ἀναχωρέω: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(1) |
(1a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναχωρέω:''' <b class="num">1)</b> возвращаться назад (ἐπ᾽ οἴκου Thuc.; [[πάλιν]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> отступать, отходить (ἄψ Hom.; εἰς [[τοὐπίσω]] Lys., Plat.): φυγῇ ἀ. Plat. обратиться в бегство;<br /><b class="num">3)</b> уходить, удаляться (μεγάροιο [[μυχόνδε]] Hom.; ἐς τἡν ἀκρόπολιν Her.): ἀ. [[ὑπό]] τινος Her. быть вытесняемым кем-л.; ἀ. ἐκ τῶν πραγμάτων Polyb. уходить от дел; [[πολισμάτιον]] ἀνακεχωρηκος ἀπὸ τῆς θαλάττης Polyb. городок, расположенный вдали от моря; τὰ ἀνακεχωρηκέναι τῆς γραφῆς Arst. глубина (перспектива) рисунка;<br /><b class="num">4)</b> воздерживаться, отказываться (εκ τινος Plat.);<br /><b class="num">5)</b> переходить, наследоваться (ἡ βασιληιη ἀνεχώρεε ἐς τον παῖδα Her.). | |elrutext='''ἀναχωρέω:''' <b class="num">1)</b> возвращаться назад (ἐπ᾽ οἴκου Thuc.; [[πάλιν]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> отступать, отходить (ἄψ Hom.; εἰς [[τοὐπίσω]] Lys., Plat.): φυγῇ ἀ. Plat. обратиться в бегство;<br /><b class="num">3)</b> уходить, удаляться (μεγάροιο [[μυχόνδε]] Hom.; ἐς τἡν ἀκρόπολιν Her.): ἀ. [[ὑπό]] τινος Her. быть вытесняемым кем-л.; ἀ. ἐκ τῶν πραγμάτων Polyb. уходить от дел; [[πολισμάτιον]] ἀνακεχωρηκος ἀπὸ τῆς θαλάττης Polyb. городок, расположенный вдали от моря; τὰ ἀνακεχωρηκέναι τῆς γραφῆς Arst. глубина (перспектива) рисунка;<br /><b class="num">4)</b> воздерживаться, отказываться (εκ τινος Plat.);<br /><b class="num">5)</b> переходить, наследоваться (ἡ βασιληιη ἀνεχώρεε ἐς τον παῖδα Her.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to go [[back]], Hom.: esp. to [[retire]] or [[withdraw]] from [[battle]], Hom., Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">2.</b> to [[retire]] from a [[place]], c. gen., Od.<br /><b class="num">II.</b> to [[come]] [[back]] or [[revert]] to the [[rightful]] [[owner]], ἐς τὸν παῖδα Hdt.<br /><b class="num">III.</b> . to [[withdraw]] from the [[world]], Ar., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 9 January 2019
English (LSJ)
Locr., Cret. ἀνχ-,
A go back, πόλινδε ἂψ ἀναχωρήσουσιν Il.10.210, cf. Od.17.461. b walk backwards, of oxen feeding, Hdt.4.183. 2 in Il., mostly, retire, withdraw from battle, ἀλλά σ' ἔγωγ' ἀναχωρήσαντα κελεύω ἐς πληθὺν ἰέναι Il.17.30; τόφρ' ἀναχωρείτω 11.189, cf. 4.305, 20.335, etc.: in Prose, μάχης οὔσης εἰς τοὐπίσω ἀ. Lys.14.6; φυγῇ ἀ. Pl.Smp.221a; generally, retire, withdraw, μεγάροιο μυχόνδε Od.22.270; ὀπίσω ἀ. Hdt.5.94, etc.; ἐς τοὔπισθεν Ar.Pl.1208; ἀνεκεχωρήκεσαν they had retired or returned, Th.8.15, cf. IG9(1).334 (Locr.): with Preps. denoting motion to or from, ἐς τὴν ἀκρόπολιν Hdt.3.143; ἐπ' οἴκου Th.1.30; ὑπὸ Βοιωτῶν ἐς Ἀθήνας were forced by them to retire to .., Hdt.5.61; ἀπό Pl.Smp. l.c. II come back or revert to the rightful heir, ἡ βασιληΐη ἀνεχώρησε ἐς τὸν παῖδα Hdt.7.4; ἡ ποινὴ ἀ. εἰς ἡμᾶς Antipho 2.1.3, cf. Leg.Gort.11.10. III metaph., withdraw, retire, ἐξ αἰσθήσεων Pl.Phd.83a; ἀ. ἐκ τῶν πραγμάτων retire from public life, from the world, Plb.29.25.5, cf. Cic.Att.9.4.2, Ev.Matt.2.14,al.: abs., withdraw, retire, Pl.Smp. 175a, cf. Ar.Nu.524; ἀνακεχωρηκυῖα χώρα inland spot, Thphr.HP9.7.4; ἀ. ἀπὸ θαλάσσης Plb.2.11.16; ἀνακεχωρηκός ῥῆμα, ὄνομα obsolete, D.H.Rh.10.7; recondite, ἱστορία Phld.Rh.1.157S. IV = συγχωρέω, πάντες ἀνεχώρησαν συμπεραίνεσθαι τὸ μίασμα Procop.Arc.10. 2 strike, refuse to work, PTeb.26.18, 41.4, al.; ἀνακεχωρηκότα σώματα ib.5.6.
German (Pape)
[Seite 215] 1) zurückweichen, -treten, Hom., auch mit ἄψ, Il. 10, 210 Od. 17, 461; μεγάροιο μυχόνδε, in den Winkel des Saales, Od. 22, 270; mit dem bloßen gen., von Einem, Pallad. 14 (IX, 378). Oft in Prosa, εἰς τοὐπίσω, Lys. 14, 6, wie Plat. Menex. 246 b; εἰς τοὔπισθεν, Ar. Pl. 1208; παρ' Ἀθηναίους Thuc. 1, 2; εἰς Αἴγυπτον Matth. 2, 14; ὑπό τινος, sich von Einem durch ihn genöthigt zurückziehen, Her. 5, 61; ἐπί πόδα, Xen. An. 5, 2, 32, wie ἐπὶ σκέλος, B. A. 14 τὸ μὴ στρέψαντα τὰ νῶτα ἀλλ' ἀντιπρόσωπον τῶν ἀντιπάλων φεύγειν καὶ ὑποχωρεῖν εἰς τοὐπίσω; – πάλιν ἀναχ., zurückkehren, Plat. Tim. 48 a; abtreten, auf die Seite gehen, Conv. 170 a; vgl. Rep. VII, 528 d; vom Abgehen aus der Provinz, Pol. 1, 17. – 2) wie redire, auf einen andern berechtigten Besitzer übergchen, ἡ βασιληΐη ἀνεχώρει εἰς τὸν παῖδα, das Reich fiel an den Sohn, Her. 7, 4; ähnl. ἡ ποινὴ ἐς ἡμᾶς ἀναχωρεῖ Antiph. II a 3. – 3) von einem Amte abgehen, sich von den Staatsgeschäften zurückziehen, Cic. Att. 9, 4; ἐκ τῶν πραγμάτων Pol. 29, 10 u. Sp. – Auch von leblosen Dingen, τόπος ἀνακεχωρηκώς, ein abgelegener Ort, Theophr.; Herodian. 1, 12; πολισμάτιον ανακ. ἀπὸ τῆς θαλάσσης Pol. 2, 11; ῥῆμα ἀνακεχωρηκός, ein veralteter Ausdruck, D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχωρέω: ὑπάγω ὀπίσω, ὑποστρέφω, πόλιν δὲ ἄψ ἀναχωρήσουσιν Ἰλ. Κ. 210. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 461. 2) ἐν τῇ Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ὑποχωρῶ ἢ ἀποχωρῶ ἀπὸ τῆς μάχης, ἀλλά σ’ ἐγώ γε ἀναχωρήσαντα κελεύω ἐς πληθὺν ἰέναι Ἰλ. Ρ. 30· τόφρ’ ἀναχωρείτω Λ. 189, πρβλ. Δ. 305, Υ. 335, κτλ.: - ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, ὀπίσω ἀν. Ἡρόδ. 4. 183., 5. 94, κτλ., εἰς τοὐπίσω Λυσ. 140. 6· ἐς τοὔπισθεν Ἀριστοφ. Πλ. 1208· ἀνακεχωρήκεσαν, εἶχον ἀποχωρήσῃ ἢ ὑποστρέψῃ, Θουκ. 8. 15· ἀν φυγῇ Πλάτ. Συμπ. 221Α. 3) ἀποχωρῶ ἀπό τινος, μετὰ γεν. τόπου, ἀνεχώρησαν μεγάροιο Ὀδ. Χ. 270· καὶ παρὰ πεζοῖς μετὰ πασῶν τῶν προθέσεων ὅσαι σημαίνουσι κίνησιν εἰς τόπον ἢ ἀπὸ τόπου, ἐς τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 143· ἐπ’ οἴκου Θουκ. 1. 30· ὑπὸ τὸ τεῖχος Ξεν., κτλ., ὑπὸ Βοιωτῶν ἀν. εἰς Ἀθήνας, ἠναγκάσθησαν ὑπὸ Β. ἀποχωρῆσαι εἰς Ἀθήνας, Ἡρόδ. 5. 61. ΙΙ. ἐπανέρχομαι εἰς τὸν νόμιμον κτήτορα, ἡ βασιληΐη ἀνεχώρεε ἐς τὸν παῖδα ὁ αὐτ. 7. 4· οὕτως, ἡ ποινὴ ἀν. εἰς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 115. 13: πρβλ. ἀναβαίνω ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. ὑποχωρῶ, ἀπέρχομαι, ἀποσύρομαι, ἔκ τινος Πλάτ. Φαίδων 83Α· ἀν. ἐκ τῶν πραγμάτων, ἀποχωρῶ ἐκ τοῦ δημοσίου βίου, ἐκ τοῦ κόσμου, Πολύβ. 29. 10, 5· πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 9. 4: - ἀπολ., ἀποσύρομαι, παραιτοῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 524. Πλάτ. Συμπ. 175Α· ἀνακεχωρηκυῖα χώρα, μέρος ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ κόσμου, παράμερον, «μοναχικόν», Λατ. locus in recessu, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 4· πολισμάτιον .. ἀνακεχωρηκὸς μὲν ἀπὸ θαλάσσης, μεμακρυσμένον, Πολύβ. 2. 11, 16· εἴ που τι ἀνακεχωρηκὸς ὄνομα ἢ ῥῆμα εὕρηται, τοῦτο θηρῶντες, ἀπηρχαιωμένον ὄνομα ἢ ῥῆμα, Διον. Ἁλ. Ρητορ. τέχνη 10. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 retourner sur ses pas : ἐπ’ οἴκοι THC revenir chez soi;
2 reculer (devant l’ennemi);
3 se retirer, s’éloigner de, gén. ; ὑπό τινος HDT être forcé par qqn de se retirer ; fig. ἔκ τινος s’abstenir de qch;
4 passer par succession à, revenir à : ἡ βασιληΐη ἀνεχώρεε ἐς τὸν παῖδα HDT la royauté revenait à son fils.
Étymologie: ἀνά, χωρέω.
English (Autenrieth)
imp. ἀναχωρείτω, fut., aor.: go back, retreat, Il. 4.305; with ἄψ, Il. 3.35, etc.
Spanish (DGE)
• Morfología: [inf. locr. ἀνχορεῖν IG 92.718.7, 27 (Eantea V a.C.), cret. ἀνκορε͂ν ICr.4.72.11.10 (Gortina V a.C.)]
A c. mov. hacia arriba subir tierra adentro op. a ir hacia la costa, esp. en part. perf. de ciudades, regiones situados tierra adentro χώρα ἀνακεχωρηκυῖα Thphr.HP 9.7.4, ἀνακεχωρηκὸς ἀπὸ τῆς θαλάττης Plb.2.11.16.
B c. mov. hacia atrás
I 1de pers. retirarse esp. en la guerra σ' ἔγωγ' ἀναχωρήσαντα κελεύω ἐς πληθὺν ἰέναι Il.17.30, cf. 4.305, 11.189, βαθύς γέ τοι Διρκαῖος ἀναχωρεῖν πόρος profundo es el curso de Dirce (para atravesarlo) en retirada E.Ph.730, cf. Rh.775, ὅσοι ἂν μάχης οὔσης εἰς τοὐπίσω ἀναχωρήσωσι Lys.14.6, φυγῇ Pl.Smp.221a
•c. prep. ἐς τὴν ἀκρόπολιν Hdt.3.143, ἐς Ἀθήνας Hdt.5.61, ἐπ' οἴκου Th.1.30
•en gener. retirarse μεγάροιο μυχόνδε Od.22.270, cf. 17.461, εἰς τοὔπισθεν Ar.Pl.1208
•c. gen. ἐκ τῶν πραγμάτων de la negociación Plb.29.25.5, del filósofo εἰς τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν M.Ant.4.3
•en lit. crist. ἀ. τοῦ κόσμου retirarse del mundo para hacer vida religiosa, Mac.Aeg.M.34.716C
•como anacoreta ἐν σπηλαίῳ μόνος Pall.M.47.18
•abs. retirarse, apartarse Ar.Nu.524, Pl.Smp.175a, Cic.Att.173.2
•de delincuentes esconderse, PTeb.5.6.
2 retirarse, refugiarse declarándose en huelga ἐπὶ τὸ ... ἱερόν PTeb.26.18, εἰς τὰς περιοίκας κώμας PTeb.41.14, cf. 42 (II a.C.).
3 fig. echarse atrás, desdecirse ὕστερον ἀ. Pl.R.528d.
4 ser privado o apartado τῶν θυσιαστηρίων Basil.M.32.397C.
5 andar para atrás de los animales, Hdt.4.183.
6 fig. morir Origenes M.12.805B.
II de cosas y abstr.
1 retirarse, apartarse, alejarse del alma ἐκ τούτων (αἰσθήσεων) Pl.Phd.83a, τὸ μὲν ἡμῖν ἀνακεχωρηκέναι δοκεῖ τῆς γραφῆς, τὸ δὲ προέχειν lo uno (lo que en la realidad está más alejado) nos parece estar retirado hacia el fondo del cuadro, lo otro (lo que está más cerca) parece proyectarse hacia afuera (por la perspectiva), Arist.Aud.801a34, μηδεμίαν τε συμπλοκὴν ἔχων πρός τινας κατὰ τὴν κώμην ἀλλὰ κατ' ἐμαυτὸν ἀναχωροῦντος PCair.Isidor.75.5
•en part. perf. retirado, apartado βίος Origenes Hom.14.16 in Ier.
•alejado οἶκος Basil.M.31.1277A
•de palabras fuera de uso ἀνακεχωρηκὸς ὄνομα ἢ ῥῆμα D.H.Rh.10.7.
2 tb. en part. esotérico, recóndito ἀνακεχωρηκυῖα ἱστορία Phld.Rh.1.157, μυστήρια Iren.Lugd.Haer.1.4.3, παραδόσεις Origenes Io.19.15.
C c. idea de repetición
1 volver πόλινδε ἂψ ἀναχωρήσουσιν Il.10.210, εἰς τὴν βασιλείαν I.BI 2.407, abs. Th.8.15, IG 92.718.7 (Lócride V a.C.)
•volverse, volver, revertir εἰς τὸ αὐτό Diog.Apoll.B 2.
2 revertir, corresponder ἡ βασιληίη ἀνεχώρησε ἐς τὸν παῖδα Hdt.7.4, ἡ ποινὴ εἰς ἡμᾶς Antipho 2.1.3, cf. ICr.4.72.11.10 (V a.C.).
3 de la sangre volver a fluir, recuperar la circulación Hp.Virg.1.
English (Strong)
from ἀνά and χωρέω; to retire: depart, give place, go (turn) aside, withdraw self.
English (Thayer)
ἀναχόρω; 1st aorist ἀνεχώρησα; (frequent in Greek writings);
1. to go back, return: to withdraw;
a. universally, so as to leave room: Tdf. φεύγει); κατ' ἰδίαν); Acts 26:31.
Greek Monotonic
ἀναχωρέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. πηγαίνω πίσω, σε Όμηρ.· ιδίως αποχωρώ ή αποσύρομαι από τη μάχη, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
2. αποχωρώ από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
II. επανέρχομαι στο νόμιμο ιδιοκτήτη, ἐς τὸν παῖδα, σε Ηρόδ.
III. αποσύρομαι, αναχωρώ από τον κόσμο, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχωρέω: 1) возвращаться назад (ἐπ᾽ οἴκου Thuc.; πάλιν Plat.);
2) отступать, отходить (ἄψ Hom.; εἰς τοὐπίσω Lys., Plat.): φυγῇ ἀ. Plat. обратиться в бегство;
3) уходить, удаляться (μεγάροιο μυχόνδε Hom.; ἐς τἡν ἀκρόπολιν Her.): ἀ. ὑπό τινος Her. быть вытесняемым кем-л.; ἀ. ἐκ τῶν πραγμάτων Polyb. уходить от дел; πολισμάτιον ἀνακεχωρηκος ἀπὸ τῆς θαλάττης Polyb. городок, расположенный вдали от моря; τὰ ἀνακεχωρηκέναι τῆς γραφῆς Arst. глубина (перспектива) рисунка;
4) воздерживаться, отказываться (εκ τινος Plat.);
5) переходить, наследоваться (ἡ βασιληιη ἀνεχώρεε ἐς τον παῖδα Her.).
Middle Liddell
I. to go back, Hom.: esp. to retire or withdraw from battle, Hom., Hdt., attic
2. to retire from a place, c. gen., Od.
II. to come back or revert to the rightful owner, ἐς τὸν παῖδα Hdt.
III. . to withdraw from the world, Ar., Plat.