαρᾷ Πινδ. Ο. 6. 36· ἀλλ’ ἐν Ο. 10 (11). 55, ἐπὶ τόπου ἀδένδρου· πρβλ. Ἡρόδ. 1. 132· ἐν καθαρῷ βῆναι, ἐκποδὼν βῆναι, νὰ ἀφήσῃ τὴν ὁδὸν ἐλευθέραν ἀποχωρῶν αὐτῆς, Σοφ. Ο. Κ. 1575· ἐν καθαρῷ οἰκεῖν, οἰκεῖν ἐν ὑπαίθρῳ, Πλάτ. Πολ. 52D· διὰ καθαροῦ ῥέειν, ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέοντος διὰ καθαροῦ τόπου, οὐχὶ τεναγώδους δηλ. ἢ ἑλώδους, Ἡρόδ. 1. 202· ἐν καθαρῷ λειμῶνι Θεόκρ. 26. 5· ἐν ἡλίῳ καθαρῶ, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὑπό… σκιᾷ, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε καθαρόν, ἀφῃρέθη, «ἔλειψε», Ἡρόδ. 7. 183· καθαρὰς ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας, ἱστάναι τὰ δίκτυα ἐν τόπῳ ἀνοικτῷ, Ξεν. Κυν. 6, 6: - μετὰ γεν., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων, ἀπηλλαγμένη τῶν σημείων, Ἡρόδ. 2. 38· καθαρὸν τῶν προβόλων, ἐπὶ φρουρίου, Ἀρρ. Ἀν. 2. 21, 7. 3) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας· παρ’ Ὁμήρῳ, θάνατος καθαρός, ὁ ἁπλοῦς, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, διότι ὁ δι’ ἀγχόνης ἐθεωρεῖτο μιαρός, καθαρῷ θανάτῳ Ὀδ. Χ. 462· ἢ θάνατον οὐ καθαρὸν τὸν δι’ ἀγχόνης ὑπομένουσιν Φίλων 2. 610: - τὸ πλεῖστον ἀντίθετον τῷ μυσαρός, ἐλεύθερος ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ἀμόλυντος, καθαρός, ἀμίαντος, νόος Θέογν. 89· χεῖρες Αἰσχύλ. Εὐμ. 313· καθαρὸς χεῖρας Ἡρόδ. 1. 35, Ἀντιφῶν 310. 30, Ἀνδοκ. 12 ἐν τέλει· καθ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Κρατ. 405Β· ἰδίως ἐπὶ προσώπων, καθαρὸς μετὰ μίασμα, ἱκέτης προσῆλθες καθαρὸς ἀβλαβὴς δόμοις Αἰσχύλ. Εὐμ. 474, πρβλ, Σοφ. Ο. Κ. 548, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, βωμοί, θύματα, δόμοι, μέλαθρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 655, Εὐρ. Ι. Τ. 1163, κτλ.: - μετὰ γεν., καθαρὸς ἀπό τινος πράγματος, καθαρὸς ἐγκλημάτων Ἀντιφῶν 120. 24· ἀδικίας, κακῶν, κτλ., τὸ τοῦ Ὀρατίου sceleris purus, Πλάτ. Πολ. 496Ε, Κρατ. 403Ε, Ξεν. Οἰκ. 20, 20, κτλ.· ὁ τῶν κακῶν καθ. τόπος Πλατ. Θεαίτ. 177Α· καθ. τὰς χεῖρας φόνου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ 864Ε· Κόρινθον... ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαρὰν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 6· ὡσαύτως, καθ. ἀπό τινος Δίων Κ. 37. 24: - καθαραὶ ἡμέραι, Λατ. dies fasti, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἀποφράδας, Πλάτ. Νόμ. 800D. 4) ἀντίθετον τῷ θολερός, ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέει καθαρὸς (ὁ Βορυσθένης) παρὰ θολεροῖσι Ἡρόδ. 4. 53· ἐπὶ ὕδατος ἐν γένει καὶ ἄλλων πραγμάτων, καθαρὰ ὕδατα Εὐρ. Ἱππ. 210· δρόσοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 96· καθαρὰ καὶ διαφανῆ ὑδάτια Πλάτ. Φαῖδρ. 229Β· οὕτω, καθ. φάος, φέγγος Πινδ. Π. 6. 14, 9. 159· πνεῦμα καθ. οὐρανοῦ Εὐρ. Ἑλ. 867· καθαρὸς ἄρτος Ἡρόδ. 2. 40· χρυσὸς αὐτόθι 166· σῖτος Ξεν. Οἰκ. 18, 8· ἀργύριον Θεόκρ. 15. 36· ἄκρατος καὶ καθ. νοῦς Ξεν. Κύρ. 8. 7, 30· χροαὶ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 3. 12· φωναὶ ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 25 κτλ. 5) ἐπὶ καταγωγῆς, ἀντίθετον τῷ ξένος, καθαρός, γνήσιος, σπέρμα θεοῦ Πινδ. Π. 3. 27· πόλις Εὐρ. Ἴων 673· τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, δηλ. ἦσαν πολῖται γνήσιοι τὴν καταγωγήν, Θουκ. 5. 8, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 506, καὶ ἴδε κατωτ. 7· καθαρόν, «παρρησιαστικόν, εἰλικρινές, γνήσιον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1015· καθ. Τίμων, καθαρὸς καὶ ἁπλοῦς, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1549· καθαρὸς δοῦλος, «οἰονεῖ ἀπηκριβωμένος Α. Β. 105. 5, Ἀντιφάνης, ἐν «Ἀγροίκῳ»10. 6) ἐπὶ γλώσσης, καθαρεύουσα, ἀμιγής, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 2, πρὸς Γναῖον Πομπ. 2: - ἀλλὰ παρὰ Γραμματικοῖς ἐπὶ φωνήεντος οὗ προηγεῖται ἕτερον φωνῆεν, Δράκων π. Μέτρ. 22. 7) ὁ ἄνευ μώμου ἢ ἐλλείψεως εἰς τὸ εἶδος του, τέλειος, ἄμμωνος, ἀνεπίληπτος, ὁ καθ. στρατός, τὸ καθαρόν του στρατοῦ, τὸ ὑγιῶς ἔχον μέρος τοῦ στρατοῦ, τὸ ἄριστον, Ἡρόδ. 1. 211., 4. 135· ἴδε ἀνωτ. 5. 9) ἀκριβής, ἂν καθαραὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι, ἂν ὁ λογαριασμὸς εἶναι ἀκριβής, «σωστός», Δημ. 303. 22, ἔνθα ἴδε Dissen. ΙΙ. Ἐπίρρ., ἁγνῶς καὶ καθαρῶς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 121, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 335· καθαρῶς γεγονέναι, ἐκ καθαροῦ αἵματος, Ἡρόδ. 1. 147. 2) ἔχων καθαρὰς χεῖρας, καθαρῶς, τιμίως, σὺν δίκη… καὶ κ. Θέογν. 198· δικαίως καὶ κ. Δημ. 127. 5· ἁπλῶς, καθ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Πλάτ. Φαίδ. 108C. 3) σαφῶς, λέγειν Ἀριστοφ. Σφ. 631, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 35· λέξις καθαρῶς καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Ἰσοκρ. 83Α· καθ. γνῶναι, εἰδέναι Ἀριστοφ. Σφ. 1045, Πλάτ. Φαίδ. 66D, E· καθαρώτατα ἀποδεῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 426Α 4) ὁλοκλήρως, Δίων Κ. 36. 8. (Ἐκ τῆς √ΚΑΘ γίνονται καὶ αἱ λέξεις καθαίρω, κάθαρσις κλ.· πρβλ. Σανσκρ. ←udh, ←udhâmi (purifico, lustro)· Λατ. cast-us. Ἀρχ. Σαξον. hed-ar, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γέρμ. heid-ur).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
pur :
1 sans tache, sans souillure, propre : εἵματα OD vêtements sans tache ; au sens mor. pur de toute souillure : καθαρός τινος (ἀδικίας, φόνου, etc.) ATT pur de souillure (injustice, meurtre, etc.);
2 pur de tout mélange : ἄρτος HDT pain de bonne qualité, pur ; χρυσός HDT or pur ; en parl. de l’eau limpide ; en parl. du son net, pur ; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε THC tous ceux des Athéniens qui faisaient partie de l’expédition étaient purement des citoyens, càd des citoyens sans mélange d’étrangers ; en parl. de l’intelligence καθαρὸς νοῦς XÉN esprit net;
3 pur de toute fraude;
4 exempt d’infirmité : τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ HDT la partie valide de l’armée;
5 nettoyé, débarrassé de tout obstacle ; vide : ἐν καθαρῷ IL dans un espace libre ; ἐν καθαρῷ βῆναι SOPH s’avancer librement ; ἐν καθαρῷ οἰκεῖν PLAT vivre en plein air ; διὰ καθαροῦ ῥέειν HDT couler librement;
Cp. καθαρώτερος.
Étymologie: R. skr. çudh « purifier », çundhâmi « je purifie ».

English (Autenrieth)

clean, fair, clear; of an open space, Il. 8.491; fig., of an honorable death, Od. 22.462.

English (Slater)

κᾰθᾰρός (-οῦ; -ᾷ, -άν; -ῷ, -όν.)
   a act., purifying νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ (others interpr. as pass.) (O. 1.26)
   b pass., unsullied: honest πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον (O. 4.16) Ὀρτυγίας τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων (O. 6.93) φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν (P. 3.15) (πλοῦτον) ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (P. 5.2) διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ (Casaubon: κιθάραι codd. Athenaei) fr. 122. 16. of light, clear, φάει δὲ ἐν καθαρῷ (P. 6.14) Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος (P. 9.90) κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 4. of place, unobstructed κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον (O. 6.23) εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν (I. 5.23) pro subs., Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε in the open (O. 10.45)
   c frag. ]καθαρὸν δ[ (Pae. 8.90)