ἄνεσις
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
English (LSJ)
gen. ἀνέσεως, Ion. ἀνέσιος, ἡ: (ἀνίημι):—
A loosening, relaxing, slackening, ἄνεσις τῶν χορδῶν slackening of the strings, opp. ἐπίτασις, Pl.R. 349e; coupled with χάλασις, ib.590b; τῆς αἰσθήσεως.. δεσμὸν τὸν ὕπνον εἶναί φαμεν, τὴν δέ.. ἄνεσιν ἐγρήγορσιν Arist.Somn.Vig.454b27; ἀέρος Thphr. CP 2.1.6; πάγων ἄνεσις, i.e. a thaw, Plu.Sert.17; of the ebb-tide, Str.7.2.1.
2 metaph., remission, abatement, κακῶν Hdt.5.28; opp. θλῖψις, 2 Ep.Cor.8.13, al.; λύπης, μοχθηρίας, etc., Plu.2.102b, etc.; τὴν ἡδονὴν ἄνεσιν λαμβάνειν Phld.D.3Fr.1; ἄνεσις φόρων, ἄνεσις τελῶν, remission of tribute, taxes, Plu.Sert.6, IG7.2227 (Thisbe), etc.; κολάσεως Plot.4.3.24; of fevers, opp. παροξυσμός, Gal.7.427.
3 relaxation, recreation, opp. σπουδή, Pl.Lg.724a, Arist.Rh.1371b34, cf. Cleanth.Stoic.1.122; ἄνεσις καὶ σχολή Plb.1.66.10; ψυχῆς Mnesith.Ath. ap. Ath.11.484a.
4 solution, Dsc.5.96.
5 = τὸ τελευταῖον τῆς παρακμῆς Archig. ap. Gal.7.424.
II indulgence, licence, ἡδονῶν Pl.R. 561a; ἡ τῶν γυναικῶν παρ' ὑμῖν ἄνεσις Id.Lg.637c, cf. Arist.Pol.1270a1; δούλων ib.1313b35; relaxation of custody, Act.Ap.24.23.
III of musical pitch, Aristid.Quint.1.5; of an unaccented syllable, Phld.Po.2.18.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Ep.22]
I c. gen. obj. o en uso abs.
1 acción de dejar libre de donde distensión χορδῶν Pl.R.349e, Plu.2.99c, πάγων ἄ. licuación del hielo Plu.Sert.17
•fig. αἰσθήσεως ἄ. acción de permitir a los sentidos actuar Arist.Somn.Vig.454b27.
2 producción καρπῶν Did.CP 3.3.
3 reflujo de la marea, Str.7.2.1
•solución de una tierra, Dsc.5.96.
4 remisión φόρων Plu.Sert.6, cf. D.C.71.19.1 (p.274), IG 7.2227.7 (Tisbe), κολάσεως Plot.4.3.24.
5 permiso οὐκ ἔδωκεν ἄνεσιν οὐδενὶ ἁμαρτάνειν LXX Si.15.20
•liberación Artapanus 3.31, 2Ep.Cor.8.13.
II c. gen. subjet. o en uso abs.
1 disminución κακῶν Hdt.5.28, λύπης Chrysipp.Stoic.3.117, Plu.2.102b, τῶν δεινῶν I.BI 3.319, ἀέρος Thphr.CP 2.1.6, πυρετοῦ Hp.Coac.225, Arist.Pr.901b10
•abs. de la fiebre, Gal.7.427
•en mús. descenso de la altura Aristid.Quint.6.29, gram. del acento grave o la sílaba no acentuada, Sch.D.T.136.31, cf. AB 684.
2 relajación c. gen. epexegético ἡδονῶν Pl.R.561a, c. gen. subjet. γυναικῶν Pl.Lg.637c, δούλων Arist.Pol.1313b35
•abs. Plb.8.37.2.
3 descanso, recreo Pl.Lg.724b, Plb.1.66.10, M.Ant.1.16
•tranquilidad ἔχειν ἄνεσιν Act.Ap.24.23
•decaimiento Archig. en Gal.7.424.
German (Pape)
[Seite 226] (ἀνίημι), ἡ, 1) das Nachlassen von starker Anspannung, Abspannung, χορδῶν, der ἐπίτασις entgegengesetzt, Plat. Rep. I, 349 e; κακῶν, Nachlassen des Unglücks, Her. 5, 28; neben χάλασις Plat. Rep. IX, 590 b; übertr., im Gegensatz von σπουδή Legg. IV, 7246, Erholung; Erschlaffung, ἄνεσις καὶ σχολή Pol. 1, 66; πάγων, Aufgehen des Eises, Plut. Sert. 17. Nachlassen von der Strenge, Lyc. 2, 29. – 2) χρεῶν, Erlassen einer Schuld, Plut. Cat. min. 18; vgl. Sert. 6; ebenso ἁμαρτημάτων ἄνεσιν δοῦναι Herodian. 7, 12. Übertr. – 3) das Loslassen der Leidenschaften, Zügellosigkeit, Ausschweifung, γυναικῶν Plat. Legg. I, 637 c; Aristot.; εἰς ἄνεσιν καὶ σώματος ἡδέα ἔργα Cleanth. H.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de laisser aller :
1 distension, relâchement;
2 détente (d'un mal, d'un chagrin, etc.);
3 remise (de dettes, d'impôts).
Étymologie: ἀνίημι.
Russian (Dvoretsky)
ἄνεσις: εως ἡ
1 ослабление напряженности, отпускание (χορδῶν Plat., Plut.);
2 облегчение, льгота (φορῶν Plut.);
3 ослабление, уменьшение, смягчение (κακῶν Her.; πυρετοῦ Arst.; λύπης Plut.);
4 передышка, отдых (τοῦ σώματος Arst.; ἄ. καὶ σχολή Polyb.);
5 освобождение (λύσις καὶ ἄ. τῆς αἰσθήσεως Arst.);
6 таяние (πάγων Plut.);
7 распущенность, разнузданность (τῶν ἀνωφελῶν ἡδονῶν Plat.; δούλων, γυναικῶν Arst.; ἄ. τοῖς στρατιώταις ἐγγενομένη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνεσις: γεν. εως, Ἰων. -ιος, ἡ: (ἀνίημι), χαλάρωσις, «ξετέντωμα» π.χ. τῶν χορδῶν, ἀντίθ. τῷ ἐπίτασις, ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν πλεονεκτεῖν Πλάτ. Πολ. 349Ε, προσέτι ἀντιτίθεται καὶ τῷ χάλασις, ἐπὶ τῇ αὐτοῦ τούτου χαλάσει τε καὶ ἀνέσει αὐτόθι 590Β· τῆς δὲ αἰσθήσεως... δεσμὸν τὸν ὕπνον εἶναί φαμεν, τὴν δὲ... ἄνεσιν, ἐγρήγορσιν Ἀριστ. π. Ὕπνου 1. 14· πάγων ἀν., ὅ ἐ. ἡ τῆξις, Πλουτ. Σερτ. 17. 2) μεταφ., ἐλάττωσις, μείωσις, ὕφεσις, κακῶν Ἡρόδ. 5. 28· λύπης, μοχθηρίας, κτλ., Πλούτ. 2. 102Β, κτλ.· ἀν. φόρων, τελῶν, ἄφεσις, ὁ αὐτ. Σερτ. 6, κτλ.· κολάσεως Πλωτῖν. 390Α: ἐπὶ πυρετοῦ, ἡ ὕφεσις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παροξυσμός, Γαλην. 3) ἄνεσις ὡς καὶ νῦν, ἀνάπαυσις, ῥᾳστώνη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σπουδή, Πλάτ. Νόμ. 724Α, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 29· ἄν. καὶ σχολὴ Πολύβ. 1. 66, 10· ψυχῆς Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 484Α. ΙΙ. ἀπόλαυσις, παράλυσις, ἀκολασία, ἡδονῶν Πλάτ. Πολ. 561Α· τὴν τῶν γυναικῶν παρ’ ὑμῖν ἄνεσιν ὁ αὐτ. Νόμ. 637C, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 5· δούλων αὐτόθι 5. 11, 11.
English (Strong)
from ἀνίημι; relaxation or (figuratively) relief: eased, liberty, rest.
English (Thayer)
ἀνεσεως, ἡ (ἀνίημι to let loose, slacken, anything tense, e. g. a bow), a loosening, relaxing; spoken of a more tolerable condition in captivity: ἔχειν ἄνεσιν, to be held in less rigorous confinement (R. V. have indulgence), Josephus, Antiquities 18,6, 10 φυλακή μέν γάρ καί τήρησις ἦν, μετά μέντοι ἀνεσεως τῆς δίαιταν). relief, rest, from persecutions, Sept.; in Greek writings from Thucydides (Herodotus 5,28) down.) (Synonym: see ἀνάπαυσις, at the end.)
Greek Monotonic
ἄνεσις: γεν. -εως, Ιων. -ιος, ἡ (ἀνίημι),
I. 1. χαλάρωμα, ξετέντωμα των χορδών, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. μεταφ., ελάττωση, μείωση, κακῶν, σε Ηρόδ.
3. ανάπαυση, ξεκούραση, ραστώνη, σε Πλάτ., Αριστ.
II. απόλαυση, χαλάρωση, ακολασία, σε Πλάτ., Αριστ.
Middle Liddell
ἀνίημι
I. a loosening, relaxing of strings, Plat., etc.
2. metaph. remission, abatement, κακῶν Hdt.; ἄν. φόρων, τελῶν remission of tribute, taxes, Plut.
3. relaxation, recreation, Plat., Arist.
II. a letting loose, indulgence, license, Plat., Arist.
Chinese
原文音譯:¥nesij 安-誒西士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:向上-讓(著)
字義溯源:鬆弛,安息,免除,安寧,寬待,輕省;源自(ἀνίημι)=鬆開),由(ἀνά)*=上)與(Ἰεχονίας)X*=送)組成。這字既指:釋放,放,鬆弛;也喻指:赦免,免除
出現次數:總共(5);徒(1);林後(3);帖後(1)
譯字彙編:
1) 安息(2) 林後2:13; 帖後1:7;
2) 輕省(1) 林後8:13;
3) 安寧(1) 林後7:5;
4) 寬待(1) 徒24:23
English (Woodhouse)
loosening, recreation, relaxation, remission, rest, of morals, want of restraint
Translations
remission
Chinese Finnish: lyhennys, osasuoritus, osamaksu; Greek: μείωση; Ancient Greek: ἄνεσις; Hungarian: csökkentés, kedvezmény, elengedés, eltörlés; Italian: remissione; Russian: ремиссия; Ukrainian: ремі́сія