φορέω

From LSJ
Revision as of 17:50, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορέω Medium diacritics: φορέω Low diacritics: φορέω Capitals: ΦΟΡΕΩ
Transliteration A: phoréō Transliteration B: phoreō Transliteration C: foreo Beta Code: fore/w

English (LSJ)

Ep. subj. 3sg.

   A φορέῃσι Od.5.328, 9.10; Ep. inf. φορῆναι (as if from *φόρημι) Il.2.107, 7.149, Od.17.224; φορήμεναι Il.15.310: impf. ἐφόρεον(-εο- syniz.) Od.22.456, 3sg. ἐφόρει Il.4.137; Ion. φορέεσκον 2.770, 13.372: fut. φορήσω Scol.9 (cf. Ar.Lys.632), X.Vect.4.32; later φορέσω LXX Pr.16.23: aor. ἐφόρησα IG42(1).121.95 (Epid., iv B. C.), Call.Dian. 213, Ep. φόρησα Il.19.11, (δια-, ἐκ-) Is.6.43,42; later ἐφόρεσα LXX Si.11.5, f.l. in Is.4.7, Aristid.Or.48(24).80, Sammelb.7247.33 (iii/iv A. D.):—Med., fut. φορήσομαι Hsch.; in pass. sense, Plu.2.398d: aor. ἐφορησάμην (ἐξ-) Is.6.39:—Pass., Aeol. pres. φορήμεθα Alc.18.4: aor. ἐφορήθην (ἐν-) Plu.2.703b: pf. πεφόρημαι Pl.Ti.52a; plpf. πεφόρητο Orph.A.816:—Frequentat. of φέρω, implying repeated or habitual action, ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.770, cf. 10.323; τά τε νῆες φορέουσι Od.2.390; of a slave, ὕδωρ ἐφόρει 10.358, cf. Il.6.457; μέθυ οἰνοχόος φ. Od.9.10; θαλλὸν ἐρίφοισι φ. 17.224; of the wind, bear to and fro, bear along, ἄνεμος ἄχνας φορέει Il.5.499, cf. 21.337, Od.5.328; σώματα . . κύμαθ' ἁλὸς . . φορέουσι 12.68; τόφρα δέ μ' αἰεὶ κῦμα φ. 6.171; so ἀγγελίας ἐφόρεε conveyed messages habitually, served as a messenger. Hdt.3.34 (nisi leg. ἐσεφόρεε) ; φ. θρεπτήρια, of Oedipus carrying about food in a wallet, like a beggar, S.OC1262; λόγχαν ἔτη ἐφόρησε ἓξ ἐν τᾷ γνάθῳ IG42(1).121.95 (Epid . . iv B. C.): abs., ἐγ γαστρὶ ἐφόρει τρία ἔτη was pregnant, ib. 14:—Pass., v. infr.11.    2 most commonly of clothes, armour, and the like, bear constantly, wear, [σκῆπτρον] ἐν παλάμῃς φ. δικασπόλοι Il. 1.238; μίτρης ἣν ἐφόρει 4.137; θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε 13.372, cf. Od.15.127, Hdt.1.71, etc.; φ. ἐσθήματα S.El.269; στολάς Id.OC 1357; ζεῦγος ἐμβάδων Ar.Eq.872; ἱμάτιον Id.Pl.991, Pl.Tht.197b; δακτύλιον Ar.Pl.883.    3 of features, qualities, etc., of mind or body, possess, hold, bear, ἀγλαΐας φ. to be pompous or splendid, Od.17.245; φ. ὄνομα S.Fr.658; ἦθος Id.Ant.705; δόξαν Arch.Pap. 1.220 (ii B. C.); ἕνα γομφίον μόνον φ. Ar.Pl.1059; γλῶτταν Pl.Com. 51; ἀπόνοιαν φορεῖς you are mad, PGrenf.1.53.15 (iv A. D.); with gen. or adj. added, σκέλεα φ. γεράνου Hdt.2.76; ἰσχυρὰς φ. τὰς κεφαλάς Id.3.12, cf. 101; ποδώκη τὸν τρόπον φ. Trag.Adesp.519; γένειον διηλιφὲς φ. S.Fr.564; ὑπόπτερον δέμας φ. E.Hel.619; λῆμα θούριον φ. Ar.Eq.757; ῥύγχος φ. ὕειον Anaxil.11; καλάμινα σκέλη φ. Pl. Com.184; ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φ. Com.Adesp.208; τὸ στόμ' ὡς κομψὸν φ. Alex.98.21 (troch.).    4 bear, suffer, Phld.Lib.pp.59,62O. (dub. l. in both), Plu.2.692d, Opp.C.1.298.    5 of Time, extend, last, ἃ φορεῖ ἐπὶ ἡμέρας δεκαπέντε dub. sens. in PFlor.384.54 (v A. D.).    II Pass., to be borne along, ἐν ῥοθίοις A.Th. 362 (lyr.); φορούμενος πρὸς οὖδας S.El.752; κόνις δ' ἄνω φορεῖθ' ib. 715; ἄνω τε καὶ κάτω φ. E.Supp.689; πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. Id.Hec.29, cf. Plu.2.398d; πεφορημένον ἀεί always in motion, Pl.Ti. 52a: hence, to be storm-tossed, νᾶϊ φορήμεθα σὺν μελαίνᾳ Alc.18.4, cf. Ar.Pax144; ποσσὶ φ. Theoc.1.83, cf. Bion 1.23: metaph., δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Pl.Epin.976a.    2 to be carried away, Th.2.76; simply, to be shifted, Dam.Pr.293.    III Med., fetch for oneself, fetch regularly, E.El.309; λευκανίηνδε φορεύμενος putting food into one's mouth, A.R.2.192.

German (Pape)

[Seite 1299] inf. praes. bei Hom. (wie von φόρημι) φορῆναι u. φορήμεναι, Il. 2, 107. 7, 149. 15, 310 Od. 17, 224, – Nebenform von φέρω, mit verstärkter Bdtg, die Fortsetzung u. Dauer der Handlung bezeichnend, obwohl der Unterschied, bes. bei den Dichtern, nicht immer hervortritt, vgl. Lob. Phryn. p. 585, – tragen, bringen, in den verschiedenen Beziehungen von φέρω; σκῆπτρον ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι Il. 1, 238; οὓς Κῆρες φορέουσι μελαινάων ἐπὶ νηῶν 8, 528; ἄνεμος ἄχνας φορέει 5, 499; ὕδωρ Od. 10, 358 u. öfter; ἵππους, οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλείωνα Il. 10, 323, wie ἵπποι, οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Π. 2, 770; τά τε νῆες ἐΰσσελμοι φορέουσιν Od. 2, 390; vom Harnisch, Il. 15, 530 u. öfter; vom Schilde, 13, 407 Od. 22, 105; – auch übertr. von dauernden Eigenschaften, an sich haben, ἀγλαΐας φορέειν, prunkenden Sinn hegen, 17, 245, wie Soph. μὴ νῦν ἓν ἦθος μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει, Ant. 701; λῆμα θούριον Ar. Equ. 574; – von Kleidern, Soph. El. 261 O. C. 1359; σκῆπτρον ὁὐφόρει ποτὲ αὐτός El. 412; φορεῖν ἐμβάδας Ar. Equ. 869; ἱμάτιον Plat. Theaet 197 b Phaed 87 c; – ἰσχυρὰς φορέειν τὰς κεφαλάς Her. 3, 12; ἀγγελίας φορέειν, gewöhnlich Botschaft bringen, als Bote dienen, un Nachrichten zu überbringen, 3, 34. 53. 122; – λευκανίηνδε φορεύμενος, d. i. essend, Ap. Rh. 2, 192. – Pass. hingerissen werden, πατρὸς κατ' εὐχὰς δυσπότμους φορούμενοι Aesch. Spt. 801, vgl. 344; φορούμενος πρὸς οὖδας Soph. El. 742; κόνις δ' ἄνω φορεῖτο 705; u. in Prosa, ἄμετρα γὰρ δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Plat. Epin. 976 a.

Greek (Liddell-Scott)

φορέω: Ἐπικ. ὑποτ. γϳ ἑνικ., φορέῃσι Ὀδ. Ε. 328., Ι. 10· Ἐπικ. ἀπαρ., φορῆναι (ὡς ἐξ ὁριστ. φόρημι) Ἰλ. Β. 107., Η. 149, Ὀδ. Ρ. 224· καὶ φορήμεναι Ἰλ. Ο. 310 ― παρατατ. ἐφόρεον (ἢ ἐφόρευν) Ὀδ. Χ. 456. 3, ἑνικ. ἐφόρει Ἰλ. Δ. 137· Ἰων. φορέεσκον Β. 770., Ν. 372· ― μέλλ. φορήσω Σχόλ. 3 Bgk., (πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 632), Ξεν. Πόροι 4. 32· μεταγεν. φορέσω Ἑβδ. (Παροιμ. ΙϚϳ, 23), Χρησμ. Σιβ. 8. 294· ― ἀόρ. ἐφόρησα Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 213, Ἐπικ. φόρησα Ἰλ. Τ. 11, (δια-, ἐκ-) Ἰσαῖος· μεταγεν. ἐφόρεσα, Ἀριστείδ., Ἑβδ., διάφορ. γραφ. παρ’ Ἰσαίῳ 47. 10 ― πρκμ. πεφόρηκα Ἑρμ. Ποιμὴν σ. 97. ― Μέσ., μέλλ. φορήσομαι Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ., Πλούτ. 2. 398D ― ἀόρ. ἐφορησάμην (ἐξ-) Ἰσαῖος 60. 16, κλπ.· ― Παθητ., ἀόρ. ἐφορήθην, ἴδε ἐμφορέω· ― πρκμ. πεφόρημαι Πλάτ. Τίμ. 52Α· ὑπερσ. πεφόρητο Ὀρφ. Ἀργον. 819· Θαμιστ. τοῦ φέρω, σημαῖνον ἐνέργειαν ἐπαναλαμβανομένην ἢ συνήθη (ὥστε τὸ φέρω δύναται νὰ τεθῇ ἀντὶ τοῦ φορέω, ἀλλ' οὐχὶ τὸ φορέω ἀντὶ τοῦ φέρω, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 585), ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλείωνα Ἰλ. Β. 770, πρβλ. Κ. 323 τά τε νῆες φορέουσιν Ὀδ. Β. 390· ἐπὶ δούλης, ὕδωρ ἐφόρει Κ. 358, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 457· μέθυ οἰνοχόος φ. Ὀδ. Ι. 10· θαλλὸν ἐρίφοισι φ. Ρ. 224· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μεταφέρω τῇδε κἀκεῖσε. παραφέρω, παρασύρω, ἄχνας ἄνεμος φορέει Ἰλ. Ε. 499, πρβλ. Φ. 337, Ὀδ. Ε. 328· κύμαθ’ ἁλός... φορέουσι θύελλαι Μ. 68· τόφρα δέ μ’ αἰεὶ κῦμα φ. Ζ. 171· οὕτως, ἀγγελίας φορέω, φέρω ἀγγελίας συνήθως, ὑπηρετῶ ὡς ἀγγελιαφόρος, ἔχω τὸ ἔργον τοῦ ἀγγελιαφόρου, Ἡρόδ. 3. 34 (ἀγγελίην φέρω, σημαίνει ἁπλῶς φέρω ἀγγελίας, δίδω εἴδησιν (ἅπαξ), αὐτόθι 53)· φ. θρεπτήρια, ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος φέροντος πάντοτε τὴν τροφήν του ἐντὸς πήρας ὥς τις ἐπαίτης, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1262. 2) συνηθέστατα ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὁπλισμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, φέρω συνήθως, εἶμαι ἐνδεδυμένος, φορῶ, ὡς τὸ Λατ. gesto, [[[σκῆπτρον]]] ἐν παλάμης φ. δικασπόλοι Ἰλ. Α. 238· μίτρης δ', ἣν ἐφόρει Ξ. 137· θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε Ν. 372· πρβλ. Ὀδ. Ο. 127, Ἡρόδ. 1. 71, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐσθήματα φοροῦντ’ ἐκείνῳ ταὐτὰ Σοφ. Ἠλ. 269· στολὰς ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ. 1357· ἐμβάδας Ἀριστοφ. Ἱππ. 872· ἱμάτιον ὁ αυτ. ἐν Πλαν. 991, Πλάτ. Θεαίτ. 197Β· δακτύλιον Ἀριστοφ. Πλ. 883· ἀκολούθως, 3) ἐπὶ ἰδιοτήτων ψυχῆς καὶ σώματος, ἔχω, ἀγλαΐας φορέειν, εἶμαι πομπώδης ἢ λαμπρός, Ὀδ. Ρ. 246· φ. ὄνομα Σοφ. Ἀποσπ. 573· ἦθος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 705· ἕνα γομφίον μόνον φ. Ἀριστοφ. Πλ. 1059· λῆμα θούριον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 757· γλῶτταν Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Διὶ Κακουμένῳ» 4· μάλιστα συναπτομένου καὶ προσδιορισμοῦ ἢ κατηγορουμένου, σκέλεα φ. γεράνου Ἡρόδ. 2. 76· ἰσχυρὰς φορ. τὰς κεφαλὰς ὁ αὐτ. 3. 12, πρβλ. 101· ποδώκη τὸν τρόπον... φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 258· γένειον διηλιφὲς φ. Σοφ. Ἀποσπ. 148· ὑπόπτερον δέμας φ. Εὐρ. Ἑλ. 618· θούριον λῆμα φορ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 757· ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην τότε Ἀναξίλας ἐν «Καλυψοῖ» 1· καλάμινα σκέλη φ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13· ἵνα θεωρῶσ’ οἱ παρόντες τὸ στόμα ὡς κομψὸν φορεῖ Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 21· ὡσαύτως, 4) ὑπομένω, ὑποφέρω, Πλούτ. 2. 692C, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 297. ΙΙ. Παθ., φέρομαι ἢ μεταφέρομαι βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐν ῥοθίοις Αἰσχύλ. Θήβ. 362· φορούμενος πρὸς οὖδας Σοφ. Ἠλ. 752· κόνις δ’ ἄνω φορεῖτ’ αὐτόθι 715· ἄνω τε καὶ κάτω φ. Εὐρ. Ἱκ. 689· πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 29· πεφ ρημένον ἀεί, πάντοτε ἐν κινήσει, Πλάτ. Τίμ. 52Α· ― ἐντεῦθεν, παρασύρομαι ὑπὸ τῆς θυέλλης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 144· ποσσὶ φ. Θεόκρ. 1. 83, πρβλ. Βίωνα 1. 23· ― μεταφορ., φορήσεται ἐν φήμαις Πλούτ. 2. 398D, πρβλ. Πλάτ. Ἐπινομ. 976Α. 2) μεταφέρομαι, λαμβάνομαι, ἐν ταρσοῖς καλάμου πηλὸν ἐνείλλοντες, ἐσέβαλλον ἐς τὸ διῃρημένον, ὅπως μὴ διαχεόμενον, ὥσπερ ἡ γῆ, φοροῖτο, «διὰ νὰ μὴ σκορπίζηται καθῶς τὸ ἁπλοῦν χῶμα καὶ τραβᾶται ἔσωθεν πρὸς τὴν πόλιν» (Δούκας), Θουκ. 2. 7β. ΙΙΙ. Μέσ., λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω συνήθως, Εὐρ. Ἑλ. 309· λευκανίηνδε φορεύμενος, θέτων τροφὴν εἰς τὸ στόμα του, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 192· πρβλ. ἐμφέρομαι, προσφέρομαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐφόρουν, f. φορήσω, ao. ἐφόρησα, pf. πεφόρηκα;
Pass. ao. ἐφορήθην, pf. πεφόρημαι;
1 porter çà et là ; particul. porter des nouvelles çà et là, colporter des nouvelles;
2 porter d’habitude ; particul. porter d’habitude sur soi (un vêtement, une parure, des armes, etc.) : κεφαλὰς ἰσχυράς HDT avoir des crânes durs et fermes ; ἓν ἦθος μόνον SOPH se tenir obstinément à une seule volonté ; ἀγλαΐας OD montrer des sentiments d’orgueil;
3 supporter (du vin pur);
4 emporter, entraîner;
Moy. φορέομαι-οῦμαι porter pour soi.
Étymologie: φέρω.

English (Autenrieth)

(φέρω), φορέει, subj. φορέῃσι, opt. φοροίη, inf. φορέειν, φορῆναι, φορήμεναι, ipf. (ἐ)φόρεον, iter. φορέεσκον, aor. φόρησεν, mid. ipf. φορέοντο: bear or carry habitually or repeatedly, ὕδωρ, μέθυ, κ 3, Od. 9.10; hence wear, Il. 4.137, etc.; fig., ἀγλαΐᾶς, ‘display,’ Od. 17.245.

English (Slater)

φορέω (πεφόρητο plupf. pass.)
   1 carry along πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Δᾶλος) Πα. 7B. 49. γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων (Musurus: φορεῖτε codd. Athenaei: “il se laisse emporter,” van Groningen) fr. 123. 9.

Spanish

llevar

English (Strong)

from φόρος; to have a burden, i.e. (by analogy) to wear as clothing or a constant accompaniment: bear, wear.