ὑγιαίνω: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
(42)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑγιαίνω]], ΝΜΑ [[ὑγιής]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[υγιής]], χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική [[λειτουργία]] τών διαφόρων [[μερών]] του σώματός μου, [[είμαι]] [[γερός]]<br /><b>2.</b> (το β' εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β' πληθ. προστ.) <i>υγίαινε</i> και <i>υγιαίνετε</i><br />[[προσφώνηση]] από κάποιον που πίνει στην [[υγεία]] κάποιου άλλου ή αποχαιρετιστήρια [[φράση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[υγιής]] στο [[μυαλό]], έχω σώας τας φρένας («οὐχ ὑγιαίνει, ἀλλὰ ληρεῑ τε και μαίνεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) [[κρίνω]] σωστά μια [[κατάσταση]] ή ένα [[ζήτημα]] που άπτεται [[κυρίως]] της πολιτικής ή της θρησκευτικής ζωής (α. «οἱ ὑγιαίνοντες» — οι πολίτες που συμμορφώνονται στους κανονισμούς μιας πολιτείας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ταραξίες και τους επαναστάτες, <b>Πλούτ.</b><br />β. «ὑγιαίνουσαι περὶ τοὺς θεοὺς δόξαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις, φαινόμενα) [[είμαι]] [[υγιεινός]] («ὑγιαίνων και [[τεταγμένος]] [[βίος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[θεραπεύω]], [[ὑγιάζω]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ὑγιαίνων</i><br />ο [[υγιής]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ὑγιαῑνον</i><br />το υγιές [[τμήμα]] ενός συνόλου («τὸ δὲ ὑγιαῑνον τῆς Ἑλλάδος ἦ ὀλίγον...», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ὑγιαίνω]], ΝΜΑ [[ὑγιής]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[υγιής]], χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική [[λειτουργία]] τών διαφόρων [[μερών]] του σώματός μου, [[είμαι]] [[γερός]]<br /><b>2.</b> (το β' εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β' πληθ. προστ.) <i>υγίαινε</i> και <i>υγιαίνετε</i><br />[[προσφώνηση]] από κάποιον που πίνει στην [[υγεία]] κάποιου άλλου ή αποχαιρετιστήρια [[φράση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[υγιής]] στο [[μυαλό]], έχω σώας τας φρένας («οὐχ ὑγιαίνει, ἀλλὰ ληρεῑ τε και μαίνεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) [[κρίνω]] σωστά μια [[κατάσταση]] ή ένα [[ζήτημα]] που άπτεται [[κυρίως]] της πολιτικής ή της θρησκευτικής ζωής (α. «οἱ ὑγιαίνοντες» — οι πολίτες που συμμορφώνονται στους κανονισμούς μιας πολιτείας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ταραξίες και τους επαναστάτες, <b>Πλούτ.</b><br />β. «ὑγιαίνουσαι περὶ τοὺς θεοὺς δόξαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις, φαινόμενα) [[είμαι]] [[υγιεινός]] («ὑγιαίνων και [[τεταγμένος]] [[βίος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[θεραπεύω]], [[ὑγιάζω]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ὑγιαίνων</i><br />ο [[υγιής]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ὑγιαῑνον</i><br />το υγιές [[τμήμα]] ενός συνόλου («τὸ δὲ ὑγιαῑνον τῆς Ἑλλάδος ἦ ὀλίγον...», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑγιαίνω:''' [ῠ] ([[ὑγιής]]), μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ὑγίᾱνα</i>, Ιων. <i>ὑγίηνα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑγιάνθην</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[υγιής]], [[γίνομαι]] [[καλά]] στην [[υγεία]] μου, Λατ. [[bene]] valere, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[υγιής]] στα μυαλά, σε Θέογν., Αριστοφ. κ.λπ.· [[τὰς]] φρένας [[ὑγιαίνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ορθή, υγιή [[πολιτική]] ή θρησκευτική [[κρίση]], <i>τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγῐαίνω Medium diacritics: ὑγιαίνω Low diacritics: υγιαίνω Capitals: ΥΓΙΑΙΝΩ
Transliteration A: hygiaínō Transliteration B: hygiainō Transliteration C: ygiaino Beta Code: u(giai/nw

English (LSJ)

Thgn.255, etc.: fut.

   A -ᾰνῶ Hp.Insomn.93, Arist.Metaph.1032b18: aor. ὑγίᾱνα D.54.1, Ion. ὑγίηνα Hp.Nat.Puer. 20, Epid.2.2.4. [ῠ, but ῡ in augmented tenses, Com.Adesp.115]:—to be sound, healthy, or in health, Thgn. l.c., Scol.8, Hdt.1.153, Hp.Nat.Mul.12 (but ἐκφυγγάνει cod.C, Littré), Ar.Av.605 (anap.); opp. νοσεῖν, κάμνειν, Pl.Grg.495e, 505a; ὑγιάνας καὶ σωθείς D.54.1; part. ὑγιαίνων, = ὑγιής, δυνάμενος, Lys. 24.13; ὀφθαλμοὶὑγιαίνοντες X.Oec.10.6: of things, ὑγιαίνων καὶ τεταγμένος βίος healthy, Plu.2.5a, cf. 43b; ὄψα τῶν λιτῶν καὶ ὑ. ib.66of: generally, to be in a certain state of health, ὑ. νοσηρότερον and ὑγιεινότερον Hp.Aph. 6.2.    2 to be sound of mind, Ar.Nu.1275, Av.1214, Pl.Tht.190c, Men. Pk.220, etc.; in full, τὰς φρένας ὑ. Hdt.3.33.    3 of soundness in political or religious matters, esp. in part., τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος Id.7.157; οἱ ὑγιαίνοντες, opp. turbulent agitators, Plb.28.17.12; ὑγιαίνουσα διδασκαλία 1 Ep.Ti.1.10; ὑγιαίνουσα ἀριστοκρατία Plu.Dio 12; δόξαι περὶ θεῶν ὑ. Id.2.20f, etc.    4 ὑγίαινε, like χαῖρε, a form of taking leave, farewell, Ar.Ra.165, Ec.477; found on tombstones, CIG3706 (Cyzicus), IG14.2526, al. (Lugdunum), BMus.Inscr.1123a (inc. loc.); but σὺ δ' ὑγίαινέ μοι salutation at meeting, Achae.44, cf. Alex.297; freq. in letters, Μνησίεργος ἐπέστειλε τοῖς οἴκοι χαίρειν καὶ ὑγιαίνειν SIG1259 (Athens, iv B. C.); σεαυτοῦ ἐπιμελοῦ ἵν' ὑγιαίνῃς POxy.745.10 (i B. C./i A. D.).    II Causal, = ῦγιάζω, Dicaearch. 2.11:—Pass., f.l. in Hp.de Arte 4.5.

German (Pape)

[Seite 1170] gesund sein; Ggstz νοσεῖν, Plat. Gorg. 495 e; κάμνω, 505 a; ὑγιάνας καὶ σωθείς, Dem. 54, 1; u. übertr., bei Verstande sein, gescheidt sein, Theogn. 255; vgl. Ar. Nubb. 1257 Av. 1214 Plut. 364; τὰς φρένας ὑγιαίνειν, Her. 3, 33, vgl. τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος 7, 157; οὐχ ὑγιαίνει, ἀλλὰ ληρεῖ τε καὶ μαίνεται, Plat. Lys. 205 a, u. öfter; Pol. setzt οἱ ὑγιαίνοντες entgegen den κινηταὶ καὶ καχέκται, 28, 15, 12; ὅλως οὐδ' ὑγιαινόντων ἀνθρώπων ἐστὶ τοιαῦτα γράφειν, Dem. 23, 118; – ὑγίαινε ist wie χαῖρε eine mündliche u. schriftliche Grußformel, bes. Abends gebraucht, Thom. Mag.; u. beim Abschiede, gehab dich wohl, lebe wohl, Ar. Ran. 165 Eccl. 477.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγιαίνω: μελλ. ᾰνῶ Ἱππ. 380. 30, Ξεν., κλπ.· ἀόρ. ὑγίᾱνα Δημ. 1256. 5, Ἰωνικ. ὑγίηνα Ἱππ. - Παθ., ἀόρ. ὑγιάνθην Ἱππ. 3. 43, κτλ. [ῠ, ἀλλὰ ῡ ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 327]. Ὡς καὶ νῦν, εἶμαι ὑγιής, εἶμαι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν μου, Λατ. bene valere, Σκόλ. 13 (παρὰ τῷ Bgk. σ. 874), Ἡρόδ. 1. 153, Ἱππ. 567. 13, Ἀριστοφ. Ὄρν. 605· ἀντίθετον τῷ νοσεῖν, κάμνειν, Πλάτ. Γοργ. 495Ε, 505Α· ὑγιάνας καὶ σωθεὶς Δημ. 1256. 5· μετοχ. ὑγιαίνων, = ὑγιής, δυνάμενος, Λυσί. 169. 25· ὑγιαίνοντες ὀφθαλμοὶ Ξεν. Οἰκ. 10 6· - ἐπὶ πραγμάτων, ὑγιαίνων καὶ τεταγμένος βίος, ὑγιεινός, ὑγιής, Πλούτ. 2. 5Α, πρβλ. 43Β· ὄψα λιτὰ καὶ ὑγ. αὐτόθι 660F· - ὡσαύτως καθόλου, διατελῶ ἔν τινι καταστάσει ὑγείας, ὑγ. νοσηρότερον καὶ ὑγιεινότερον Ἱππ. Ἀφ. 1256. 2) εἶμαι ὑγιὴς τὸν νοῦν, Θέογν. 255, Ἀριστοφ. Νεφ. 1275, Ὄρν. 1214. Πλάτ., κλπ.· πλῆρες, τὰς φρένας ὑγ. Ἡρόδ. 3. 33. 3) ἐπὶ ὑγιοῦς ἢ ὀρθῆς κρίσεως ἐν πράγμασι πολιτικοῖς ἢ θρησκευτικοῖς, τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος ὁ αὐτ. 7. 157· οἱ ὑγιαίνοντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς στασιάζοντας καὶ ταραξίας, Πολύβ. 28. 15, 12· ὑγιαίνουσα ἀριστοκρατία Πλούτ. 2. 12· ὑγ. περὶ τοὺς θεοὺς δόξαι ὁ αὐτ., κλπ. 4) ὑγίαινε, ὡς τὸ χαῖρε, συνήθης τύπος ἀποχαιρετισμοῦ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γειά σου», Λατ. va e, Ἀριστοφ. Βάτρ. 165, Ἐκκλ. 477· συχν. ἐπὶ ἐπιταφίων πλακῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3706, 5179, κ. ἀλλ. - ἀλλά, σὺ δ’ ὑγίαινέ μοι, χαιρετισμὸς ἐν συναντήσει, Ἀχαιὸς ἐν Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν τῇ Προσαγορ. Πταίσμ. 6. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργείας, = ὑγιάζω, Δικαίαρχ. σ. 30 Huds. - Παθ., Ἱππ. (ἴδε ἀνωτ.), πρβλ. ἐξυγιαίνω.

French (Bailly abrégé)

f. ὑγιανῶ, ao. ὑγίανα, pf. inus.
Pass. f. ὑγιασθήσομαι, ao. ὑγιάσθην et ὑγιάνθην, pf. inus.
1 se bien porter, être en bonne santé : ὑγίαινε portez-vous bien ! formule de salutation, surt. d’adieu ; τὸ ὑγιαῖνον HDT l’état sain, le bon état (politique ou religieux d’un pays) ; fig. avoir l’esprit sain, être dans son bon sens;
2 revenir à la santé, se rétablir.
Étymologie: ὑγιής.

English (Abbott-Smith)

ὑγιαίνω (< ὑγιής), [in LXX chiefly for שָׁלוֹם, and freq. in To;]
to be sound, healthy, in good health: Lk 5:31 7:10 15:27, III Jo 2. In Past. Epp. (as also in cl.) metaph., ὑ. ἐν τ. πίστει, Tit 1:13 ; τ. πίστει, τ. ἀγάπῃ, τ. ὑπομονῇ, Tit 2:2; ἡ ὑγιαίνουσα διδασκαλία, I Ti 1:10, II Ti 4:3, Tit 1:9 2:1 ; λόγοι ὑγιαίνοντες, I Ti 6:3 , II Ti 1:13.†

English (Strong)

from ὑγιής; to have sound health, i.e. be well (in body); figuratively, to be uncorrupt (true in doctrine): be in health, (be safe and) sound, (be) whole(-some).

English (Thayer)

(ὑγιής); from Herodotus down; to be sound, to be well, to be in good health: properly, ὑγιαίνειν ἐν τῇ πίστει (Buttmann, § 133,19) is used of one whose Christian opinions are free from any admixture of error, τῇ πίστει, τῇ ἀγάπη, τῇ ὑπομονή, (cf. Buttmann, as above), of one who keeps these graces sound and strong, ἡ ὑγιαίνουσα διδασκαλία, the sound i. e. true and incorrupt doctrine, λόγοι ὑγιαίνοντες (Philo de Abrah. § 38), ὑγιαινουσαι περί θεῶν δόξαι καί ἀληθεῖς, Plutarch, de aud. poet. c. 4).

Greek Monolingual

ὑγιαίνω, ΝΜΑ ὑγιής
1. είμαι υγιής, χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική λειτουργία τών διαφόρων μερών του σώματός μου, είμαι γερός
2. (το β' εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β' πληθ. προστ.) υγίαινε και υγιαίνετε
προσφώνηση από κάποιον που πίνει στην υγεία κάποιου άλλου ή αποχαιρετιστήρια φράση
αρχ.
1. είμαι υγιής στο μυαλό, έχω σώας τας φρένας («οὐχ ὑγιαίνει, ἀλλὰ ληρεῑ τε και μαίνεται», Πλάτ.)
2. (κατ επέκτ.) κρίνω σωστά μια κατάσταση ή ένα ζήτημα που άπτεται κυρίως της πολιτικής ή της θρησκευτικής ζωής (α. «οἱ ὑγιαίνοντες» — οι πολίτες που συμμορφώνονται στους κανονισμούς μιας πολιτείας, σε αντιδιαστολή προς τους ταραξίες και τους επαναστάτες, Πλούτ.
β. «ὑγιαίνουσαι περὶ τοὺς θεοὺς δόξαι», Πλούτ.)
3. (για καταστάσεις, φαινόμενα) είμαι υγιεινός («ὑγιαίνων και τεταγμένος βίος», Πλούτ.)
4. (μτβ.) θεραπεύω, ὑγιάζω
5. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως επίθ.) ὑγιαίνων
ο υγιής
6. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑγιαῑνον
το υγιές τμήμα ενός συνόλου («τὸ δὲ ὑγιαῑνον τῆς Ἑλλάδος ἦ ὀλίγον...», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ὑγιαίνω: [ῠ] (ὑγιής), μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ὑγίᾱνα, Ιων. ὑγίηνα — Παθ., αόρ. αʹ ὑγιάνθην,
1. είμαι υγιής, γίνομαι καλά στην υγεία μου, Λατ. bene valere, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. είμαι υγιής στα μυαλά, σε Θέογν., Αριστοφ. κ.λπ.· τὰς φρένας ὑγιαίνω, σε Ηρόδ.
3. λέγεται για ορθή, υγιή πολιτική ή θρησκευτική κρίση, τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος, στον ίδ.