ζηλόω
English (LSJ)
(ζῆλος):
I c. acc. pers., vie with, emulate, τινα Th.2.37, Pl.R.553a, Michel 1007.29 (Teos, ii B.C.):—Pass., Phld.Rh.1.125S., etc.: c.acc. rei, Th.2.64; in bad sense, to be jealous of, envy, ζηλοῖ δέ τε γείτονα γείτων Hes.Op.23, cf. h.Cer.168, 223, Theoc.6.27; τὴν αὑτοῦ γυναῖκα LXX Si.9.1: abs., to be jealous, 1 Ep.Cor.13.4; ζηλώσαντες through jealousy, Act.Ap.7.9.
b c. acc. pers., to be jealous for, LXX Nu.11.29.
2 esteem or pronounce happy, admire, praise, τινά τινος one for a thing, S.El.1027, Isoc.4.91; ζηλῶ σε τῆς εὐβουλίας Ar.Ach.1008 (lyr.); τῆς εὐγλωττίας Id.Eq.837; τῆς εὐτυχίας τὸν πρέσβυν Id.V.1450 (lyr.); τοῦ πλούτου X.Smp.4.45; τινὰ ἐπί τισι IG 12(5).860.47 (Tenos, i B.C.): more rarely, ζ. τινά τι S.Aj.552; ζ. σε ὁθούνεκα… A.Pr.332; τὴν πόλιν, ὅτι… X.HG6.5.45; πολλά σε ζηλῶ βίου, μάλιστα δ' εἰ… S.Fr.584: c. part., σε ζ. θανόντα πρὶν κακῶν ἰδεῖν βάθος A.Pers.712 (troch.), cf.E.Or.521: iron., ζηλῶ σε happy in your ignorance! Id.Med.60; ὑμῶν οὐ ζηλοῦμεν τὸ ἄφρον Th.5.105:—Pass., to be deemed fortunate, ὑπό τινων Pl.Phdr.232a.
II c. acc.rei, desire emulously, strive after, affect, ὁ μὲν δόξης ἐπιθυμεῖ καὶ τοῦτ' ἐζήλωκε D.2.15; ἀρετήν Id.20.141; ἀστρολογίαν Epicur.Ep.2p.53U.; μάθησιν PSI1.94.9 (ii A.D.); πίστιν Cod.Just.1.1.3.2:—Pass., ἡ ἀρετὴ ὑπὸ πάντων τῶν ἀνθρώπων ζηλοῦται Lys.2.26; τὰ ζηλούμενα Arist.Rh. 1360b34.
III also of persons, pay zealous court to, Ep.Gal.4.17:—Pass., ib.18.
German (Pape)
[Seite 1139] (s. ζῆλος), 1) nacheifern, τινά, Hes. O. 23; vgl. bes. Thuc. 2, 64 ὁ δρᾶν τι βουλόμενος καὶ αὐτὸς ζηλώσει · εἰ δέ τις μὴ κέκτηται, φθονήσει; gleichbedeutend mit μιμέομαι, 2, 37, wie Isocr. 12, 16; ὁ παῖς τὸν πατέρα ζηλοῖ Plat. Rep. VIII, 553 a, vgl. Prot. 326 a; τὰ ζηλούμενα παρὰ πᾶσιν, dem Alle nachjagen, Arist. rhet. 1, 5. – Bewundern, preisen, ζηλῶ σε τοῦ νοῦ Soph. El. 1027; πολλά σε ζηλῶ βίου frg. 516; ὑμᾶς τῆς τέχνης Plat. Ion 530 b; τὴν πόλιν τῆς μάχης Isocr. 4, 91; auch σὲ – τοῦτο, Soph. Ai. 548; σὲ ζηλῶ θανόντα, daß du gestorben bist, Aesch. Pers. 698; Eur. Or. 521; = μακαρίζω, Thuc. 5, 105, womit es Isocr. 12, 260 vrbdí. Bei Eur. Med. 59 ablehnend, ich bewundere dich, daß du so fragen kannst, ich bitte dich! - 2) beneiden, H. h. Cer. 168; bes. Sp.; eifersüchtig sein, LXX., N.T. – 31 übh. mit Eifer nach Etwas streben, δωρεάς Dem. 20, 154; τοῦτο (sc. δόξαν λαμβάνειν) ἐζήλωκε 2, 15; auch Sp. S. unten ζηλωτός.
French (Bailly abrégé)
ζηλῶ :
avoir de l'ardeur, brûler de, d'où
I. rechercher avec ardeur, chercher à égaler, à imiter, acc.;
II. envier :
1 en b. part louer, approuver : τινά τινος, τινά τι qch de qqn ; louer qqn de qch ; σὲ ζηλῶ θανόντα ESCHL je t'envie d'être mort ; ζ. τινα ὁθούνεκα ESCHL, ὅτι XÉN porter envie à qqn, càd l'estimer heureux de ce que, etc.
2 en mauv. part jalouser, envier : τινά τι porter envie à qqn au sujet de qch.
Étymologie: ζῆλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζηλόω, Dor. ζᾱλόω [ζῆλος] benijden, afgunstig zijn (op), jaloers zijn (op), met acc.:; ταχά σε ζηλώσει ἀεργός snel zal wie niets doet jaloers op je worden Hes. Op. 312; οἱ πατριάρχαι ζηλώσαντες τὸν Ἰωσὴφ ἀπέδοντο εἰς Αἴγυπτον omdat de stamvaders jaloers waren op Jozef verkochten ze hem als slaaf aan de Egyptenaren NT Act. Ap. 7.9; abs.. ἡ ἀγάπη... οὐ ζηλοῖ de liefde kent geen afgunst NT 1 Cor. 13.4. benijden, bewonderen: met acc..; ζηλῶ σε ik benijd je Eur. Med. 60; met acc. en gen..; ζηλῶ σε τοῦ νοῦ ik benijd je om je verstand Soph. El. 1027; ζηλῶ σε τῆς εὐβουλίας ik benijd je om je weldenkendheid Aristoph. Ach. 1008; met acc. en acc. v. h. inw. obj..; καίτοι σε... τοῦτό γε ζηλοῦν ἔχω toch kan ik je althans hierom benijden Soph. Ai. 552; med..; καλὸν δὲ ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ πάντοτε het is goed als men altijd ijvert voor een goede zaak NT Gal. 4.18; pass..; ἡ ὑπὸ σοῦ ζηλουμένη Ἀφροδίτη Aphrodite die door jou zo vereerd wordt Luc. 49.17; overdr. proberen te evenaren, nadoen, met acc.: ὅταν.. παῖς... ζηλοῖ τὸν πατέρα wanneer de zoon probeert zijn vader te evenaren Plat. Resp. 553a. geestdriftig zoeken, nastreven: met acc. v. h. inw. obj.. δόξης ἐπιθυμεῖ καὶ τοῦτ’ ἐζήλωκε hij verlangt naar roem en dat is zijn ambitie (dat is wat hij nastreeft) Dem. 2.15.
Russian (Dvoretsky)
ζηλόω: дор. ζᾱλόω
1 соревноваться, усердно следовать, (стремиться) подражать (ζηλοῖ γείτονα γείτων Hes.; τοὺς τῶν πέλας νόμους Thuc.; τὸν πατέρα Plat.): νέοις ζηλοτέον τοὺς γέροντας Plut. юноши должны подражать старикам;
2 ревностно добиваться, страстно стремиться (τι и ἐπί τινι Arst.; δόξαν Dem.; τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα NT): τὰ ζηλούμενα παρὰ πᾶσιν Arst. предметы или цели всеобщих стремлений;
3 относиться с восхищением, восхвалять, прославлять (ὑπὸ τῶν ἄλλων ζηλοῦσθαι Plat.; ἡ ἀρετὴ ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων ζηλοῦται Lys.);
4 смотреть с завистью, завидовать (τινα οὐ καλῶς NT); ζ. τινά τινος Soph., Arph., Plat., Isocr. или τινά τι Soph. завидовать кому-л. в чем-л.; οὔττω γὰρ ἡ τάλαινα παύεαι γόων - Ζηλῶ σ᾽, ἐν ἀρχῇ πῆμα ирон. Eur. разве несчастная (Медея) не перестала стонать? - Завидую тебе (что ты так можешь думать), т. е. да что ты, мучение только начинается.
English (Strong)
from ζῆλος; to have warmth of feeling for or against: affect, covet (earnestly), (have) desire, (move with) envy, be jealous over, (be) zealous(-ly affect).
Greek Monotonic
ζηλόω: (ζῆλος), μέλ. -ώσω,
I. 1. με αιτ. προσ., φιλοτιμούμαι, προσπαθώ να μιμηθώ ή να μοιάσω με κάποιον, Λατ. aemulari, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· με αρνητική σημασία, ζηλεύω, φθονώ κάποιον, τρέφω ζηλότυπα αισθήματα για κάποιον, σε Ησίοδ., Θεόκρ.· απόλ., είμαι ζηλόφθονος, σε Καινή Διαθήκη
2. θεωρώ ή αποκαλώ, ανακηρύσσω κάποιον ευτυχισμένο, μακαρίζω, επαινώ· ζηλόω τινά τινος, θαυμάζω κάποιον για κάτι, σε Σοφ., Αριστοφ.· ειρωνικά, ζηλῶ σε, «ευτυχισμένος είσαι μέσα στην άγνοιά σου!», σε Ευρ.
II. 1. με αιτ. πράγμ., επιθυμώ κάτι διακαώς, παλεύω με ζήλο για να επιτύχω ή να αποκτήσω κάτι, σε Δημ. — Παθ., σε Πλάτ. κ.λπ.
2. Παθ. επίσης, λέγεται για πρόσωπα, κατακυριεύομαι από το πάθος της ζηλοτυπίας, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
ζηλόω: (ζῆλος), Ι. μετ’ αἰτ. προσώπου, φιλοτιμοῦμαι, προσπαθῶ νὰ μιμηθῶ, Λατ. aemulari, τινὰ Θουκ. 2. 37, 64, Πλάτ., κλ.· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ζηλεύω τινά, φθονῶ (πρβλ. ζῆλος Ι. 1), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 23, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 168, 223· ζηλοῦσ’ ἄταν διὰ παντὸς δυσδαίμον’ (Κόντος ζηλοῦσα τὸν... Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 603) Εὐρ. Ι. Τ. 1117, Θεόκρ. 6. 27· τὴν αὑτοῦ γυναῖκα Ἑβδ. (Σειρὰχ θ΄, 1)· - ἀπολ., εἶμαι ζηλότυπος, Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 4· ζηλώσαντες, ζηλοτυπήσαντες, Πράξ. Ἀπ. ζ΄, 9. 2) θεωρῶ τινα εὐδαίμονα, θαυμάζω, μακαρίζω, τινά τινος, τινὰ διά τι πρᾶγμα, Σοφ. Ἠλ. 1027, πρβλ. Ἰσοκρ. 59B· ζηλῶ σε τῆς εὐβουλίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1010· τῆς εὐγλωττίας ὁ αὐτ. Ἱππ. 837· τῆς εὐτυχίας τὸν πρέσβυν ὁ αὐτ. Σφηξ. 1450· σπανιώτερον, ζ. τινά τι Σοφ. Αἴ. 552· ζ. σε ὁθούνεκα..., Αἰσχύλ. Πρ. 330· ὅτι... Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 45· πολλά σε ζηλῶ βίου, μάλιστα δ’ εἰ... Σοφ. Ἀποσπ. 516· μετὰ μετοχ., ζ. σε θανόντα πρὶν κακῶν ἰδεῖν βάθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 712, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 52· - εἰρωνικῶς, ζηλῶ σε, σὲ καλοτυχίζω διὰ τὴν ἄγνοιαν, Εὐρ. Μηδ. 60, πρβλ. Valck. Φοιν. 405, Θουκ. 5. 105. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., μετὰ ζήλου ποθῶ, ἀγωνίζομαι πρός τι, ὁ μὲν δόξης ἐπιθυμεῖ καὶ τοῦτο ἐζήλωκε Δημ. 22. 18, πρβλ. 500. 2. - Παθ., Πλάτ. Φαίδρ. 232A, κτλ., ἡ αρετὴ ζηλοῦται Λυσ. 193. 12· τὰ ζηλούμενα Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 5. ΙΙΙ. καὶ ἐπὶ προσώπων, Ἐπιστ. Γαλ. δ΄, 17· παθ., αὐτόθ. 18.
Middle Liddell
ζηλόω, fut. -ώσω ζῆλος
I. c. acc. pers. to rival, vie with, emulate, Lat. aemulari, Soph., Thuc., etc.: —in bad sense, to be jealous of, envy, Hes., Theocr.:— absol, to be jealous, NTest.
2. to esteem or pronounce happy, admire, praise, τινά τινος one for a thing, Soph., Ar.: ironical, ζηλῶ σε happy in your ignorance! Eur.
II. c. acc. rei, to desire emulously, strive after, Dem.:—Pass., Plat., etc.
2. Pass. also of persons, to be impelled by zeal, NTest.
Chinese
原文音譯:zhlÒw 色羅哦
詞類次數:動詞(12)
原文字根:沸 相當於: (קִנְאָה)
字義溯源:感到熱情,願望,熱烈,熱心,切慕,憤恨,嫉妒;源自(ζῆλος)=熱力);而 (ζῆλος)出自(ζέω)*=熱)。參讀 (ἐπιθυμέω)同義字
出現次數:總共(12);徒(2);林前(4);林後(1);加(3);雅(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 嫉妒(3) 徒7:9; 林前13:4; 雅4:2;
2) 你們要切慕(2) 林前12:31; 林前14:39;
3) 我以⋯嫉妒(1) 林後11:2;
4) 要熱心(1) 啓3:19;
5) 熱心(1) 加4:18;
6) 他們熱心(1) 加4:17;
7) 起了嫉妒的(1) 徒17:5;
8) 要切慕(1) 林前14:1;
9) 你們熱心待(1) 加4:17
Lexicon Thucydideum
aemulari, to rival, emulate, 2.37.1, 2.43.4, 2.64.4, 5.105.3.
Translations
envy
Albanian: resë; Arabic: حَسَدَ; Egyptian Arabic: حسد; Armenian: նախանձել; Bau Bidayuh: bidoki; Belarusian: зайздросціць; Bulgarian: завиждам; Catalan: envejar; Cebuano: sina, suya; Chinese Mandarin: 羡慕; Czech: závidět; Dutch: benijden, afgunstig zijn; Esperanto: envii; Faroese: øvunda; Finnish: kadehtia; French: envier; Galician: envexar; Georgian: შეშურება; German: beneiden; Greek: ζηλεύω, φθονώ; Ancient Greek: ἀγάω, ἄγαμαι, ἀγαίομαι, ἀποφθαλμόομαι, ἀποφθαλμοῦμαι, ἀποφθαλμιόομαι, βασκαίνω, διαφθονέω, διαφθονῶ, ἐπιβλέπω, ζαλλεύω, ζαλόω, ζαλῶ, ζηλεύω, ζηλοτυπέω, ζηλοτυπῶ, ζηλόω, ζηλῶ, φθονέω, φθονῶ; Hungarian: irigyel; Indonesian: cemburu; Irish Old Irish: for·muinethar; Italian: invidiare; Japanese: 羨む; Kazakh: қызғану; Korean: 부럽다; Latin: invideo; Macedonian: завидува; Maori: kōhaehae; Middle English: envien; Old English: æfestegian; Persian: حسادت ورزیدن, رشک ورزیدن; Polish: zazdrościć; Portuguese: invejar; Romanian: invidia; Russian: завидовать; Serbo-Croatian Cyrillic: завидети, завидјети; Roman: zavideti, zavidjeti; Slovak: závidieť; Slovene: zavidati; Spanish: envidiar; Swedish: avundas; Tamil: பொறாமை; Thai: ริษยา, อิจฉา; Turkish: kıskanmak; Ukrainian: заздрити; Zazaki: peğil biyen
praise
Aghwan: 𐔰𐕔𐕙𐔴; Albanian: lëvdoj, lavdëroj, mburr; Arabic: مَدَحَ, أَثْنَى, أَطْرَى, حَمِدَ; Egyptian Arabic: حمد, مدح, شكر في; Moroccan Arabic: حمد, مدح, شكر, شكر في; Armenian: գովել; Aromanian: alavdu; Assamese: গুণ গা, বখান, প্ৰসংশা কৰ; Azerbaijani: öymək, tərifləmək; Bashkir: маҡтау; Belarusian: хвалі́ць; Breton: meuliñ; Bulgarian: хваля; Catalan: lloar; Chinese Cantonese: 讚/赞, 讚美/赞美; Mandarin: 讚揚/赞扬, 稱讚/称赞, 表揚/表扬, 誇獎/夸奖, 讚美/赞美; Cornish: gormel, praysya; Czech: chválit; Danish: rose; Dutch: loven, prijzen, eren; Esperanto: laŭdi; Estonian: ülistama; Faroese: rósa; Finnish: ylistää, kehua, palvoa; French: louer, féliciter, prôner, vénérer; Friulian: laudâ; Galician: loar, gabar; German: loben, preisen; Gothic: 𐌷𐌰𐌶𐌾𐌰𐌽; Greek: επαινώ, εγκωμιάζω; Ancient Greek: ᾄδειν, ᾄδω, ἀείδω, ἀείρω, ἀέρρω, αἰνέω, αἰνῶ, αἴρω, δοξοποιέω, δοξοποιῶ, ἐγκωμιάζω, ἐπαινετέω, ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ἐπαινῶ, εὖ λέγω, εὐκλεΐζω, εὐλογέω, ζαλόω, ζαλῶ, ζηλεύω, ζηλόω, ζηλῶ, κλεΐζω, κλῄζω, κληΐζω, μακαρίζω, προσπαίζω, ὑμνείω, ὑμνέω, ὑμνῶ; Hebrew: שיבח \ שִׁבֵּחַ; Hindi: तारीफ़ करना; Hungarian: dicsér, méltat, dicsőít; Icelandic: hrósa; Ido: laudar; Irish: mol, cuach; Old Irish: molaidir; Italian: lodare, elogiare; Japanese: 褒める, 称える, 讃える, 賞賛する; Korean: 칭찬하다; Kurdish Northern Kurdish: pesinandin, pesn dan, meth kirin; Ladino: loar; Latin: laudo; Latvian: slavēt; Lithuanian: gìrti, pagìrti; Lombard: lodà; Macedonian: фали; Malay: memuji; Malayalam: പ്രശംസിക്കുക, വാഴ്തുക, പുകഴ്തുക; Mansaka: bantog; Manx: moyl; Maore Comorian: usifu; Mirandese: agabar; Ngazidja Comorian: uhimiɗia; Norwegian: rose; Occitan: lausar; Old Church Slavonic Cyrillic: хвалити; Old English: herian; Old Norse: hrósa; Persian: ستودن, تعریف کردن; Polish: chwalić, pochwalić; Portuguese: louvar, enaltecer, elogiar; Punjabi: ਵਡਿਆਉਣਾ; Romanian: lăuda, slăvi, proslăvi; Romansch: ludar, luder, lodar; Russian: хвалить, похвалить, восхвалять, превозносить; Sami Kildin Sami: кыҋҋтэ; Sanskrit: ईडयति, स्तौति; Sardinian: alabai, alabare; Scottish Gaelic: mol, luaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити; Roman: hvaliti; Slovak: chváliť, pochváliť; Slovene: hvaliti; Spanish: alabar, elogiar, ensalzar, enaltecer, loar; Swahili: shangilia; Swedish: berömma; Tajik: таъриф кардан, сутудан; Telugu: పొగడు, భజించు, మెచ్చుకొను; Thai: ยกย่อง, สรรเสริญ; Tocharian A: päl-; Tocharian B: päl-; Turkish: övmek, methetmek; Ukrainian: хвалити; Urdu: تعریف کرنا; Vietnamese: khen ngợi; Welsh: canmol, clodfori, moli, moliannu; Yiddish: לויבן; Zulu: -bonga, -dumisa; ǃXóõ: da̰ã