βίος

From LSJ
Revision as of 14:10, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βίος Medium diacritics: βίος Low diacritics: βίος Capitals: ΒΙΟΣ
Transliteration A: bíos Transliteration B: bios Transliteration C: vios Beta Code: bi/os

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A life, i. e. not animal life (ζωή), but mode of life (cf. εἰ χρόνον τις λέγοι ψυχῆς ἐν κινήσει μετα βατικῇ ἐξ ἄλλου εἰς ἄλλον βίον ζωὴν εἶναι Plot.3.7.11), manner of living (mostly therefore of men, v. Ammon. p.32 V.; but also of animals, διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Epicr.11.14, cf. X.Mem.3.11.6, etc.; also ζῆν φυτοῦ βίον Arist. GA736b13); ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον Od. 15.491; ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύειν 18.254; αἰῶνα βίοιο Hes.Fr.161; τὸν μακρὸν τείνειν βίον A.Pr.537 (lyr.); ὁ καθ' ἡμέραν β. S.OC1364; βίον διαγαγεῖν Ar.Pax 439; τελεῖν S.Ant.1114; διατελεῖν Isoc.6.45; διέρχεσθαι βίου τέλος dub.in Pi.I.4(3).5; τελευτᾶν Isoc.4.84; ὑπ' ἄλλου τελευτῆσαι β. Pl.Lg.870e; ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω X.Cyr.8.7.17; τέρμα βίου περᾶν S.OT1530; ὁδὸς βίου Isoc.1.5, cf. X.Mem.2.1.21; διὰ βίου Arist.Pol.1272a37; prov., ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος 'the Golden Age', Id.Ath.16.7; so Ταρτησσοῦ β. Him.Ecl.10.11; β. ζωῆς Pl.Epin.982a (cf. βιοτή) ; ζῆν θαλάττιον β. Antiph.100; ἀμέριμνον ζῆν β. Philem.92.8; λαγὼ β. ζῆν δεδιὼς καὶ τρέμων D.18.263; σκληρὸς τῷ β. Men.Georg.66: rarely in pl., Alex.116.6 and 11, Men.855; τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ β.; Pl.Lg.733d, cf. Arist.EN1095b15, Pol.1256a20.    2 in Poets sts. = ζωή, βίον ἐκπνέων A.Ag.1517 (lyr.); ἀποψύχειν S.Aj.1031; φείδεσθαι βίου Id.Ph.749; νοσφίζειν τινὰ βίου ib.1427, etc.    3 lifetime, ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων β. Hdt.6.109; τῶν ἐπὶ τοῦ σοῦ β. γεγονότων λόγων Pl.Phdr. 242a, cf. PMagd.18.7 (iii B. C.), etc.    II livelihood, means of living (in Hom. βίοτος), βίος ἐπηετανός Hes.Op.31, Pi.N.6.10; τὸν βίον κτᾶσθαι, ποιεῖσθαι, ἔχειν ἀπό τινος, to make one's living off, to live by a thing, Hdt.8.106, Th.1.5, X.Oec.6.11; ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ' ἑλών S.Ph.931, cf. 933, 1282; κτᾶσθαι πλοῦτον καὶ βίον τέκνοις E. Supp.450; πλείον' ἐκμοχθεῖν β. ib.451; β. πολύς ib.861; ὀλίγος Ar. Pl.751; βίον κεκτημένος Philem.99.4; ὁ ῐδιος β. private property, AJA17.29 (i B. C.), cf. SIG762.40, Iamb.VP30.170; β. Δημήτριος, = corn, A.Fr.44.    III the world we live in, 'the world', οἱ ἀπὸ τοῦ β., opp. the philosophers, S.E.M.11.49; simply ὁ βίος Id.P.1.211; ὁ β. ὁ κοινός ib. 237; μυθικὰς ὑποθέσεις ὧν μεστὸς ὁ β. ἐστί Ph.1.226; ἐκκαθαίρειν τὸν β., of Hercules, Luc.DDeor.13.1; τὸν βίον μιμούμενοι, of comic poets, Sch. Heph.p.115C.; also, 'the public', ἵνα ὁ β. εἰδῇ τίνα δεῖ μετακαλεῖσθαι Sor.1.4.    IV settled life, almost, = abode, ἐν τῇ Θρᾳκίᾳ νήσῳ βίους ἱδρύσαντο D.H.1.68, cf. 72.    V a life, biography, as those of Plu., Thes.1, cf. Ph.2.180.    VI caste, διεῖλε τὸ πλῆθος εἰς τέτταρας β. Str.8.7.1.    VII wine made from partly dried unripe grapes, Plin.HN14.77.    VIII Astrol., the second region, Paul.Al.L.2. (Cf. Skt. jīv´s 'alive', j[imacracute]vati 'live', Lat. uīvus, etc.)

German (Pape)

[Seite 445] ὁ, das Leben; eigentlich Nebenform von βία, die Lebenskraft, die Stärke; vgl. ζάλος ζάλη, κύμβος κύμβη, πέτρος πέτρα, πλάνος πλάνη, πύλος πύλη, ὕδρος ὕδρα, χλόος χλόα, χνόος χνόη, χρόος χρόα, χύτρος χύτρα; αἶθρος αἴθρα, κοῖτος κοίτη, οἶμος οἴμη; χῶρος χώρα; σφαῖρος σφαῖρα; δραγμός δραγμή, δεσμός δεσμή oder δέσμη; ἄνδραχνος ἀνδράχνη, ἕσπερος ἑσπέρα, θάλαμος θαλάμη, κάλαμος καλάμη, στέφανος στεφάνη, χάραδρος χαράδρα. Bei Hom. βίος dreimal: Odyss. 15, 491 ἀνδρὸς δώματ' ἀφίκεο ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐνδυκέως, ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον; 18, 254. 19, 127 εἰ κεῖνός γ' ἐλθὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. Bei den Folgenden: 1) das Leben, von Pind. an, bei Tragg., u. in Prosa überall. Nach den Gramm. von ζωή, dem bloßen Existiren eines Geschöpfes, so unterschieden, daß es nur das Leben vernünftiger Wesen bezeichnet; doch sagt Xen. Mem. 3, 11, 6 βίος φαλάγγων; Nicarch. 17 (XI, 397) ἡμιόνων; – Lebenszeit, Lebensdauer, im Ggstz von θάνατος; sehr gew. βίον ζῆν, διάγειν, διατελεῖν, διατρίβειν, διεξάγειν, διέρχεσθαι; Ggstz τελευτᾶν; s. auch ἀποῤῥηγνύναι, ἀποψύχειν, ἐκλείπειν, ἐκπλῆσαι, καταστρέφειν, μεταλλάττειν; – ἐπὶ τοῦ σοῦ βίου, bei deinen Lebzeiten, Plat. Phaedr. 242 a; pleon. ζωῆς βίος Epinom. 982 a; Plut. Consol. Apoll. p. 350. – 2) das Leben u. Wirken, Lebensart, Lebenswandel, VLL. ἐπιτήδευμα; vgl. B. A. 30, der β. θαλάττιος, ῥητορικός aufführt; Arist Eth. Nic. 1, 5 βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός, θεωρητικός; vgl. Plat. Legg. V, 733 d u. sonst; Gewerbe, D. Hal. 2, 28. – 3) Lebensunterhalt, ἐπηετανός Hes. O. 31; βίον ἔχειν 42; βίον καὶ πλοῦτον κτᾶσθαι Eur. Suppl. 450; ἀπ' ἔργων ἀνοσίων Her. 8, 106; ἑτέρωθεν Aeschin. 1, 195; βίον πορίζειν τινί Ar. Vesp. 706; ὁπόθεν βίον ἕξει Plut. 534; βίον ποιεῖσθαι ἐντεῦθεν Thuc. 1, 5, davon leben; ἀπὸ γεωργίας Xen. Oec. 6, 11; ἀπὸ θαλάσσης ἔχειν Plut. Symp. 8, 8, 2; βίον συλλέγεσθαι ἀπό τινος Plat. Legg. XI, 936 b; ἀγείρειν Theocr. 14, 40; ὁ βίος αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θαλάττης Xen. Hell. 7, 1, 2; von Thieren, Mem. 3, 11, 6. – 4) bei Arist. u. bes. Sp., wie Luc. Tim. 4, 25 Hel. 1, 6, die Lebenden, die Welt; Gramm. ἐν u. παρὰ τῷ βίῳ, im gewöhnlichen Leben, vgl. B. A. 113, 25 καθ' οὗ ὁ βίος τάσσει, der gew. Sprachgebrauch. – 5) Wohnort, βίους ἱδρύσαντο Dion. Hal. 1, 68. – 6) Lebensbeschreibung, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

βίος: ὁ, οὐχὶ ἡ τῶν ζῴων ἔμψυχος ὕπαρξις (ζωή), ἀλλὰ κατάστασις ζωῆς, τρόπος ζωῆς, (διὸ καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων, ἴδε Ἀμμών. σ. 30· διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 14· ἀλλ. ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 6), ζώεις δ’ ἀγαθὸν βίον Ὀδ. Ο. 491· ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύειν Σ. 254., Τ. 127· αἰῶνα βίοιο Ἡσ. Ἀποσπ. 172. 1 Gottl.· – ἀκολούθως παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι, τὸν μακρὸν β. τείνειν Αἰσχύλ. Πρ. 537· ὁ καθ’ ἡμέραν β. Σοφ. Ο. Κ. 1364· βίον διάγειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 439· τελεῖν Σοφ. Ἀντ. 1114· διατελεῖν Ἰσοκρ. 125Β· διέρχεσθαι Πίνδ. Ι. 4. 7· τελευτᾶν Ἰσοκρ., Πλάτ., κτλ.· τέρμα βίου περᾶν Σοφ. Ο. Τ. 1530· ὁδὸς βίου Ἰσοκρ. 2Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21· διὰ βίου Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 11, κτλ. – ὡσαύτως, βίος ζωῆς Πλάτ. Ἐπινομ. 982Α· οὕτω, ζόας βιοτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 664· ζῆν θαλάττιον βίον Ἀντιφ. Ἐφεσ. 1· ἀμέριμνον ζῆν βίον Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 7. 8· λαγὼ βίον ἔζης δεδιὼς καὶ τρέμων Δημ. 314. 21· σπαν. κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41, Ἄλεξ. Κυβ. 1. 6 καὶ 11, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 291· τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ βίοι; Πλάτ. Νόμ. 733D, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 3, Πολ. 1. 8, 4 κἑξ. 2) ἐνίοτε παρὰ ποιηταῖς = ζωή, βίον ἐκπνεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1517· ἀποψύχειν Σοφ. Αἴ. 1031· φείδεσθαι βίου ὁ αὐτ. Φ. 749· νοσφίζειν τινὰ βίου αὐτόθι 1427, κτλ. 3) ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς, ὁ χρόνος τῆς ζωῆς, Ἡρόδ. 6. 109, Πλάτ. Φαίδρ. 242Α. ΙΙ. τὰ μέσα πρὸς ζωήν, εἰσόδημα, περιουσία, κτλ. (παρ’ Ὁμ. βίοτος), βίος ἐπηετανὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 31, Πίνδ. Ν. 6. 19· τὸν βίον κτᾶσθαι, ποιεῖσθαι, ἔχειν ἀπό τινος, πορίζομαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἔκ τινος, ἀποζῶ ἔκ τινος πράγματος, Ἡρόδ. 8. 106, Θουκ. 1. 5, κτλ.· ἀπεστέρηκας τὸν βίον, δηλ. τὸ τόξον καὶ τὰ βέλη του, Σοφ. Φ. 931, πρβλ. 933, 1282 (ἴδε βιοστερής)· κτᾶσθαι πλοῦτον καὶ βίον τέκνοις Εὐρ. Ἱκέτ. 450· πλείον’ ἐκμοχθεῖν β. αὐτόθι 451· β. πολὺς 861· ὀλίγος Ἀριστοφ. Πλ. 751. ΙΙΙ. ὁ κόσμος ἐν ᾧ ζῶμεν· οἱ ἀπὸ τοῦ βίου, ἐναντίον τοῦ οἱ φιλόσοφοι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 49· ἐκκαθαίρειν τὸν β., ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Λουκ. Θ. Διαλ. 13. 1. IV. κατοικία, κατοίκησις, διαμονή, ἐν Θρᾳκίᾳ βίους ἱδρύσαντο Διον. Ἁλ. 1. 68, 72. V. βιογραφία, ἔκθεσις τοῦ βίου τινός.., οἷαι αἱ τοῦ Πλουτάρχου, ὃ ἴδε, Θησ. 1, πρβλ. Φίλωνα 2. 180. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ βιοτή, βίοτος, βιόω, Λατ. vivo, vivus, vita, victus, ἴδε ζάω· πρβλ. Σανσκρ. giv, ģivâmi (vivo) ģivi-

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. vie, càd :
1 la vie en soi, l’existence : ὁ καθ’ ἡμέραν βίος SOPH la vie de chaque jour ; ζώειν ἀγαθὸν βίον OD vivre d’une vie heureuse ; λάγω βίον ζῆν DÉM vivre une vie de lièvre (toujours tremblant et craintif);
2 temps de la vie, durée de la vie;
3 condition de vie, genre de vie;
4 p. ext. c. ζωή souffle de vie;
II. moyen de vivre, moyens d’existence, ressources pour vivre ; βίος ὀλίγος AR ressources pour vivre modiques ; βίον ἔχειν ἀπό τινος XÉN vivre de qch (de l’agriculture, etc.) ; βίον ποιεῖσθαι THC se procurer des ressources pour vivre ; ἀποστερεῖν τὸν βίον SOPH enlever (à qqn) le moyen de vivre ; fortune ; ◊ prov. βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος la vie sans moyens de vivre, ce n’est pas une vie;
III. récit d’une vie, biographie ; Βίοι παράλληλοι « Vies mises en parallèle », titre d’un ouvrage de Plutarque.
Étymologie: R. ΒιϜ > Βι, vivre ; lat. vivo, vita, etc.

English (Autenrieth)

life. (Od.)