γνωστός

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωστός Medium diacritics: γνωστός Low diacritics: γνωστός Capitals: ΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: gnōstós Transliteration B: gnōstos Transliteration C: gnostos Beta Code: gnwsto/s

English (LSJ)

γνωστή, γνωστόν, collat. form of γνωτός (q.v.),
A known, A.Ch.702, S. OT361, Fr.203, Pl.Tht.205d, X.HG2.3.44, etc.; γνωστόν, τό, common knowledge, τινός PAmh.145.9 (iv/v A. D.). Adv. γνωστῶς = clearly, LXX Pr.27.23, Eust.1540.1.
2 knowable, Arist.Metaph.1016b20, AP0.64b37, etc.; γνωστὰ σαρκός bodily symptoms (of anger), Phld. Ir.p.24 W.
II pl., as substantive, = γνώριμοι, notables, Sm.Pr.31.23; acquaintance, friend, Ev.Luc.2.44,al.
III Act., knowing, dub. in LXX Ge.2.9 (γνωστικός ap.Ph.1.37).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): fem. -ά IG 5(2).516.34 (Licosura I d.C.)
I 1de abstr. que ha sido aprehendido, conocido γνωστὸν ὅτι es conocido que X.HG 2.3.44, Act.Ap.28.22, ὅπως ᾖ πᾶσιν ἀνθρώποις γνωστὰ ἁ ... εὐεργεσία IG l.c., τὰ αὐτὰ γνωστά Olymp.in Alc.179.16, cf. Vett.Val.217.8
subst. τὸ γνωστόν = conocimiento τὸ γ. τοῦ Θεοῦ Ep.Rom.1.19, τὸ γνωστὸν τῆς πρὸς ἀλλήλους συνηθείας el conocimiento de nuestra mutua intimidad, PAmh.145.9 (IV/V d.C.).
2 de concr. bien conocido, familiar τόποι ... γνωστοί Aen.Tact.16.19
de pers. muy conocido S.Fr.203, Sm.Pr.31.23, γνωστὴ τοῦ αὐτοῦ Θωνίου una buena amiga del tal Tonio, PLaur.60.17 (III d.C.)
más frec. allegado, familiar, Orac.Sib.1.76, Cyr.Al.M.73.1044C, Hsch.s.u. γνωτοί
subst. οἱ γνωστοί = los familiares, los allegados ἐμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπ' ἐμοῦ LXX Ps.87.9, οἱ γνωστοί αὐτοῦ LXX 4Re.10.11, ἐν τοῖς συγγενεῦσιν καὶ τοῖς γνωστοῖς Eu.Luc.2.44, ὁ γ. τοῦ ἀρχιερέως Eu.Io.18.16.
II 1reconocible, inteligible, comprensible εἰπεῖν γνωστόν S.OT 361, συλλαβαὶ γνωσταὶ καὶ ῥηταί Pl.Tht.205d, γνωστὰ λέγειν τοῖσι δημότῃσιν Hp.VM 2, γνωστὸν δέ ἐστιν ἢν χωρέῃ φλεγματώδεα Hp.Mul.1.9, cf. 12, γ. σημεῖον γέγονεν δι' αὐτῶν Act.Ap.4.16.
2 fil. que puede ser aprehendido, cognoscible, aprehensible op. ‘opinable’ καὶ ἔσται γ. τε καὶ δοξαστὸν τὸ αὐτό; Pl.R.478a, ἀρχὴ ... τοῦ γνωστοῦ περὶ ἕκαστον τὸ ἕν Arist.Metaph.1016b20, op. ἄγνωστον Epicur.Nat.28 p.49, Dam.Pr.26, τὸ δι' αὑτοῦ γνωστόν Arist.APr.64b37, (τὰ) κατὰ τὴν αἴσθησιν ... γνωστά Epicur.Ep.[2]68, γνωστὰ σαρκός signos externos físicos (de la ira), Phld.Ir.7.12, τὸ θεῖον Procl.Inst.123, ἡ πίστις Clem.Al.Strom.2.4.16, cf. Plu.2.947a, Hippol.Haer.6.24.4
subst. τὸ γνωστόν = el objeto de conocimiento πᾶσα γνῶσις τοῦ γνωστοῦ ὁμοίωσις Porph.Sent.25, cf. Dam.Pr.81.
III que conoce, que permite conocer τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ el árbol de la ciencia que conoce el bien y el mal LXX Ge.2.9.
IV adv. γνωστῶς = de forma reconocible, de un modo claro γ. ἐπιγνώσῃ LXX Pr.27.23, ἐν ἀπορρήτῳ δὲ καὶ οὐ γ. ἔλεγεν Origenes Io.19.5, γ. κραυγάσαι Eust.1540.1.

German (Pape)

[Seite 499] 1) was erkannt werden kann, erkennbar, Soph. O. R. 361; Plat. Theaet. 205 b u. öfter, wie Folgde. – 2) bekannt, befreundet, Aesch. Ch. 691; bei Sp. öfter.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu'on peut connaître;
2 connu, qui est une connaissance, un ami.
Étymologie: γιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωστός -ή -όν γιγνώσκω
1. bekend, begrepen:; γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι mij bekend en niet onbekend Soph. OT 568; subst. plur.. οἱ γνωστοί bekenden NT Luc. 23.49.
2. kenbaar, duidelijk:. γνωστὸν ὅτι ἀληθῆ λέγω je ziet dat ik de waarheid spreek Xen. Hell. 2.3.44.

Russian (Dvoretsky)

γνωστός:
1 известный, знакомый: γ. γενέσθαι Aesch. представиться, познакомиться; εἰ γνωστὸν ὅτι ἀληθῆ λέγω Xen. чтобы (точнее если угодно) убедиться в том, что я говорю правду;
2 доступный познанию, познаваемый Plat.;
3 понятный Soph.

Middle Liddell

later form of γνωτός
known, to be known, Aesch., Soph., Xen.

English (Strong)

from γινώσκω; well-known: acquaintance, (which may be) known, notable.

English (Thayer)

γνωστή, γνωστόν, known: τίνι, R L; γνωστόν ἔστω ὑμῖν be it known to you: notable, γνοωστον ποιεῖν to make known, disclose: G T Tr WH (others construe γνωστά as predicate of ταῦτα: R. V. marginal reading who doeth these things which were known; cf. Meyer at the passage). τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ, either that which may be known of God, or equivalent to γνῶσις τοῦ Θεοῦ, for both come to the same thing: Winer's Grammar, 235 (220) (and Meyer (edited by Weiss) at the passage). plural οἱ γνωστοί acquaintance, intimates, Aeschylus down.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γνωστός, -ή, -όν)
1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος
2. φανερός
3. γνώριμος, οικείος
αρχ.-μσν.
1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί
2. επίσημος, ξακουστός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά
συμπτώματα, σημάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γνωστός αντί γνωτός (< γίγνομαι) με -σ- που μπορεί να ερμηνευθεί από αναλογική επίδραση τών γνώστης, γνωστήρ.

Greek Monotonic

γνωστός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος του γνωτός, γνωστός, αυτός που μπορεί να γίνει γνωστός, σε Αισχύλ., Σοφ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

γνωστός: ή όν, ἰσοδύναμος τύπος τῷ γνωτὸς (ὃ ἴδε), ὅστις ἔχει γνωσθῆ ἢ δύναται νὰ γνωσθῇ, Αἰσχύλ. Χο. 702, Σοφ. Ο.Τ. 361, Πλάτ. Θεαιτ. 205Β, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 44, κτλ.― Ἐπίρρ. –τῶς, καθαρῶς, σαφῶς, Ἑβδ. (Παροιμ. κζ΄, 23), Εὐστ. 1540.1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (πρβλ. γνωτός ΙΙ), = γνώριμοι, οἱ ἐπίσημοι, οἱ προέχοντες, Σύμμ. Π. Δ. (Παροιμ. λα΄, 23).

Chinese

原文音譯:gnostÒj 格挪士拖士
詞類次數:形容詞(15)
原文字根:知道的 相當於: (דַּעַת‎) (דָּעָה‎ / יָדַע‎)
字義溯源:熟悉的,知道的,顯明的,認識的,相識的,朋友的,親近的;源自(γινώσκω)*=知道)。這字有兩個基本的意義:
1)認識的,熟識的;(形容詞)
2)認識的人,熟識的人;(形容詞作名詞用)
出現次數:總共(15);路(2);約(2);徒(10);羅(1)
譯字彙編
1) 知道(4) 徒1:19; 徒2:14; 徒4:10; 徒28:28;
2) 曉得(2) 徒13:38; 徒28:22;
3) 認識(2) 約18:16; 羅1:19;
4) 知(1) 徒19:17;
5) 就顯明了(1) 徒15:18;
6) 便顯明的(1) 徒9:42;
7) 一件明顯的(1) 徒4:16;
8) 認識的(1) 約18:15;
9) 熟識的人(1) 路2:44;
10) 熟識的(1) 路23:49

English (Woodhouse)

familiar, well-known, capable of being known

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Arabic: مَعْلُوم‎; Catalan: conegut; Cebuano: giila; Czech: známý; Danish: kendt; Finnish: tunnettu; French: connu; Galician: coñecido, sabido; Georgian: ცნობილი, სახელოვანი; German: bekannt; Gothic: 𐌺𐌿𐌽𐌸𐍃; Greek: γνωστός; Ancient Greek: γνώριμος, γνωστός; Hindi: मालूम, ज्ञात; Hungarian: ismert; Latin: notus; Norwegian: kjent; Old Czech: věst; Old East Slavic: вѣстъ; Persian: شناخته‎; Polish: wiadomy; Portuguese: conhecido; Quechua: riqsisqa; Russian: известный; Sanskrit: ज्ञात; Scots: kent; Slovak: známy; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Spanish: conocido; Swedish: känd; Turkish: bilinen; Ukrainian: відомий; Urdu: معلوم‎; Welsh: hysbys, gwybyddus