ἀκοή

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοή Medium diacritics: ἀκοή Low diacritics: ακοή Capitals: ΑΚΟΗ
Transliteration A: akoḗ Transliteration B: akoē Transliteration C: akoi Beta Code: a)koh/

English (LSJ)

ἡ, Ep. ἀκουή· (ἀκοϝ, cf. ἀκούω):—
A hearing, sound heard, ἕκαθεν δέ τε γίγνετ' ἀ. Il.16.634.
2 thing heard, tidings, μετὰ πατρὸς ἀκουὴν ἱκέσθαι, βῆναι, Od.2.308, 4.701; κατὰ τὴν Σόλωνος ἀκοήν according to Solon's story, Pl.Ti.21a; report, Pi.P.1.84,90; ἀ. σοφοῖς thing for wise men to listen to, ib.9.78; ἀκοῇ ἱστορεῖν, παραλαβεῖν τι by hearsay, Hdt.2.29,148; ἐπίστασθαι Antipho 5.67, Th. 4.126; ἐξ ἀκοῆς λέγειν Pl.Phd. 61d; τὰς ἀ. τῶν προγεγενημένων traditions, Th.1.20; ἀκοαὶ.. λόγων Id.1.73; ἀκοὴν μαρτυρεῖν, ἀκοὴν προσάγειν, give hearsay evidence, bring hearsay evidence, D.57.4; βαρὺν.. ἀκοῆς ψόφον AP6.220 (Diosc.); ἐκ γὰρ ἀκουῆς οἰκτίρω σε ib.7.220 (Agath.).
II sense of hearing, Hdt.1.38, etc.; joined with ὄψις, Pl.Phd. 65b, etc.; οἷς ὦτα μέν ἐστιν, ἀκοαὶδὲ οὐκ ἔνεισιν Ph.1.474.
2 act of hearing, ἐς ἀκοὰν ἐμήν to my hearing, my ear, A.Pr.689; γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι Simon. 41; ὀξεῖαν ἀ... λόγοις διδούς S.El.30; ἀκοῇ κλύειν Id.Ph.1412; ἀκοαῖς δέχεσθαι, εἰς ἀκοὰς.. ἥκειν, E.IT1496, Ph.1480; δι' ἀκοῆς αἰσθάνεσθαι Pl.Lg.900a; ἀκοὴν ὑπειπών demanding a hearing, E.HF962; τοῖς ἀκροάμασι τὰς ἀ. ἀνατεθεικώς Plb.24.5.9.
3 ear, ὀππάτεσσι δ' οὖδεν ὄρημ', ἐπιρρόμβεισι δ' ἄκουαι Sapph.2.12, cf. A.R.4.17; ἀπεσθίει μου τὴν ἀ. Hermipp.52, cf. Pherecr.199; δυσὶν ἀκοαῖς κρίνειν with two ears, Arist.Pol.1287b27, cf. Pr.960a30, Call.Fr.106.5.
III hearing, listening to, ἀκοῆς ἄξιος Pl.Tht.142d; εἰς ἀκοὴν φωνῆς within hearing of... D.S.19.41.
IV obedience, ἀ. ὑπὲρ θυσίαν ἀγαθή LXX 1 Ki.15.22.
V in plural, place where supernatural voices are heard, IG4.955.10 (Epid.), Marin.Procl.32; αἱ ἀ. τοῦ θεοῦ Aristid.Or.47(23).13.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ép. ἀκουή
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1sonido, ruido, ἕκαθεν δέ τε γίγνετ' ἀ. Il.16.634, ποικίλη ἀκοή sonidos variados D.C.48.37.3.
2 noticia, nueva c. gen. obj. φίλου μετὰ πατρὸς ἀκουήν Od.17.43, cf. 14.179, 4.701, ἀκοὴ φωνῆς Pl.Chrm.168d
c. gen. subjet. noticia transmitida por κατὰ τὴν Σόλωνος ἀκοὴν según dice Solón Pl.Ti.21a
cosa dicha ἑτέρων Plu.2.386a, τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων las tradiciones de los antepasados Th.1.20
ἀκοῇ, ἐξ ἀκοῆς, ἀκοήν por lo que se dice, de oídas ἀκοῇ ἱστορεῖν Hdt.2.29, ἀ. παραλαβεῖν Hdt.2.148, ἀ. εἰδέναι Th.1.4, ἀ. νομίζειν op. πείρᾳ αἰσθέσθαι Th.4.81, ἀκοῇ πιστεύειν Ep.Rom.10.16, ἀ. μεμαθηκέναι D.C.50.24.1, ἐξ ἀκοῆς λέγειν Pl.Phd.61d, γράφειν ἀκοήν Paus.5.12.3
jur. ἀκοὴν μαρτυρεῖν, ἀκοὴν προσάγειν = presentar como prueba algo que se ha oído D.57.4.
3 sent. social habladurías, fama ἀστῶν ἀκοά las habladurías de los ciudadanos Pi.P.1.84, ἀκοὴν ἁδεῖαν κλύειν tener buena fama Pi.P.1.90, ἐκ γὰρ ἀκοῆς οἰκτείρω σε te compadezco por tu mala fama, AP 7.220 (Agath.).
4 predicación ἡ πίστεως ἀ. Ep.Gal.3.2.
5 plu. ἀκοαί, αἱ voces sobrenaturales αἱ ἀκοαὶ τοῦ θεοῦ Aristid.Or.47.13.
II 1oído como órgano de percepción sensorial (a veces difícil de distinguir de II 2) en serie con otros, como ὄμμα, γλῶσσα, etc. ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουὴν καὶ γλῶσσαν Parm.B 7.4, ὀππάτεσσι δ' οὐδὲν ὄρημμ', ἐπιβρόμεισι δ' ἄκουαι nada veo con los ojos, me zumban los oídos Sapph.31.12, ἐν δέ οἱ ὄσσε πλῆτο πυρός, δεινὸν δὲ περιβρομέεσκον ἀκουαί sus ojos se llenaban de fuego y sus oídos le zumbaban A.R.4.17, γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι βροτῶν Simon.90.4, μολεῖσθαι λόγους ἐς ἀκοὰν ἐμάν A.Pr.689, εἰς ἀκοὰς ... ἥκει E.Ph.1480, ὀξεῖαν ἀκοὴν ... λόγοις διδούς S.El.30, ἀκοῇ κλύειν S.Ph.1412, ἀκοῇ ἀκούειν LXX Ex.15.26, φήμην ἀκοαῖσι δέδεγμαι E.IT 1496, δι' ἀκοῆς αἰσθάνεσθαι Pl.Lg.900a, εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ λαοῦ Eu.Luc.7.1, ἐν πύλαισιν ἀκοὰν βάλω aplicaré el oído a la puerta E.Or.1281, δυσὶν ἀκοαῖς κρίνειν Arist.Pol.1287b27, αἱ ἀκοαὶ ἤχου μεσταί Hp.Acut.42, cf. VC 2, ref. a las de los dioses que atienden a las súplicas ἀκοαῖς τῆς Ἴσιδος SIS 88.1 (Cálcide III d.C.), cf. SEG 20.700 (Egipto I/II d.C.)
oreja ἀπεσθίει μου τὴν ἀκοήν Hermipp.51, cf. Pherecr.214, Marin.Procl.32.10.
2 sentido del oído en serie c. otros sentidos μήτε τιν' ὄψιν ἔχων πίστει πλέον ἢ κατ' ἀκουὴν ἢ ἀκοὴν ... ὑπὲρ τρανώματα γλώσσης no confies más en la vista que en el oído ni más en el oído que en las manifestaciones de la lengua Emp.B 3.10, ὅσων ὄψις ἀκοὴ μάθησις, ταῦτα ἐγὼ προτιμέω Heraclit.B 55, καὶ σκοτίης (sc. γνώμης) μὲν τάδε σύμπαντα ὄψις, ἀκοή, ὀδμή, γεῦσις, ψαῦσις estos eran en total los (sentidos) del (conocimiento) oscuro (op. al verdadero): vista, oído, olfato, gusto, tacto Democr.B 11, ἆρα ἔχει ἀλήθειάν τινα ὄψις τε καὶ ἀκοὴ τοῖς ἀνθρώποις Pl.Phd.65b, ἀκοὴν ἔχει τὸ ζῷον Arist.de An.435b24, cf. Ph.2.22, οἷς ὦτα μέν ἐστιν, ἀκοαὶ δ' οὐκ ἔνεισιν Ph.1.474.
3 acción de oír o escuchar, audición ἀκοῆς ἄξιος digno de ser escuchado Pl.Tht.142d, εἰς ἀκοὴν φωνῆς dentro del alcance de la voz D.S.19.41, βίου τερπνὰς ἀκοάς alegrías de la vida que entran por el oído E.Med.194.
4 atención ἀκοὴν ὑπειπών pidiendo atención E.HF 962, τοῖς ἀκροάμασι τὰς ἀκοὰς ἀνατεθεικώς dedicando su atención a los espectáculos Plb.23.8.10
obediencia, atención ἀ. ὑπὲρ θυσίαν ἀγαθή LXX 1Re.15.22.
• Etimología: Cf. ἀκούω.

German (Pape)

[Seite 75] ἡ (ἀκούω). 1) der Sinn des Gehörs, διεφθαρμένος τήν ἀκοήν, taub, Her. 1, 38; ἀποστέρησις ἀκοῆς Thuc. 7. 70; oft bei Plat. in Vrbdg mit ὄψις, z. B. Phaed. 65 b; δι' ἀκοῆς αἰσθέσθαι Legg X. 900 a; ἐπιστήμην ἔχειν διὰ τῆς ἀκ. Isocr. 12, 150. – 2) das Organ des Hörens, das Ohr, ἡ ἀκοὴ πάσας φωνὰς δέχεται Xen. Mem. 1, 4, 6; Pherecrat. in B. A. 369, ἀπεσθίει μου τήν ἀκοήν, Hermipp. Ath. XIV, 649 c, vgl. Sopat. Ath. II, 86 a; Plat. Tim. 33 c; τὰς ἀκοὰς ἀποφράττειν Luc. Philop. 1.; so übertr. ξένους λόγους μολεῖσθαι εἰς ἀκοὴν ἐμήν, wie wir: werden mir zu Ohren kommen, Aesch. Prom. 692; ὀξεῖαν λόγοις ἀκοὴν διδούς, ein scharfes Ohr leihen, Soph. El. 30; vgl. τὰς ἀκοὰς ἀνατιθέναι τινί Pol. 24, 5. – 3) das Gehörte, Gerücht, ἀκοῇ κλύειν Soph. Phil. 1348: ἀκοῇ εἰδέναι Thuc. 1, 4; Plat. oft, z. B. Tim. 23 a; Dem. 22, 13; so ἀκοῇ ἱστορέων Her. 2, 29; παραλαβεῖν 2, 148 (ὁπόσων ἀκοὴν παρεδεξάμεθα Tim. 23); ὅσον ἐπὶ μακρότατον οἷοί τ' ἐγενόμεθα ἀκοῇ ἐξικέσθαι 4, 16; τὰ ἀκοῇ λεγόμενα Thuc. 1. 23; ἔλεγε ἀκοῇ Her. 4, 16, wie Eur. I. T. 811; τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων παρ' ἀλλήλων δέχονται, die Traditionen über die früheren Ereignisse, Thuc. 1, 20; ἐξ ἀκοῆς περί τινος λέγειν Phaed. 61 d; ἀκ. παλαιά Tim. 20 d; σκοτειναὶ ἀκοαί Criti. 109 e; ὄψεις καὶ ἀκοαί im plur., Theaet. 156 b; ἀκοήν, nach Hörensagen, Paus 5, 12, 1; ἀκοὴν μαρτυρεῖν, bezeugen, was man gehört hat, Is. 6, 53; Dem., nach dem nur τεθνεῶτος οὐ ζῶντος ἀκ. μαρτ. erlaubt war, 46, 7; so ἀκοὴν τῶι' τετελευτηκότων διαμαρτυρεῖν 44, 55 u. ähnlich ἀκοὴν μηδεμίαν προσάγειν πρὸς τὸν ἀγῶνα, sich nicht auf ein Gerücht berufen, 57, 4; Pind. P. 1. 83 ἀκοὴ ἀστῶν βαρύνει, der Ruf bei den Bürgern. – S. auch ἀκουή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. ouïe, l'un des cinq sens;
II. oreille, organe de l'ouïe;
III. ce qu'on entend, récit, bruit, tradition ; au plur. τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων THC la tradition des événements antérieurs ; ἀκοῇ ἱστορεῖν HDT raconter par ouï-dire ; ἐξ ἀκοῆς λέγειν PLAT parler par ouï-dire ; ἀκοῇ Ἠλέκτρας EUR pour l'avoir entendu dire à Électre;
NT: rumeur ; prédication.
Étymologie: p. *ἀκοϜή ; cf. ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοή: эп. ἀκουή, дор. ἀκοά (ᾰκ) ἡ
1 чувство слуха, слух (ὄψις τε καὶ ἀ. Plat.): διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν Her. лишенный слуха, глухой;
2 ухо: δυσἰν ἀκοαῖς κρίνειν Arst. слушать обоими ушами;
3 слушание, слышание (λόγοι ἄξιοι ἀκοῆς Plat.): εἰς φωνῆς ἀκοήν Diod. на расстояние слышимости;
4 слух, молва, рассказ: ὁ δ᾽ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουήν Hom. он ушел за вестями об отце; ἀκοῇ, ἐξ ἀκοῆς и δι᾽ ἀκοῆς Her., Thuc., Plat. по слухам, понаслышке; αἱ ἀκοαὶ τῶν προγεγενημένων Thuc. сказания о прошлом; ἀκοῇ Ἠλέκτρας Eur. по словам (досл. на основании слышанного от) Электры;
5 слуховое восприятие (ὄψεις τε καὶ ἀκοαί Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοή: ἡ, Ἐπ. ἀκουὴ (ἐπειδὴ τὸ θέμα εἶναι ἀκοF ὡς ἐν τῷ ἀκούω = ἀκόFω): ― ἀκοή, ὁ ἀκουόμενος ἦχος, ἕκαθεν δέ τε γίγνετ’ ἀκουή, Ἰλ. Π. 634. 2) τὸ ἀκουόμενον νέον, εἴδησις, ἀγγελία, μετὰ πατρὸς ἀκουὴν ἱκέσθαι, βῆναι, ὅπως ἀκούσῃ τι νέον περὶ τοῦ πατρὸς αὑτοῦ, Ὀδ. Β. 308., Δ. 701· πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 220· κατὰ τὴν Σόλωνος ἀκοήν, κατὰ τὴν ἱστορίαν τοῦ Σόλωνος, Πλάτ. Τίμ. 21Α, πρβλ. 22Β. 3) τὸ ἀκουσθέν, λόγος, φήμη, Πινδ. Π. 1. 162, 174· ἀκοὰ σοφοῖς, λόγος, πρᾶγμα ἄξιον νὰ ἀκούηται παρὰ σοφῶν, αὐτόθι 9. 135· ἀκοῇ ἱστορεῖν, παραλαβεῖν τι., κτλ., γινώσκειν ἐξ ἀκοῆς, Ἡρόδ. 2. 29, 148, κτλ.· ἐπίστασθαι, Ἀντιφῶν 137. 17, Θουκ. 4. 126· οὕτως, ἐξ ἀκοῆς λέγειν, Πλάτ. Φαίδων 61D· τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων, τὰς παραδόσεις, Θουκ. 1. 20· ἀκοαί… λόγων, ὁ αὐτ. 1. 73· ἀκοὴν μαρτυρεῖν, = μαρτυρεῖν περὶ φήμης τινός, Δημ. 1300, 16· ἀκοὴν προσάγειν, φέρω μαρτυρίαν περὶ φήμης, ἐφ ἧς στηρίζεταί τι, αὐτόθι 14· βαρύν… ἀκοῆς ψόγον, Ἀνθ. Π. 6. 220. ΙΙ. ἡ αἴσθησις τῆς ἀκοῆς, Ἡρόδ. 1. 38, κτλ.· συνδεδεμένον μετὰ τοῦ ὄψις, Πλάτ. Φαίδων 65Β, κτλ.· οἷς ὦτα μέν ἐστιν, ἀκοαὶ δὲ οὐκ ἔνεισιν, Φίλων 1. 474. 2) ἡ ἐνέργεια τῆς ἀκοῆς, τὸ ἀκούειν, ἐς ἀκοὰν ἐμήν, εἰς τὴν ἐμὴν ἀκοήν, εἰς τὸ ἐμὸν οὖς, Αἰσχύλ. Πρ. 690· γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι, Σιμων. 41· ὀξεῖαν ἀκοήν… λόγοις διδούς, Σοφ. Ἠλ. 30· ἀκοῇ κλύειν, ὁ αὐτ. Φ. 1412· ἀκοαῖς δέχεσθαι, εἰς ἀκοὰς ἔρχεταί τι, Εὐρ. Ι. Τ. 1496, Φοίν. 1480· δι’ ἀκοῆς αἰσθάνεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 900Α· οὐδενὸς ἀκοὴν ὑπειπών, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 962 (ἴσ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν κραυγὴν τοῦ κήρυκος, ἀκούετε λεῴ) τοῖς ἀκροάμασι τὰς ἀκοὰς ἀνατιθέναι, Πολύβ. 24. 5, 9. 3) τὸ οὖς, ὀππάτεσσι δ’ οὐδὲν ὄρημ’, ἐπιρρόμβεισι δ’ ἄκουαι (προπαροξ.), Σαπφ. 2. 12· ἀπεσθίει μου τὴν ἀκ., Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 7· πρβλ. Φερεκρ. Ἄδηλ. 24· δυσὶν ἀκοαῖς κρίνειν, μετὰ δύο ὤτων, Ἀριστ. Πολ. 3. 16. 12. ΙΙΙ. τὸ ἀκούειν, προσέχειν τινί, ἀκοῆς ἄξιος, = ἄξ. ἀκοῆς, ἀκροάσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 142D· εἰς ἀκοὴν φωνῆς, εἰς ἀπόστασιν ἐξ ἧς δύναται ν’ ἀκουσθῇ φωνή, 19. 41.

English (Strong)

from ἀκούω; hearing (the act, the sense or the thing heard): audience, ear, fame, which ye heard, hearing, preached, report, rumor.

English (Thayer)

(ῆς, ἡ, (from an assumed perfect form ἤκοα, cf. ἀγορά above (but cf. epic Ακουν; Curtius, p. 555));
1. hearing, by which one perceives sounds; sense of hearing ἀκοή ἀκούειν by hearing to hear, i. e., to perceive by hearing, Winer's Grammar, § 44,8 Rem. 3, p. 339; § 54,3, p. 466; (Buttmann, 183 f (159)).
2. the organ of hearing, the ear: a thing heard;
a. instruction, namely oral; specifically, the preaching of the gospel, (A. V. text report): τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοή ἡμῶν; from שְׁמוּעָה, which in ἀγγελία); ἀκοή πίστεως preaching on the necessity of faith, (German Glaubenspredigt), λόγος ἀκοῆς equivalent to λόγος ἀκουσθείς (cf. Winer's Grammar, 531 (494 f)): hearsay, report, rumor; τίνος, concerning anyone: Mark 13:7. (Frequent in Greek writings.)

Greek Monolingual

η (Α ἀκοὴ) ἀκούω
1. μια από τις πέντε αισθήσεις, με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους
2. το αφτί
3. πληροφόρηση, είδηση, φήμη
4. το να ακούει κανείς προσεκτικά τα λόγια κάποιου, συμμόρφωση, υπακοή
μσν.
φρ. «προτίθημι ή προστίθημι τὰς ἀκοάς», προσέχω
αρχ.
1. ακουόμενος ήχος, άκουσμα
2. λόγος που πρέπει να τον ακούσει κανείς
3. λόγος, παράδοση
4. (η δοτ. ως επίρρ.) ἀκοῇ
εξ ακοής, ακουστά
5. στον πληθ. aἱ ἀκοαί
υπερφυσικές, υπερκόσμιες φωνές.

Greek Monotonic

ἀκοή: ἡ, Επικ. ἀκουή (ἀκούω),
I. 1. ακοή, ακρόαση, ο ήχος που ακούγεται, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτό που ακούγεται, φήμη, πληροφορία, είδηση, νέα, μετὰ πατρὸς ἀκουήν, σε αναζήτηση ειδήσεων για τον πατέρα του, σε Ομήρ. Οδ.· ἀκοῇ ἱστορεῖν, παραλαβεῖν τι, γνωρίζω κάτι εκ φήμης, εξ ακοής, σε Ηρόδ.· ομοίως και, ἐξ ἀκοῆς λέγειν, σε Πλάτ.
II. η αίσθηση της ακοής, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. η ενέργεια της ακοής, άκουσμα, ακοή, ακρόαση, ἀκοῇ κλύειν, ἀκοαῖς δέχεσθαι, εἰς ἀκοὰς ἔρχεταί τι, σε Σοφ., Ευρ.· δι' ἀκοῆς αἰσθάνεσθαι, σε Πλάτ.
III. αυτί, σε Σαπφώ, Αισχύλ.

Middle Liddell

I. a hearing, the sound heard, Il.
2. the thing heard, hearsay, report, news, tidings, μετὰ πατρὸς ἀκουήν in quest of tidings of his father, Od.; ἀκοῆι ἱστορεῖν, παραλαβεῖν τι to know by hearsay, Hdt.; so, ἐξ ἀκοῆς λέγειν Plat.
II. the sense of hearing, Hdt., etc.
2. the act of hearing, hearing, ἀκοῆι κλύειν, ἀκοαῖς δέχεσθαι, εἰς ἀκοὰς ἔρχεταί τι Soph., Eur.; δι' ἀκοῆς αἰσθάνεσθαι Plat.
III. the ear, Sapph., Aesch.

Chinese

原文音譯:¢ko» 阿可誒
詞類次數:名詞(24)
原文字根:聽見(著) 相當於: (שָׁמַע‎ / שֶׁמַע‎)
字義溯源:聽覺,聽見的事,傳聞,風聲,聽,耳,耳朵,名聲,所傳的;源自 (ἀκουστός / ἀκούω)*=聽見。這字是描寫聽官能的各種活動。
同義字:1) (ἀκοή)聽覺 2) (ἠχέω)鳴 3) (ἦχοσ1 / ἦχοσ2 / ἠχώ)響聲 4) (μυκάομαι)吼叫 5) (φήμη)聲言 6) (φωνέω / ἐμφωνέω)發聲 7) (ὠρύομαι)吼叫
出現次數:總共(24);太(4);可(3);路(1);約(1);徒(2);羅(3);林前(2);加(2);帖前(1);提後(2);來(2);彼後(1)
譯字彙編
1) 聽(5) 太13:14; 路7:1; 羅10:17; 羅10:17; 加3:2;
2) 名聲(3) 太4:24; 太14:1; 可1:28;
3) 耳朵(3) 可7:35; 提後4:3; 提後4:4;
4) 耳(2) 徒17:20; 林前12:17;
5) 所傳的(2) 羅10:16; 帖前2:13;
6) 風聲(2) 太24:6; 可13:7;
7) 聽覺(1) 來5:11;
8) 聽見(1) 彼後2:8;
9) 所聽見(1) 來4:2;
10) 你們聽(1) 徒28:26;
11) 傳講(1) 約12:38;
12) 聽聲音(1) 林前12:17;
13) 聽從(1) 加3:5

English (Woodhouse)

hearing, hearsay, sense of hearing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

oído como advoc. de un ser superior ἐλθέ μοι, ἀκοὴ οὐρανοῦ, ἐλθέ μοι, ἀκοὴ ἀέρων, ἐλθέ μοι, ἀκοὴ γῆς ven a mí, oído del cielo, ven a mí, oído de los aires, ven a mí, oído de la tierra (en una invocación aislada entre otras prácticas) P VII 590

Lexicon Thucydideum

auditus, hearing, listening, 3.38.7, 4.126.6, 7.70.6,
auditio, fama, hearing, report, 1.4.1, 1.23.3, 2.41.3, 4.81.2, 4.126.3, 6.17.6, 6.20.2. 6.53.3, 6.55.1, 6.60.1. 7.87.5.
PLUR. auditiones, rumores, reports, rumors, 1.20.1,
aures, ears, 1.73.2, [ubi tamen alii where however others ἀκοαὶ λόγων iungunt. join.]

Translations

sense of hearing

Afrikaans: gehoor; Albanian: dëgjim; Arabic: سَمْع; Aragonese: udito; Armenian: լսողություն; Asturian: oyíu; Azerbaijani: eşitmə; Basque: entzumen; Belarusian: слых, слух; Bengali: শ্রবণশক্তি; Bulgarian: слух; Burmese: သဒ္ဒါရုံ; Catalan: oïda; Chinese Mandarin: 聽覺, 听觉, 聽力, 听力, 耳朵; Czech: sluch; Danish: hørelse; Dutch: gehoor; Esperanto: aŭdado; Estonian: kuulmine; Finnish: kuulo, kuuloaisti; French: ouïe; Friulian: uldide; Galician: oído; Georgian: სმენა; German: Gehör, Hören, Hörvermögen; Gothic: 𐌷𐌰𐌿𐍃𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: ακοή; Ancient Greek: ἀκοή; Hebrew: שְׁמִיעָה; Hindi: श्रवण, सुनवाई; Hungarian: hallás; Icelandic: heyrn; Ilocano: panagdengngeg; Indonesian: pendengaran; Irish: éisteacht; Italian: udito; Japanese: 聴覚, 聴力; Kazakh: есту; Khmer: ល្បឺ, សវនៈ; Korean: 청각(聽覺), 청력(聽力); Kurdish Central Kurdish: بیسایی; Kyrgyz: угуу; Lao: ການໄດ້ຍິນ; Latgalian: dzierdeiba; Latin: auditus, audientia, auditorium; Latvian: dzirde; Lithuanian: klausa; Macedonian: слух; Malay: pendengaran; Mari Eastern Mari: пылыш; Mongolian Cyrillic: сонсгол; Mongolian: ᠰᠣᠨᠤᠰᠬᠠᠯ; Norwegian Bokmål: hørsel; Nynorsk: høyrsle, høyrsel; Occitan: ausida; Old Church Slavonic Cyrillic: слоухъ; Old East Slavic: слухъ; Old English: hlyst; Ottoman Turkish: قولاق; Pashto: اروېده, اورېده, سامعه, سمع; Persian: شنوایی, سامعه; Polish: słuch; Portuguese: audição, ouvido; Romanian: auz, auzit; Romansch: udida; Russian: слух; Serbo-Croatian Cyrillic: слу̑х; Roman: slȗh; Sicilian: ntisa; Slovak: sluch; Slovene: sluh; Spanish: audición, oído; Swedish: hörsel; Tagalog: pandinig; Tajik: шунавоӣ; Thai: การได้ยิน; Turkish: işitme duyusu, işitme yetisi, işitim, duyma; Turkmen: eşidiş; Ukrainian: слух; Urdu: سَماعَت; Uyghur: ئاڭلاش سېزىمى; Uzbek: eshitish; Vietnamese: thính giác; Volapük: lilasien; Welsh: clyw; Yiddish: געהער