σύνταξη
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
Greek Monolingual
η / σύνταξις, -άξεως, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνταξις, Α συντάσσω
1. η σύμφωνα με ορισμένη τάξη διευθέτηση, διάταξη
2. συγκέντρωση μονάδας στρατού ή πολεμικών πλοίων σε πυκνό σχηματισμό και κατά οργανικά τμήματα
3. γραμμ. η πλοκή τών λέξεων στον γραπτό και προφορικό λόγο σύμφωνα με ορισμένους κανόνες που προβλέπονται από το ειδικό μέρος της γραμματικής, το συντακτικό (α. «η σύνταξη της φράσης είναι εσφαλμένη» β. «τὴν σύνταξιν τῶν ὀνομάτων», Γαλ.)
νεοελλ.
1. διατύπωση, σύνθεση κειμένου, συγγραφή (α. «σύνταξη λεξικού» β. «σύνταξη συμβολαίου»)
2. το προσωπικό που εργάζεται για τη συγγραφή της ύλης περιοδικού, εφημερίδας, λεξικού ή άλλου επιστημονικού, συνήθως πολύτομου, έργου («όλα τα μέλη της σύνταξης ήταν παρόντα»)
3. κατάρτιση, απαρτισμός, φτειάξιμο (α. «σύνταξη χάρτη» β. «σύνταξη τών εκλογικών καταλόγων»)
4. μηνιαίο χρηματικό ποσό το οποίο καταβάλλεται ισόβια ή επί ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα από ασφαλιστικό οργανισμό σε εργαζόμενο που είναι ασφαλισμένος σ' αυτόν και έχει συμπληρώσει το προβλεπόμενο από τον νόμο όριο ηλικίας και χρόνο υπηρεσίας ή έχει παύσει να εργάζεται λόγω ατυχήματος ή στην οικογένεια του σε περίπτωση θανάτου του
5. (ως προστ.) σύνταξη!
παράγγελμα για τη συγκέντρωση και παράταξη σε ζυγούς και στοίχους στρατιωτικής μονάδας ή γυμναζόμενων μαθητών ή αθλητών
6. φρ. «αριθμός σύνταξης»
χημ. αριθμός, συγγενής με το σθένος, ο οποίος εκφράζει το πλήθος τών ατόμων, ιόντων ή μορίων που περιβάλλουν ένα συγκεκριμένο άτομο μιας χημικής ένωσης, όπως είναι λ.χ. το κεντρικό άτομο ενός συμπλόκου
μσν.
συνέχεια
αρχ.
1. συγκροτημένο σώμα στρατιωτών (α. «ἡ εἰς τοὺς μύριους σύνταξις», Ξεν.
β. «εἶναι δὲ σύνταξιν Ἑλληνικὴν μυρίας μὲν ἀσπίδας», Πλούτ.)
2. παρατεταγμένο στράτευμα, στρατός σε παράταξη («κατενόησέ πως τὴν στρατιωτικήν σύνταξιν», Ξεν.)
3. τρόπος οργάνωσης, σύστημα, οργανισμός (α. «ὅλον τὸν τρόπον τῆς συντάξεως», Δημοσθ.
β. «σύνταξις τῆς πολιτείας», Αριστοτ.)
4. κανόνας
5. η τάξη του σύμπαντος («ἐν περιφορᾷ τῆς ὅλης συντάξεως», Σωσίπ.)
6. σύσταση, ιδιοσυστασία, τρόπος συγκρότησης («εἰς τὰς σάρκας καὶ τὴν ἄλλην σύνταξιν τῶν μερῶν», Αριστοτ.)
7. σύγγραμμα, πραγματεία, βιβλίο
8. συμβόλαιο, συμφωνία, συνθήκη (α. «ἐκ τῶν Πατρῶν κατὰ τὴν σύνταξιν ἔπλει», Πολ.
β. «ὥσπερ ἀπὸ συντάξεως ἥκοντας», Πλούτ.)
9. (κατ' ευφημ.) επιβαλλόμενη συνεισφορά, φόρος (α. «σύνταξιν τελεῖν», Αισχίν.
β. «σύνταξιν δοῦν
αι», Ισοκρ.)
10. πληρωμή, αμοιβή, μισθός (α. «οἱ δὲ στρατιῶται λαμβάνοντες τὰς μεμερισμένας συντάξεις», Διόδ.
β. «οὔτε τὰς συντάξεις Διοπείθει δίδομεν», Δημοσθ.)
11. εκχώρηση, μεταβίβαση («ὅσοι... ἐν συντάξει... ἔχουσιν κώμας καὶ γῆν», πάπ.)
12. τρόπος συνδυασμού ήχων, διάταξη μουσικών φθόγγων
13. κατασκευή, σχηματισμός («ἡ σύνταξις τοῦ περιθύρου», επιγρ.)
14. συλλογή πραγματειών («λογικοῦ τόπου τοῦ περὶ τὰ πράγματα, σύνταξις πρώτη», Διογ. Λαέρ.)
15. φρ. α) «ἡ σύνταξις τοῦ ἐνιαυτοῦ» — το ημερολογιακό έτος επιγρ.
β) «Περὶ συντάξεως» — τίτλος έργου του Απολλώνιου του Δύσκολου (Στωικ.)
γ) «Περὶ τῆς συντάξεως τῶν λεγομένων» — τίτλος έργου τοῦ Χρυσίππου.