ἱππεύω
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A to be a horseman or be a rider, ride, Hdt.1.136, etc.; ἱ. ταῖς κυούσαις ἵπποις Arist.HA576a21; ἱ. ἐπ' ὄνου Luc.Bacch.2; of a people, ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη Hdt.7.84, cf. 87:—also in Med., Id.1.27,79.
2 metaph., of the wind, ζεφύρου πνοαῖς ἱππεύσαντος E.Ph.212 (lyr.); σελάνα ἱππεύουσα δι' ὀρφναίας Id.Supp.994 (lyr.); also, rush, πρὸς φόνον Id.HF1001.
II serve in the cavalry, Lys.14.7, X.HG3.1.4, Pl.Lg.756b, etc.
2 at Rome, to be an eques, D.C. 49.12; τὸ ἱππεῦον = the ordo equester, Id.60.7.
III of a horse, as we say 'the horse rides (i.e. carries his rider) well', X.Eq.1.6,3.4, 10.3.
IV drive a team, Ar.Nu.1406.
German (Pape)
[Seite 1258] ein Reiter sein, reiten; Ar. Nubb. 1416; Her. oft; ταῖς ἵπποις, auf Stuten, Arist. H. A. 6, 22; ἐπ' ὄνου, auf einem Esel, Luc. Bacch. 2, bes. zu Roß Kriegsdienste thun, Her. 7, 84, Xen. Hell. 3, 1, 4, Plat. Legg. VI, 756 b, Ritter sein, Lys. 14, 7. 16, 7 u. A. Übertr. vom Winde. dahersprengen, daherstürmen, Eur. Phoen. 220, vgl. Herc. Fur. 1001; – bei Xen. de re equ. 1, 6. 10, 3 vom Pferde, ἐάν τις διδάξῃ τὸν ἵππον. ἐν χαλαρῷ τῷ χαλινῷ ἱππεύειν. – Das med., ἱππεύεσθαι ἀγαθοί, tüchtig, um Ritterdienst, Her. 1, 79
French (Bailly abrégé)
ao. ἵππευσα;
I. aller à cheval :
1 être cavalier, monter un cheval ou une bête de somme : ἐπ' ὄνου LUC monter un âne;
2 servir comme cavalier;
II. aller comme un cheval, particul. galoper, courir;
Moy. ἱππεύομαι servir comme cavalier.
Étymologie: ἱππεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἱππεύω:
1 тж. med. ездить верхом (ταῖς ἵπποις Arst.; ἐπ᾽ ὄνου Luc.): ἔσαν ἱππεύεσθαι ἀγαθοί Her. они (лидийцы) были хорошими всадниками;
2 служить в коннице: δεῖν αὐτὸν μετὰ τῶν ὁπλιτῶν κινδυνεύειν, ἱ. εἵλετο Lys. обязанный делить опасности с гоплитами, он (Алкивиад) предпочел служить в коннице; ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνεα Her. конницу (Ксеркса) составляют такие племена;
3 (о лошади) ходить, бежать, скакать: διδάσκειν τὸν ἵππον ἐν χαλαρῷ τῷ χαλινῷ ἱ. Xen. учить лошадь ходить с опущенными поводьями;
4 перен. мчаться, нестись, проноситься: ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων Ζεφύρου ἱππεύσαντος Eur. (в то время как) Зефир проносился над бесплодными равнинами; πρὸς γέροντος ἱππεύει φόνον Eur. (безумный Геракл) бросается (чтобы) убить старика.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππεύω: (ἱππεὺς) εἶμαι ἱππεὺς ἢ ἔφιππος, ἱππεύω. Ἡρόδ. 1. 136, καὶ Ἀττ.· οἱ δὲ Σκύθαι ἱππεύουσι ταῖς κυούσαις ἵπποις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 7· ἐπ’ ὄνου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα Λουκ. Διον. 2· - ἐπὶ ἔθνους, ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη Ἡρόδ. 7, 84, πρβλ. 87· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 27, 79. 2) μεταφ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ζεφύρου πνοαῖς ἱππεύσαντος Εὐρ. Φοίν. 212 (πρβλ. Ὁρατίου ᾨδ. 4, 44)· οὕτω, λαμπάδ’ ἵν’ ὠκυθόαι νύμφαι ἱππεύουσι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 994· ὡσαύτως, ἐφορμῶ, πρὸς φόνον ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1001. ΙΙ. εἶμαι ἔφιππος στρατιώτης, ὑπηρετῶ ἐν τῷ ἱππικῷ, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 4, Λυσ., κλ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἵππου, φέρω τὸν ἀναβάτην, Ξεν. Ἱππ. 1. 6., 3, 4., 10. 3.
English (Slater)
ἱππεύω drive horses ἱππεύει πυρσῷ κατάκομος λάμποντι (sc. Ἥλιος) ?fr. 356.
Spanish
Greek Monolingual
(ΑΜ ἱππεύω) ιππεύς
ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω
νεοελλ.
1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα
2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά
αρχ.
1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.)
2. (για λαούς) έχω τη συνήθεια, την κλίση ή την ικανότητα να είμαι καλός ιππέας («ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη», Ηρόδ.)
3. (για τον άνεμο) φυσώ ορμητικά, δυνατά («ζεφύρου πνοαῖς ἱππεύσαντος», Ευρ.)
4. (μτφ., ποιητ.) εφορμώ για να κάνω κάτι («ἱππεύω πρὸς φόνον», Ευρ.)
5. ανεβαίνω σε όνο ή ημίονο («ἐπ' ὄvου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα», Λουκιαν.)
6. υπηρετώ στο ιππικό («τούτους ἡγεμόνας εἶναι πάντων τῶν ἱππευσάντων», Πλάτ.)
7. ανήκω στην κοινωνική τάξη τών ιππέων
8. (για άλογα) έχω πάνω μου αναβάτη
9. οδηγώ άρμα ή άμαξα με δύο ή τέσσερεις ίππους
9. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἱππεῡον
η τάξη τών ιππέων.
Greek Monotonic
ἱππεύω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἵππευσα (ἱππεύς)·
I. 1. είμαι έφιππος ή καβαλάρης, ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ηρόδ.
2. μεταφ., λέγεται για τον άνεμο, σε Ευρ.
II. είμαι έφιππος στρατιώτης, υπηρετώ το ιππικό, σε Ξεν.
III. λέγεται για άλογο, φέρω τον αναβάτη (δηλ. μεταφέρω τον αναβάτη), στον ίδ.
Middle Liddell
ἱππεύς
I. to be a horseman or rider, to ride, Hdt., Attic:—so in Mid., Hdt.
2. metaph. of the wind, Eur.
II. to be a trooper, serve in the cavalry, Xen.
III. of a horse, as we say "the horse rides (i. e. carries his rider) well," Xen.
Léxico de magia
cabalgar ref. a Selene ἐλθέ μοι, ὦ δέσποινα φίλη, τριπρόσωπε Σελήνη, ... Ἠελίου δρόμον ἶσον ἐν ἅρμασιν ἱππεύουσα ven a mí, oh, amada señora, Selene de tres rostros, que cabalgas con tu carro un recorrido igual al de Helios P IV 2792