φαρμακεία

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκείᾱ Medium diacritics: φαρμακεία Low diacritics: φαρμακεία Capitals: ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ
Transliteration A: pharmakeía Transliteration B: pharmakeia Transliteration C: farmakeia Beta Code: farmakei/a

English (LSJ)

ἡ,
A use of drugs, especially of purgatives, Hp.Aph.1.24, 2.36 (both pl.), PCair.Zen.18.5 (iii B. C.), Gal.15.447, etc.; αἱ ἄνω φαρμακείαι, i.e. emetics, Arist.Pr.962a3; of abortifacients, Sor.1.59: generally, the use of any kind of drugs, potions, or spells, Pl.Lg.933b: pl., Id.Prt. 354a, Ti.89b, Men.535.9.
2 poisoning or witchcraft, D.40 57, Plb.6.13.4, POxy.486.21 (ii A. D.); αἱ περὶ τὰς φαρμακείας, = αἱ φαρμακίδες, Arist.HA572a22.
II metaph., remedy, παιδιὰς προσάγειν φαρμακείας χάριν Id.Pol.1337b41.

German (Pape)

[Seite 1255] ἡ, das Geben, Brauchen einer Arznei, eines Heilmittels, Zaubermittels oder Giftes; Plat. oft im plur., wie Prot. 354 a Legg. VIII, 845 e; neben κακουργία Dem. 40, 57.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
emploi de médicaments ; médicaments;
NT: magie, sorcellerie ; sortilège, philtre, enchantement.
Étymologie: φαρμακεύω.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκεία:
1 медикамент, лекарство Xen., Plat.: αἱ ἄνω φαρμακεῖαι Arst. рвотные средства;
2 отравление (φ. ἢ ἄλλη κακουργία Dem.): αἱ περὶ τὰς φαρμακείας Arst. собирательницы ядовитых зелий, т. е. колдуньи;
3 отрава, яд (ὀλέθριος φ. Plut.);
4 ведовство, волшебство NT.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκείᾱ: ἡ, (φαρμακεύω) ἡ χρῆσις φαρμάκων μάλιστα δὲ καθαρτικῶν, Ἱππ. Ἀφορ. 1244, 1245· αἱ ἄνω φ., ὅ ἐστι τὰ ἐμετικά, Ἀριστ. Προβλ. 33. 5· ― καθόλου, ἡ χρῆσις παντὸς φαρμάκου οἱουδήποτε, πώματος ἢ μαγείας, Πλάτ. Νόμ. 933Β· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 354Α, ἐν Τιμ. 89Β, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6. 2) δηλητηρίασις ἢ μαγεία, Λατιν. veneficium, Δημ. 1025. 11, Πολύβ. 6. 13, 4· αἱ περὶ τὰς φαρμακείας = αἱ φαρμακίδες, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 10. ΙΙ. καθόλου, θεραπεία, φαρμακείας χάριν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 3, 4.

English (Strong)

from φαρμακεύς; medication ("pharmacy"), i.e. (by extension) magic (literally or figuratively): sorcery, witchcraft.

English (Thayer)

(φάρμακον) φαρμάκου, τό, from Homer down, a drug; an enchantment: Tr marginal reading WH text in R. V. sorceries), for φαρμακεία, which see (in b.).]

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φαρμακεύω
1. η χρησιμοποίηση δηλητηριώδους ή μαγικού φαρμάκου
2. η παροχή δηλητηρίου με κύριο σκοπό τη διάπραξη εγκλήματος, δηλητηρίαση
νεοελλ.
(νομ.) δόλια ή εξ αμελείας δηλητηρίαση ανθρώπου, που αποτελεί περίπτωση ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης, ανάλογα με την πρόθεση του δράστη και το αποτέλεσμα της αδικοπρακτικής του δράσης
αρχ.
1. χρήση ή παροχή φαρμάκου, ιδίως καθαρτικού
2. μαγεία
3. χρήση φαρμάκου για θεραπευτικούς σκοπούς, θεραπευτική αγωγή
4. φρ. α) «αἱ ἄνω φαρμακεῖαι» — τα εμετικά (Αριστοτ.)
β) «αἱ περὶ τὰς φαρμακείας» — οι μάγισσες (Αριστοτ.).
ἡ, Α φαρμακεύω
άλλη ονομασία του πτηνού σίττη.

Greek Monotonic

φαρμᾰκείᾱ: ἡ (φαρμακεύω
I. 1. χρήση φαρμάκων, φίλτρων ή μαγείας, σε Πλάτ.
2. δηλητηρίαση, μαγική δράση, Λατ. veneficium, σε Δημ.
II. θεραπεία, φροντίδα, σε Αριστ.

Middle Liddell

φαρμᾰκείᾱ, ἡ, φαρμακεύω
I. the use of drugs, potions, spells, Plat.
2. poisoning, witchcraft, Lat. veneficium, Dem.
II. remedy, cure, Arist.

Chinese

原文音譯:farmake⋯a 法而馬咳阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:麻醉(著) 相當於: (כֶּשֶׁף‎)
字義溯源:葯物,(隱指)邪物,巫術,魔法,邪術;源自(φαρμακεύς)=麻醉師),而 (φαρμακεύς)出自(φαρμακεύς)X*=麻醉品)
同源字:1) (φαρμακεία / φάρμακον)藥物,邪術 2) (φαρμακεύς)麻醉師 3) (φάρμακος)巫師比較: (μαγεία / μαγία)=魔術
出現次數:總共(3);加(1);啓(2)
譯字彙編
1) 邪術(3) 加5:20; 啓9:21; 啓18:23

English (Woodhouse)

art of magic, handling of drugs, use of potions

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

remedy

Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde