πευκάλιμος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πευκάλῐμος Medium diacritics: πευκάλιμος Low diacritics: πευκάλιμος Capitals: ΠΕΥΚΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: peukálimos Transliteration B: peukalimos Transliteration C: pefkalimos Beta Code: peuka/limos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, Ep. word used by Hom. only in phrase φρεσὶ πευκαλίμῃσι Il.8.366, 14.165, 15.81, 20.35; μετὰ φρεσὶ π. Hes. Fr.170; πραπίδεσσιν ἀρηρότα πευκαλίμῃσιν Orac. ap. D.L.1.30; πευκαλίμοις μήδεσι IG4.787 (Troezen); πευκαλίμας ἀχέων φρένας Q.S.10.388. (πευκαλίμῃσι expld. by πυκναῖς, συνεταῖς, also by πικραῖς, ὀξείαις, Hsch.)

German (Pape)

[Seite 607] hom. Wort, das aber nur in der Il. 8, 366. 14, 165. 15, 81. 20, 35, und auch hier stets in derselben Verbindung ἐν φρεσὶ πευκαλίμῃσι vorkvmmi, die auch aus Hes. frg. 33 citirt und von den Alten als Nebenform von πυκνός erklärt wird [man vergleiche λευγαλέος u. λυγρός, ευ ist häufige Dehnung der Wurzel υ], also wie φρένες πυκιναί, s. πυκινός. Andere leiteten es von πεύκη ab u. erkl. »der scharfe, durchdringende Verstand«, s. aber Buttm. Lexil. I p. 18. – Πραπίδεσσιν ἀρηρότα πευκαλίμῃσι, Orak. bei D. L. 1, 30; πευκαλίμοις μήδεσι, Inscr. Ep. ad. 359 b (App. 299).

French (Bailly abrégé)

dat. pl. fém. épq. πευκαλίμῃσιν;
prudent, sage, réfléchi.
Étymologie: cf. πυκινός, πυκνός.

Russian (Dvoretsky)

πευκάλῐμος: (ᾰ) (только dat. pl.) рассудительный, разумный, тж. проницательный Diog. L., Anth.: (ἐνὶ) φρεσὶ πευκαλίμῃσιν Hom., Hes. проницательным умом.

Greek (Liddell-Scott)

πευκάλιμος: [ᾰ], -η, -ον, Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει φρεσὶ πευκαλίμῃσι Ἰλ. Θ. 366, Ξ. 165, Ο. 81, Υ. 35, Ἡσ. Ἀποσπ. 33· οὕτω, πραπίδεσσιν ἀρηρότα πευκαλίμῃσιν Χρησμ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 30· πευκαλίμοις μήδεσι Ἀνθ. Π. παράρτ. 299. ― Οἱ Ἀρχαῖοι διηπόρουν περὶ τῆς ἀληθοῦς ἐννοίας τοῦ φρεσὶ πευκαλίμῃσι: ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει αὐτὸ διά τε τοῦ «πυκναῖς, συνεταῖς» καὶ διὰ τοῦ «πικραῖς, ὀξείαις» ἡ δευτέρα ἑρμηνεία ὑποδεικνύει ὡς πρωτότυπον αὐτοῦ τὴν λέξ. πεύκη, καὶ τότεφράσις θὰ σημαίνῃ ὀξεῖαν διάνοιαν, ὁ Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ. ἐχεπευκὴς) ὑποστηρίζει τὴν δευτέραν ἑρμηνείαν ἰσχυριζόμενος ὅτι τὸ πευκάλιμος εἶναι ἐκτεταμένος τύπος τοῦ πυκινός, πυκνὸς (ὡς τὸ λευγαλέος τοῦ λυγρός), ὥστε πευκάλιμαι φρένες θὰ ἦτο = πικυναὶ φρένες, σοφόν, ἐπινοητικὸν πνεῦμα· ἴδε πυκνὸς V.

English (Autenrieth)

prudent, sagacious, φρένες. (Il.)

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
εμβριθής, οξύς, έξυπνος («φρεσὶ πευκαλίμῃσιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα -άλιμος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. εἰδάλιμος. εἶδος.

Greek Monotonic

πευκάλιμος: [ᾰ], -η, -ον, πιθ. Επικ. εκτετ. τύπος του πυκινός, έτσι ώστε ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσιμόνη φράση που χρησιμ. από Όμηρο), πιθ. σημαίνει αυτόν που έχει σοφία, τον συνετό, το μυαλωμένο· πρβλ. λευγάλεος και λυγρός.

Frisk Etymological English

πευκεδανός See also: s. πεύκη.

Middle Liddell

πευκᾰ́λιμος, η, ον
ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσι (the only phrase used by Hom.) would mean in wise, prudent, sagacious mind: cf. λευγαλέος and λυγρός.

Frisk Etymology German

πευκάλιμος: πευκεδανός
{peukálimos}
See also: s. πεύκη.
Page 2,523

Translations

prudent

Arabic: حَرِيص‎, حَكِيم‎; Egyptian Arabic: حريص‎; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı