ὀκτώ

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτώ Medium diacritics: ὀκτώ Low diacritics: οκτώ Capitals: ΟΚΤΩ
Transliteration A: oktṓ Transliteration B: oktō Transliteration C: okto Beta Code: o)ktw/

English (LSJ)

Boeot. ὀκτό IG7.3193.6,9 (iii B. C.), Heraclean hοκτώ Tab.Heracl.1.34, Elean ὀπτώ Schwyzer 419.4 (v/iv B. C.): οἱ, αἱ, τά:—indecl., eight, Il.2.313, etc.: prov. πάντα ὀκτώ, in reference to the eight spheres, Timoth. ap. Theo Sm p.105 H. (Cf. Skt. aṣṭâì, aṣṭáu, Lat. octo, Goth. ahtau, etc.)

German (Pape)

[Seite 317] acht, Hom. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
huit.
Étymologie: cf. lat. octo.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτώ: οἱ, αἱ, τά indecl. восемь Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτώ: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτα., Ὅμ., κλ. (Πρβλ. Σανσκρ. ashtan, ashtáu· Λατ. octo· Γοτθ. ahtau, κτλ.· τὸ τακτικὸν ἀριθμητικὸν εἶναι ὄγδοος (ἀντὶ ὄκτοος), πρβλ. Σανσκρ. asht-ámas, octavus· πρβλ. ἕβδομος ἀντὶ ἕπτομος).

English (Autenrieth)

eight.

English (Slater)

ὀκτώ eight τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι (P. 9.113) ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη (N. 2.22) χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς (I. 4.63) ]ὀκτὼ κ[ (Pae. 3.10)

Spanish

ocho

English (Strong)

a primary numeral; "eight": eight.

Greek Monolingual

και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ)
άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια της ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών επτάἔνθα δ' ἔσαν στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια τέκνα,... ὀκτώ, ἀτὰρ μήτηρ ἐνάτη ἦν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. (για χρονολογίες και για ώρες επέχει τη θέση τακτικού αριθμητικού) ο όγδοος (α. «οκτώ Μαΐου» — η όγδοη ημέρα του μήνα Μαΐου
β. «είναι οκτώ παρά πέντε» — είναι η όγδοη ώρα παρά πέντε πρώτα λεπτά)
2. (το ουδ. συν. με αρθρ. εν.) το οκτώ
καθετί αριθμημένο με τον αριθμό οκτώ (α. «το οκτώ κάθισμα» — κάθισμα το οποίο έχει τον αριθμό οκτώ
β. «το οκτώ σπαθί» — χαρτί της τράπουλας το οποίο φέρει οκτώ φορές το σύμβολο του σπαθιού)
3. φρ. α) «σήμερα οκτώ» — μια εβδομάδα πριν από σήμερα
β) «αύριο οκτώ» — μια εβδομάδα μετά από σήμερα
γ) «τη Δευτέρα οκτώ» — μετά από μια εβδομάδα αρχίζοντας τη μέτρηση από την Τρίτη
δ) «κάθε οκτώ» — κάθε οκτώ ημέρες
αρχ.
παροιμ. φρ. «πάντα οκτώ» — λεγόταν σχετικά με τις υποτιθέμενες οκτώ σφαίρες του ουρανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ λ. για τον αριθμό 8 oktō(u) και συνδέεται με λατ. octo, αρχ. ινδ. astā, astau, αβεστ. ašta, ιρλδ. ocht, λιθουαν. o-štuo-ni, γοτθ. ahtau. Οι αρχ. ινδ. τ. οδηγούν στην υπόθεση ότι η λ. αποτελούσε αρχικά δυϊκό αριθμό. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο τ. ὀχτώ προήλθε με συγκοπή από okitō. Ο βοιωτ. τ. ὀκτό έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το δύο: δύω, ο ηρακλεωτικός τ. hοκτώ με δασεία αναλογικά προς τα ἕξ, ἑπτά, ενώ το ηλειακό ὀπτώ με -π- κατά το ἑπτά. Ο νεοελλ. τ. οχτώ έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- σε διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, κτύπος: χτύπος). Η λ., τέλος, απαντά ως α' συνθετικό με τις μορφές ὀκτω- και ὀκτα-. Ο τ. ὀκτω- είναι αρχαιότερος, αλλά η πιο συνηθισμένη μορφή είναι το ὀκτα- αναλογικά προς το ἑπτα- (πρβλ. εξα-). Για τους τ. με ηχηρά κλειστά σύμφωνα -γδ
βλ. όγδοος, ογδοήκοντα.
ΠΑΡ. οκτάς / -άδα, οκτάκις
αρχ.
ο
κτασσός, οκταχώς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό οκτα-) οκτάγωνος, οκταδάκτυλος, οκτάεδρος, οκταετηρίς / -ίδα, οκταετής, οκταήμερος, οκτάκλινος, οκτακόσιοι, οκτάμετρος, οκτάμηνος, οκτάπηχυς, οκταπλάσιος, οκτάπλευρος, οκτάπους, οκτάσημος, οκτάστιχος, οκτάστνλος, οκτάσφαιρος, οκτάτευχος, οκτάτομος, οκτάτροπος, οκτάχορδος, οκτάχρονος
αρχ.
οκτάβλωμος, οκταγράμματος, οκτάδραχμος, οκτακαιεικοσαέτης, οκτάκερκις, οκτάκνημος, οκτακότυλος, οκτάκωλος, οκτάλοβος, οκταλοχία, οκταμερής, οκτάξεστος, οκταπάλαιστος, οκτάπεδος, οκτάπλεθρος, οκταπόδης, οκταπτέρυγος, οκτάραδδος, οκτάρουρος, οκτάρριζος, ο
κτάρρυμος, οκτασκελής, οκτασσαριαίος, οκταστάδιος, οκτάτονος, οκτάτροπος, οκτήρης
αρχ.-μσν.
οκτάειδος
μσν.
ο κτάβιβλος, οκτάγλωσσος, οκτάζυξ, οκτακίονος, οκτάκογχος, οκταούγκιον, οκτάπορος
μσν.- νεοελλ.
οκτασέλιδος, οκτασύλλαβος
νεοελλ.
οκτακόρυφος, οκταμελής, οκτάστηλος, οκτάφωνος, οκτάωρος. (Α' συνθετικό οκτώ-) αρχ. οκτώβιβλος, οκτώβολος, οκτωδάκτυλος, οκτωετηρίς, οκτωετία, οκτωκαίδεκα, οκτώμηνος, οκτωπάλαιστος, οκτώπηχυς, οκτώρουρος, ο κτωστάδιος
αρχ.-μσν.
οκτώπους
μσν.- νεοελλ.
οκτώηχος. (Β' συνθετικό) δεκαοκτώ, εικοσιοκτώ
αρχ.
δεχοκτώ, εξηκονταοκτώ].

Greek Monotonic

ὀκτώ: οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, Λατ. octo, οχτώ, ο αριθμός οχτώ, σε Όμηρ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: numeral
Meaning: eight (Hom.).
Other forms: (Boeot. Lesb. ὀκτό as δύο, Herakl. hοκτώ after ἕξ, ἑπτά, El. ὀπτώ after ἑπτά).
Compounds: As 1. element beside ὀκτω- in ὀκτω-καίδεκα, ὀκτω-δάκτυλος with a breadth of eight fingers (Hp., Ar.) a.o. usually ὀκτα- (after ἑπτα-, ἑξα- etc.) in ὀκτα-κόσιοι and in many bahuvrihi's, e.g. ὀκτά-μηνος eight months old, eight monthly (Hp., X., Arist.).
Derivatives: Besides ὀγδοή-κοντα, which like ἑβδομή-κοντα may have started from the basic word, s. v. and ὄγδοος w. lit. Through cross with ὀκτώ also ὀγδώ-κοντα (Β 568 = 652 a.o., s. Sommer Zum Zahlwort 25 n. 2). After ὀγδοήκοντα the late ὀγδοάς f. a number of eight (Plu.) for ὀκτάς f. (Arist.). -- Further derivv.: ὀκτά-κι(ς), -κιν eight times (Hdt.), ὀκτα-σσός eightfold (pap. III p; after δισσός etc.), -χῶς in eight ways (EM, Arist.-Comm.).
Origin: IE [Indo-European] [775] *h₃eḱtou eight
Etymology: Gr. ὀκτώ, Lat. octō, Skt. aṣṭā́(u), Germ., e.g. Goth. ahtau, Lith. aštuo-nì and other cognate forms go back on IE *oḱtṓ(u) (*h₃eḱt-?). Arm. ut` is like El. ὀπτω, reshaped after the word for seven. -- The IE word for eight was clearly an old dual, but further analysis is quite uncertain. Hypotheses e.g. by W.-Hofmann s. octō, with further lit.; see also Meisinger Gymnasium 57, 74 f. By Ebbinghaus PBBeitr. 72, 319 connected with the word for four (to be rejected).

Middle Liddell

Lat. octo, eight, Hom., etc.

Frisk Etymology German

ὀκτώ: {oktṓ}
Forms: (böot. lesb. ὀκτό wie δύο, herakl. hοκτώ nach ἕξ, ἑπτά, el. ὀπτώ nach ἑπτά)
Meaning: acht.
Composita : Als Vorderglied neben ὀκτω- in ὀκτωκαίδεκα, ὀκτωδάκτυλος acht Finger breit (Hp., Ar. usw.) u.a. gewöhnlich ὀκτα- (nach ἑπτα-, ἑξα- usw.) in ὀκτακόσιοι und in zahlreichen Bahuvrihi, z.B. ὀκτάμηνος acht Monate alt, achtmonatig (Hp., X., Arist. usw.).
Derivative: Daneben ὀγδοήκοντα, das wie ἑβδομήκοντα von der Grundzahl ausgehen kann, s. d. und ὄγδοος m. Lit. Durch Kreuzung mit ὀκτώ auch ὀγδώκοντα (Β 568 = 652 u.a., s. Sommer Zum Zahlwort 25 A. 2). Nach ὀγδοήκοντα das späte ὀγδοάς f. Achtzahl (Plu. u.a.) für ὀκτάς f. (Arist.). — Weitere Ableitungen: ὀκτάκι(ς), -κιν acht mal (Hdt. usw.), ὀκτασσός achtfach (Pap. III p; nach δισσός usw.), -χῶς auf acht Weisen (EM, Arist.-Komm.).
Etymology : Gr. ὀκτώ, lat. octō, aind. aṣṭā́(u), germ., z.B. got. ahtau, lit. aštuo- und übrige damit verwandte Formen gehen auf idg. *oḱtṓ(u) zurück. Arm. ut‘ ist wie el. ὀπτώ nach dem Wort für sieben umgebildet. — Das idg. Wort für acht war offenbar ein alter Dual, aber weitere Analyse ist ganz unsicher. Hypothesen z.B. bei W.-Hofmann s. octō, wo auch weitere Lit.; dazu noch Meisinger Gymnasium 57, 74 f. Von Ebbinghaus PBBeitr. 72, 319 mit dem Wort für vier verbunden (abzulehnen).
Page 2,374-375

Chinese

原文音譯:Ñktè 哦克拖
詞類次數:形容詞(9)
原文字根:八 相當於: (שְׁמִינִי‎) (שְׁמֹנֶה‎)
字義溯源:八*,八個
同源字:1) (ὀγδοήκοντα)十乘八,八十 2) (ὄγδοος)第八 3) (ὀκταήμερος)八日大的嬰孩 4) (ὀκτώ)八
出現次數:總共(10);路(5);約(2);徒(2);彼前(1)
譯字彙編
1) 八(8) 路2:21; 路9:28; 路13:11; 路13:16; 約5:5; 約20:26; 徒9:33; 徒25:6;
2) 八個(2) 路13:4; 彼前3:20

Léxico de magia

tb. ηʹ ocho ref. a la Ogdóada, los ocho dioses de la cosmogonía hermopolitana ὃν δορυφοροῦσιν οἱ ηʹ φύλακες a quien protegen con sus lanzas los ocho guardianes P XIII 788 P XXI 19 letras de Selene εἰ δὲ μή, ἐρῶ τὰ ὀκτὼ γράμματα τῆς Σελήνης si no, diré las ocho letras de Selene P LXII 9 signos γράφε ηʹ χαρακτῆρας, οὕτως escribe ocho signos, de esta manera P XXXVI 201 ref. a cantidades λαβὼν κηροῦ οὐγκίας δʹ, ἄγνου καρποῦ οὐγκίας ηʹ toma cuatro onzas de cera y ocho onzas del fruto del agnocasto P IV 1879 ξηρίον ὀξυδορκικόν, κρόκου (δραχμαὶ) δʹ, ἀλόης (δραχμαὶ) βʹ, σαρκοκόλλης (δραχμαὶ) ηʹ polvo desecativo que aumenta la visión: cuatro dracmas de azafrán, dos de áloe y ocho de sarcocola SM 94 6 P V 206 ref. a medidas ποίησον Ἔρωτα δακτύλων ὀκτὼ μῆκος λαμπαδηφόρον, ἔχοντα βάσιν μακράν haz un Eros de ocho dedos de tamaño que lleve una lámpara, con una base grande P XII 18 πλάσον κύνα δακτύλων ὀκτώ, χάσκοντα modela un perro de ocho dedos de largo, con la boca abierta P IV 1883

Lexicon Thucydideum

octo, eight, 1.27.2. 1.27.22.100.2, 2.101.6. 4.8.6. 4.25.1. 4.38.5, 4.66.4. 4.94.1, 4.133.3. 5.68.3. 6.1.2. 6.4.4, 6.67.1. 6.67.17.2.4. 7.59.3. 7.87.2. 8.15.1. 8.16.1. 8.31.4. 8.79.6. 8.80.4, 8.104.2. 8.106.3. 8.107.1.

Translations

eight

Aari: qaskén-tamars; Abaza: агӏба; Abkhaz: ааба; Adyghe: и; Afar: bacaar; Afrikaans: ag, agt; Ahom: 𑜆𑜢𑜄𑜫; Ainu: ツ゜ペサン; Aiton: ပိတ်; Akan: awɔtwe, awotwe; Aklanon: waeo; Albanian: tetë; Aleut Atka: qamchiing; Attu: qavchiing; Eastern: qamchiing; Alutiiq: inglulgen; Amharic: ስምንት); Apache Western Apache: tsebīī; Arabic: ثَمَانِيَة); Egyptian Arabic: تمانية; Hijazi Arabic: ثَمَنْية; Aragonese: ueito, ueit; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܬܡܵܢܝܵܐ, ܬܡܵܢܹܐ; Classical Syriac: ܬܡܢܝܐ, ܬܡܢܐ; Jewish Babylonian Aramaic: תְּמַנְיָא, תְּמָנֵא; Western Neo-Aramaic: ܬܡܢܝܐ, ܬܡܢ; Archi: мекье; Argobba: ስምንት; Armenian: ութ; Old Armenian: ութ; Aromanian: optu; Assamese: আঠ; Asturian: ocho; Atong: chatgyk; Avar: микьго; Aymara: kimsaqallqu; Azerbaijani: səkkiz; Bactrian: αταο; Balinese: kutus; Banjarese: dalapan; Bashkir: һигеҙ; Basque: zortzi; Bassa: mɛ̀nɛ̌ìn-tã; Belarusian: восем, васьмёра; Bengali: আট; Big Nambas: isatl; Bikol Central: walo; Breton: eizh; Brunei Malay: lapan; Budukh: мийид; Buginese: arua; Bulgarian: осем; Burmese: ရှစ်); Buryat: найман; Carpathian Rusyn: вусям; Catalan: vuit; Valencian: huit; Cebuano: walo; Cemuhî: bwö mu cié wön; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵎ; Central Dusun: walu; Central Sierra Miwok: káw·inṭa-; Chamicuro: pusak; Chamorro: ocho; Champenois: ute; Chechen: бархӏ; Cherokee: ᏧᏁᎳ; Chichewa: sanu'zitatu; Chinese Cantonese: 八; Dungan: ба; Eastern Min: 八; Gan: 八; Hakka: 八, 八; Hokkien: 八; Jin: 八; Mandarin: 八); Northern Min: 八; Teochew: 八; Wu: 八; Xiang: 八; Chinook Jargon: stuxtkin; Chukchi: амӈырооткэн; Chuukese: wanu, wani-, wanichö, wanimön; Chuvash: саккӑр; Classical Nahuatl: chicuēyi; Cornish: eth; Corsican: ottu; Cree: ayinânew, ᐊᔨᓈᓀᐤ; Crimean Tatar: sekiz; Czech: osm; Dalmatian: uapto, guapto, uat; Danish: otte; Dena'ina: łtaqul'i; Dhivehi: އަށް; Dolgan: агыс; Drung: hyvt; Dutch: acht; Dzongkha: བརྒྱད; Eastern Mari: кандаше; Erzya: кавксо; Esperanto: ok; Estonian: kaheksa; Even: дяпкан; Evenki: дяпкун; Extremaduran: ochu; Faroese: átta; Fataluku: kafa; Fijian: walu; Finnish: kahdeksan; Forest Enets: щиззет; French: huit; Friulian: vot; Galician: oito; Garifuna: widü; Ge'ez: ሰማንቱ, ሰማኒ); Georgian: რვა; German: acht; Alemannic German: acht; Gilaki: هشت; Gilbertese: wanua; Gothic: 𐌰𐌷𐍄𐌰𐌿; Greek: οκτώ, η΄; Ancient Greek: ὀπτώ, ὀκτό, ὀκτώ, ἀσφάλεια, ἕδρασμα, η΄; Greenlandic: arfineq pingasut; Guaraní: poapy; Gujarati: આઠ; Haitian Creole: uit; Hausa: takwàs; Hawaiian: walu, ʻewalu; Hebrew: שְׁמוֹנֶה, שְׁמוֹנָה; Higaonon: walo; Hiligaynon: walo; Hindi: आठ), अष्ट, अठ; Hlai: ghou; Hopi: nanal; Hungarian: nyolc; Hunsrik: acht; Icelandic: átta; Ido: ok; Igbo: asato; Ilocano: walo; Indonesian: delapan; Ingrian: kaheksan; Interlingua: octo; Iranun: walu; Irish: ocht; Isnag: walo; Istriot: uoto, uotto; Italian: otto; Japanese: 八, 八つ, Jarai: sơpăn; Javanese: ꦮꦺꦴꦭꦸ; Jeju: ᄋᆢᄃᆞᆸ; Jurchen: jhakun; Kabardian: и; Kabuverdianu: oitu; Kalmyk: нәәмн; Kannada: ಎಂಟು); Kanuri: wusku; Kapampangan: walu; Karachay-Balkar: сегиз; Karelian: kaheksa; Kashubian: òsmë; Kaurna: ngarla; Kazakh: сегіз; Khmer: ប្រាំបី); Khoekhoe: ǁkhaisa; Kinaray-a: walo; Kituba: nana; Komi-Zyrian: кӧкямыс; Kongo: nana; Korean: 여덟, 팔(八); Kurdish Central Kurdish: ھەشت; Northern Kurdish: heşt; Kyrgyz: сегиз; Ladin: ot; Lak: мяйва; Lakota: šaglóǧaŋ; Lao: ແປດ); Latgalian: ostoni, ostonis; Latin: octo; Latvian: astoņi, astoņas; Lezgi: муьжуьд; Ligurian: éutto; Lithuanian: aštuoni, aštuonios; Livonian: kōdõks; Lombard: vòt; Louisiana Creole French: wit; Low German: acht; Lü: ᦶᦔᧆᧈ; Luxembourgish: aacht; Macedonian: осум; Madurese: balluʔ; Maguindanao: walu; Makasae: afo; Makasar: sagantuju; Malagasy: valo; Malay Jawi: لاڤن, دلاڤن, سلاڤن, استا; Rumi: lapan, delapan, selapan, asta; Malayalam: എട്ടു, എട്ട്; Maltese: tmienja; Manchu: ᠵᠠᡴᡡᠨ; Mangarevan: varu; Mansaka: waro; Manx: hoght; Maori: waru; Maranao: walo; Marathi: आठ; Maricopa: supxuk; Marshallese: ralitōk; Mauritian Creole: wit; Mazanderani: هشت; Middle English: eighte; Minangkabau: salapan; Mingrelian: რუო; Mirandese: uito; Mizo: pa-riat; Mòcheno: òcht; Moksha: кафкса; Mon: ဒ္စာံ; Mongolian Cyrillic: найм,; Mongolian: ᠨᠠᠢᠮᠠ, Montagnais: nishuaush, nianeu; Munsee: xáash; Muong: thảm; Nahuatl: chicuei; Nanai: дякпон; Nauruan: aoju; Navajo: tseebíí; Negidal: ӡапкун; Nepali: आठ; Niuean: valu; Nivkh: минр̌; North Frisian Föhr-Amrum and Sylt: aacht; Helgoland: ach; Mooring: oocht; Northern Mansi: нёллов; Northern Thai: ᨸᩯ᩠ᨯ; Norwegian Bokmål: åtte; Nynorsk: åtte; Nuosu: ꉆ; O'odham: gigik; Occitan: uèch, uèit, uòch; Odia: ଆଠ); Ojibwe: nishwaaswi; Old Church Slavonic Cyrillic: осмь; Old English: eahta, æhta, ehta; Old Frisian: achta; Old Javanese: wolu; Old Prussian: astōnei; Orok: ӡапку; Oromo: saddeet; Ossetian: аст; Ottoman Turkish: سكز; Papiamentu: ocho; Pashto: اته; Pennsylvania German: achde, acht; Persian: هشت; Phake: ပိတ်; Piedmontese: eut; Pijin: eit; Polish: osiem, ośmioro; Portuguese: oito; Punjabi: ਅੱਠ); Quechua: pusaq, pusag; Rarotongan: varu; Rohingya: añctho, añcto; Romagnol: öt; Romani: oxto; Kalo Finnish Romani: oȟta; Romanian: opt; Romansch: otg, ot, och; Russian: восемь, восьмеро; S'gaw Karen: ဃိး; Saho: baxar; Sami Inari: käävci; Northern: gávcci; Skolt: kä´hcc; Southern: gaektsie; Samoan: valu; Sanskrit: अष्टन्, अष्ट; Santali: ᱤᱨᱟᱹᱞ; Sardinian: òto, òtu; Campidanese: ottu; Logudorese: otto; Saterland Frisian: oachte; Scots: aicht; Scottish Gaelic: ochd, ochdnar; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏сам; Roman: ȍsam; Shan: ပႅတ်ႇ); Sherpa: བརྒྱད; Sicilian: ottu; Sidamo: sette; Sikkimese: གྱེ; Silesian: uoźym; Sindhi: اَٺَ; Sinhalese: අට; Slovak: osem; Slovene: ósem; Solon: dʒapkʊn; Somali: siddeed; Sorbian Lower Sorbian: wósym; Upper Sorbian: wósom, wosom; Southern Ohlone: taittimin; Southern Spanish: ocho; Sranan Tongo: aiti, ayti; Sundanese: dalapan; Swahili: nane; Swedish: åtta; Sylheti: ꠀꠑ; Tabasaran: миржуб; Tagalog: walo; Tahitian: va'u; Tai Dam: ꪵꪜꪒ; Tai Laing: ပျꧥတ်; Tai Nüa: ᥙᥦᥖᥱ; Tajik: ҳашт; Talysh: həşt; Tamil: எட்டு; Taos: xwíli; Tarantino: uètte; Tashelhit: tam; Tat: həşt; Tatar: сигез; Tausug: walu; Tedim Chin: giat; Telugu: ఎనిమిది; Tetum: ualu; Thai: แปด; Tibetan: བརྒྱད; Tigre: ሰማን; Tigrinya: ሸሞንተ; Tlingit: nas'gadooshú; Tocharian A: okät; Tocharian B: okt; Tok Pisin: etpela; Tongan: valu; Tooro: munaana; Turkish: sekiz; Turkmen: sekiz; Tuvaluan: valu; Tz'utujil: bilaje; Udi: мугъ; Udihe: ʒакпу; Udmurt: тямыс; Ukrainian: ві́сім, восьмеро; Unami: xash; Urdu: آٹھ; Uyghur: سەككىز; Uzbek: sakkiz; Venetian: oto; Veps: kahesa; Vietnamese: tám; Vilamovian: aocht; Volapük: jöl; Võro: katõssa; Votic: kahõsa; Wakhi: at; Walloon: ût; Waray-Waray: walo; Welsh: wyth; West Frisian: acht; Western Bukidnon Manobo: walu; White Hmong: yim; Winnebago: haruwąk; Wolof: juróom ñett; Xhosa: sibhozo; Yagnobi: ашт; Yakan: walu'; Yakut: аҕыс; Yao: msano na tatu; Yao: terrewan ieclyckene; Yiddish: אַכט; Yup'ik: pingayunlegen; Zazaki: heşt; Zhuang: bet; Zou: giet; Zulu: isishiyagalombili; Zuni: ha'elekk'ya