ἀλώπηξ: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(T22) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(εκος, ἡ, a [[fox]]: [[Solon]] in [[Plutarch]], Song of Solomon 30,2; [[Pindar]] [[Pythagoras]] 2,141; [[Plutarch]], [[Sulla]] 28,5). | |txtha=(εκος, ἡ, a [[fox]]: [[Solon]] in [[Plutarch]], Song of Solomon 30,2; [[Pindar]] [[Pythagoras]] 2,141; [[Plutarch]], [[Sulla]] 28,5). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλώπηξ]] (-εκος), η (Α)<br /><b>1.</b> το ζώο [[αλεπού]]<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] [[πονηρός]], [[πανούργος]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ιπτάμενου σκίουρου<br /><b>4.</b> [[είδος]] καρχαρία ή σκυλόψαρου (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀλωπεκίας]])<br /><b>5.</b> η [[αρρώστια]] [[αλωπεκία]] (και στον πληθ.) <i>ἀλώπεκες</i>, φαλακρά μέρη του κεφαλιού<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι μυώνες της οσφυικής χώρας<br /><b>7.</b> [[κατά]] τον Ησύχιο και [[είδος]] χορού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «μῆτιν [[ἀλώπηξ]]», [[είναι]] αληθινή [[αλεπού]] ως [[προς]] την [[πανουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της αρχαίας Ελληνικής που [[κυρίως]] χρησιμοποιήθηκε ως [[ονομασία]] ενός ζώου δειλού και περιφρονημένου και μεταφορικά ως [[χαρακτηρισμός]] του πανούργου ανθρώπου. Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με τη λ. [[ἀλώπηξ]] απαντούν</i> και σε άλλες γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρμεν. <i>atues</i> (γεν. -<i>esu</i>) «[[αλεπού]]», λιθ. <i>lape</i>, λετον. <i>lapsa</i>, αρχ. ινδ. <i>lop</i><i>ā</i><i>śa</i> «[[τσακάλι]]», μεσαιων. περσ. <i>r</i><i>ō</i><i>p</i><i>ā</i><i>s</i> «[[αλεπού]]» <b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] και τους πιο απομακρυσμένους ετυμολογικά τ.: λατιν. <i>volpes</i> «[[αλεπού]]», λιθουαν. <i>vilpišys</i> «[[άγριος]] [[γάτος]]». Οι ποικιλίες που παρατηρούνται ως [[προς]] το [[τερματικό]] [[στοιχείο]] τών [[παραπάνω]] τ. οφείλονται [[είτε]] σε λεξιλογικές συνδέσεις [[είτε]] σε λόγους ευφημισμού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλωπεκία]], [[ἀλωπεκίας]], [[ἀλωπεκίασις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλωπέκειος]], [[ἀλωπεκιδεύς]], [[ἀλωπέκιον]], [[ἀλωπεκίς]], [[ἀλωπός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλωπεκίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀλωπεκοειδής]], [[ἀλωπέκουρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], εκος (also
A ἀλώπηκος Anan.5), ἡ; dat. pl., ἀλώπεξι LXX 3 Ki.21.10, Ep. ἀλωπήκεσσι Opp.C.1.433:—fox, Canis vulpes (smaller Egyptian species Arist.HA606a24, C. niloticus), Archil.86.2, 89.5, Semon.7.7, Hdt.2.67, etc.: of sly persons, ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν Sol.11.5; μῆτιν ἀ. a very fox for craft, Pi.I.4(3).65: prov., τὴν . . Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑλκτέον ἐξόπισθεν we must trail Archilochus' foxskin behind, i.e. deceive by false appearances, Pl.R.365c; πολλῆς αὐτῆς τῆς ἀ. ἐπιχέαντες Eun.Hist.p.249D.; ἡ ἀ. τὸν βοῦν ἐλαύνει 'sleight masters might', Diogenian.2.73; πεινῶσαν ἀ. ὕπνος ἐπέρχεται 'qui dort dine', Id.7.91; ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ 'ex pede Herculem', Id.5.15; ἀλλ' οὐκ αὖθις ἀ. (sc. πάγαις ἁλώσεται) 'a burnt child dreads the fire', Id.2.15. II a large bat, Sciurus or Pteromys volans, Arist.HA490a7. III = ἀλωπεκίας 11, ib.566a31. IV in pl., muscles of the loins, psoas-muscles, Clearch.92, Ruf.Onom.189. V = ἀλωπεκία 1, mange, Herod.7.72, Call.Dian. 79: in pl., bald patches, Hp.Aff.35. VI kind of dance, dub. in S.Fr.419 (prob. in sense v), cf. Hsch.s.v. ὄρχησις.
German (Pape)
[Seite 113] εκος, ἡ (Her. ἀλωπέκεων gen. pl. 3, 102; ἀλωπεκέεσσι Opp. Cyn. 1, 433), der Fuchs, Pind. αἴθων Ol. 10, 20; μῆτιν ἀλώπηξ, an Schlauheit ein Fuchs, I. 3, 65; κερδαλέα καὶ ποικίλη Plat. Rep. II, 365 c; häufig ein listiger, ränkevoller Mensch, ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν Solon bei Plut. Sol. 30. Auch gleich ἀλωπεκῆ, Fuchsbalg, s. Ruhnk. zu Tim. 257; Krankheit, ἀλωπεκία, Call. Dian. 79; Hippocr. – Bei Arist. H. A. 1, 5 πτηνὰ δερμόπτερα, οἷον ἀλώπηξ wahrscheinlich sciurus volans. – Auch ein Fisch, Arist. H. A. 6, 10; Opp. H. 3, 144; Ael. H. A. 9, 12. S. ἀλωπεκίας. – Nach Ath. IX, 399 b und Poll. 2, 185 die Lendenmuskeln.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλώπηξ: [ᾰ], εκος, ἡ, ὡσαύτως ἀλώπηκος παρ’ Ἀνανίῳ 5. Bgk: δοτ. πληθ. ἀλωπήκεσσι, Ὀππ. Κ. 1. 433: - ἀλώπηξ, «ἀλεποῦ», canis vulpis (σμικρότερον Αἰγυπτιακὸν εἶδος ἐν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 28, 7, Can. Niloticus)· Ἀρχίλ. 8. 6, Σιμων. Ἰαμβ. 7. 7, Σόλων 11. 5, Ἡρόδ. 2. 67, κτλ.: συχνάκις ἐπὶ πανούργων ἀνθρώπων, ὡς λέγομεν καὶ νῦν «εἶναι μιὰ ἀλεποῦ!» (πρβλ. κίναδος): ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ.: μῆτιν ἀλώπηξ = ὡς πρὸς τὴν πανουργίαν εἶναι ἀληθὴς ἀλώπηξ, Πινδ. Ι. 4. 79 (3. 65)· παροιμ. τὴν… Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑλκτέον ἐξόπισθεν = πρέπει νὰ σύρωμεν τὴν ἀλωπεκῆν τοῦ Ἀρχιλόχου κατόπιν μας, δηλ. ὅπως ἐξαπατήσωμεν, Πλάτ. Πολ. 365C· ἡ ἀλώπηξ τὸν βοῦν ἐλαύνει, διὰ τῆς πανουργίας ὁ μικρὸς νικᾷ τὸν μέγαν, Παροιμ. Διογ. ΙΙ, 73. 2) = ἀλωπεκῆ, δέρμα ἀλώπεκος, Ruhnk Τίμ. ἐν λ. τὴν ἀλ., ὡς λέων ἀντὶ λεοντῆ. ΙΙ. πτηνὰ δερμόπτερα οἷον ἀλώπηξ, εἶδος ἱπταμένου σκιούρου (ἢ pteromys volans), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5, 10. ΙΙΙ. εἶδος καρχαρίου ἢ σκυλοψάρου, (ἴδε ἀλωπεκίας ΙΙ), αὐτόθι 6. 11, 8. IV. κατὰ πληθ. ἀλώπεκες = οἱ κατὰ τοὺς νεφροὺς μυῶνες, ψόαι ἢ νεφρομῆτραι, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 399Β, πρβλ. ψόα. V. = ἀλωπεκία Ι, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 79. VI. εἶδος χοροῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 369, πρβλ. γλαῦξ Ι. 2, λέων V. (Ὁ Pott παραβάλλει τὸ Σανσκρ. lôp-âças, ὁ ἐσθίων θνησιμαῖα, ἀλλ’ ὁ Κούρτιος νομίζει ὅτι ἡ ὁμοιότης εἶναι τυχαῖα καὶ ταυτίζει τὸ ἀλώπηξ (τοῦ α λαμβανομένου ὡς προθεματικοῦ εὐφωνικοῦ) μὲ τὰ Λιθουαν. lape, lapùkas (vulpes, vulpecula). Ἡ Λατ. λέξις vulpes δυνατὸν νὰ εἶναι ἐπίσης ἡ αὐτὴ μὲ τὰς ἀνωτέρω λέξεις, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ ἀπολεσθῇ τὸ υ ἔν τε τῇ Ἑλλ. καὶ Λιθουαν.).
French (Bailly abrégé)
εκος (ἡ) :
1 renard, animal;
2 renard de mer, sorte de poisson.
Étymologie: DELG cf. arm. alues « renard » ; skr. lopaśa « chacal » ; m-pers. ropas « renard ».
Syn. βασσάρα, κίδαφος, κίναδος, κίραφος, κερδώ, σκίνδαφος.
English (Slater)
ᾰλώπηξ
1 fox τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλά- ξαιντο ἦθος (O. 11.19) ὄπισθεν δὲ κεἶμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων fr. 237. as a symbol of cunning, ὑποφάτιες ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77) μῆτιν δ' ἀλώπηξ (ἦν sc.), αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (sc. Μέλισσος.) (I. 4.47)
Spanish (DGE)
-εκος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [dat. plu. ép. ἀλωπήκεσσι Opp.C.1.433]
I zool.
1 zorra, zorro, raposa, Canis vulpes Archil.27.2, Anan.5.5, Hdt.2.67, Theoc.5.112, Plb.12.3.9, Luc.Alex.2, Pisc.46, Paus.9.19.1, LXX Ps.62.11, Ca.2.15, Eu.Matt.8.20, Artem.2.12 (p.124), I.AI 5.295
•como ejemplo de animal astuto πόλλ' οἶδ' ἀ. ἀλλ' ἐχῖνος ἓν μέγα Margites 5 (= Archil.37), ἀ. κερδαλέη Archil.77.5, cf. Semon.8.7, ὑμέων δ' εἷς μὲν ἕκαστος ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνει cada uno de vosotros camina con pasos de zorra Sol.11.5, μῆτιν δ' ἀ. Pi.I.3.65
•como símbolo de deslealtad, Timocr.3.5
•de cobardía οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες Ar.Pax 1190
•en tít. de fábulas ἀετὸς καὶ ἀ. Aesop.1, ἀ. καὶ τράγος Aesop.9, ἀ. καὶ λέων Aesop.10, ἀ. καὶ πάρδαλις Aesop.12, ἀ. καὶ πίθηκος Aesop.14, ἀ. καὶ βότρυς Aesop.15a, ἀ. καὶ μῦς Aesop.15b, ἀ. κόλουρος Aesop.17, ἀ. καὶ βάτος Aesop.19, ἀ. καὶ κροκόδειλος Aesop.20, ἀ. καὶ δρυτόμος Aesop.22, ἀ. ἐξογκωθεῖσα τὴν γαστέρα Aesop.24, ἀ. πρὸς μορμολύκειον Aesop.27, cf. Babr.50.1, 77.2, Αἴσωπος ... ἔφη ἀλώπεκα ... Arist.Rh.1393b24, cf. Pl.Alc.1.123a, Arr.Epict.1.3.7, Lib.Or.1.171
•prov. τὴν ... Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑλκτέον ἐξόπισθεν hay que arrastrar detrás la zorra de Arquíloco e.d. hay que dar una apariencia distinta de lo que se es Pl.R.365c, πολλὴς αὐτοῖς τῆς ἀλώπεκος ἐπιχέαντες Eun.Hist.p.249, ἀ. τὸν βοῦν ἐλαύνει una zorra empuja al buey e.d. la astucia puede más que la fuerza Diogenian.1.2.73, ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ el rabo delata a la zorra e.d. se le ve a uno el plumero (las intenciones) Diogenian.1.5.15, ἀλλ' οὐκ αὖθις ἀ. pero no una zorra de nuevo e.d. gato escaldado del agua fría huye Diogenian.1.2.15
•danza de la zorra S.Fr.998a, cf. Hsch.
2 zorra egipcia, Canis niloticus Arist.HA 606a24, cf. τῶν Γαλατῶν Θόας Καλλίστρατος [καὶ] Ἀκάννων Ἀπολλώνιος ἦλθον ἐν[θάδε] καὶ ἀλώπεκα ἔλαβον ἐνθάδε OGI 757.3 (Abidos, Egipto III d.C.).
3 cierta ardilla voladora Pteromys volans L. Arist.HA 490a7.
4 ict. un tipo de tiburón, pez zorro, guadaña, Alopecias vulpinus Bn., Arist.HA 566a31, Plin.HN 32.145.
II medic.
1 alopecia, calvicie S.Fr.998a, Call.Dion.79
•en plu. calvas Hp.Aff.35.
2 plu. músculos lumbares Clearch.106a, Ruf.Onom.189.
• Etimología: De la raíz P/ø *Hu̯2elHu̯3- ‘blanco’ (cf. ἀλφός, ἀλωφούς), que c. diversos grados vocálicos, trat. de las laringales y alargamientos, designa distintos animales en lenguas ide.; ø/P *Hu̯2leHu̯3- > *°Hlō- > ἀλώπηξ, arm. ałuēs ‘zorra’, pero *°Hleu- > ai. lōpaśa- ‘chacal’ (cf. gr. λευκός), cf. tb. ø/ø *(Hu̯2)lHu̯3ḫku̯o- > λύκος.
English (Strong)
of uncertain derivation; a fox, i.e. (figuratively) a cunning person: fox.
English (Thayer)
(εκος, ἡ, a fox: Solon in Plutarch, Song of Solomon 30,2; Pindar Pythagoras 2,141; Plutarch, Sulla 28,5).
Greek Monolingual
ἀλώπηξ (-εκος), η (Α)
1. το ζώο αλεπού
2. άνθρωπος πονηρός, πανούργος
3. είδος ιπτάμενου σκίουρου
4. είδος καρχαρία ή σκυλόψαρου (πρβλ. ἀλωπεκίας)
5. η αρρώστια αλωπεκία (και στον πληθ.) ἀλώπεκες, φαλακρά μέρη του κεφαλιού
6. στον πληθ. οι μυώνες της οσφυικής χώρας
7. κατά τον Ησύχιο και είδος χορού
8. φρ. «μῆτιν ἀλώπηξ», είναι αληθινή αλεπού ως προς την πανουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της αρχαίας Ελληνικής που κυρίως χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία ενός ζώου δειλού και περιφρονημένου και μεταφορικά ως χαρακτηρισμός του πανούργου ανθρώπου. Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με τη λ. ἀλώπηξ απαντούν και σε άλλες γλώσσες
πρβλ. αρμεν. atues (γεν. -esu) «αλεπού», λιθ. lape, λετον. lapsa, αρχ. ινδ. lopāśa «τσακάλι», μεσαιων. περσ. rōpās «αλεπού» πρβλ. επίσης και τους πιο απομακρυσμένους ετυμολογικά τ.: λατιν. volpes «αλεπού», λιθουαν. vilpišys «άγριος γάτος». Οι ποικιλίες που παρατηρούνται ως προς το τερματικό στοιχείο τών παραπάνω τ. οφείλονται είτε σε λεξιλογικές συνδέσεις είτε σε λόγους ευφημισμού.
ΠΑΡ. ἀλωπεκία, ἀλωπεκίας, ἀλωπεκίασις
αρχ.
ἀλωπέκειος, ἀλωπεκιδεύς, ἀλωπέκιον, ἀλωπεκίς, ἀλωπός
αρχ.-μσν.
ἀλωπεκίζω.
ΣΥΝΘ. ἀλωπεκοειδής, ἀλωπέκουρος.