устремляться: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(7)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἐπιρριπτέω]], [[θύνω]], [[ἀνορούω]], [[κατορούω]], [[συγκυλίομαι]], [[εἰστρέχω]], [[ἐστρέχω]], [[εἰσχέω]], [[ἐσχέω]], [[συντελέω]], [[ἐφορμάω]], [[ἐπόρνυμι]], [[ἐπορνύω]], [[ἐνθρῴσκω]], [[εἰσθρῴσκω]], [[ἐσθρῴσκω]], [[εἰσνέομαι]], [[ἐσνέομαι]], [[κατευθύνω]], [[ἐκπηδάω]], [[ἐπορέγομαι]], [[ἐξορμάω]], [[πέλω]], [[πέλομαι]], [[ἔλδομαι]], [[ἐέλδομαι]], [[ἐπιχράω]], [[σπέρχω]], [[ἐπισεύω]], [[ἐπισσεύω]], [[ἐπιτείνω]], [[συνεμπίπτω]], [[ἐπικαταπλέω]], [[προεμπίπτω]], [[ἀναθρῴσκω]], [[ἀνθρῴσκω]], [[προσνίσσομαι]], [[ποτινίσσομαι]], [[ἰάλλω]], [[προσέρχομαι]], [[σεύω]], [[ἐπεκτείνω]], [[κατατρέχω]], [[συντρέχω]], [[εἰσορμάω]], [[ἐσορμάω]], [[ἐπεισπηδάω]], [[ἐκσεύομαι]], [[ἐκπαιφάσσω]], [[παραΐσσω]], [[ἵεμαι]], [[φρονέω]], [[προορμάω]], [[μεθορμάομαι]], [[οἰμάω]], [[ἐπορούω]], [[ἐνορούω]], [[ἐνάλλομαι]], [[ἀΐσσω]], [[ᾄσσω]], [[ᾄττω]], [[διαΐσσω]], [[διᾷσσω]], [[διᾷττω]], [[διάττω]], [[ἐνορμάω]], [[ἐπαΐσσω]], [[ἐπᾴσσω]], [[ἐπᾴττω]], [[καθορμάω]], [[ὑπελαύνω]], [[ἐπιθόρνυμαι]], [[ἐπιθύω]], [[τείνω]], [[ἀφορμάω]], [[μετασεύομαι]], [[μετασσεύομαι]], [[ὀρούω]], [[ἐφορμαίνω]]
|rueltext=[[βακχιόω]], [[ἐξελαύνω]], [[ἀφίημι]], [[ἐνσείω]], [[ἐκχέω]], [[πίπτω]], [[βάλλω]], [[προσπίπτω]], [[ἐκφεύγω]], [[ἐρέσσω]], [[ἐρείδω]], [[συντείνω]], [[ἐφάλλομαι]], [[θοάζω]], [[ἐπείγω]], [[ἐπιβρίθω]], [[ὀρέγω]], [[ἐπιρριπτέω]], [[θύνω]], [[ἀνορούω]], [[κατορούω]], [[συγκυλίομαι]], [[εἰστρέχω]], [[ἐστρέχω]], [[εἰσχέω]], [[ἐσχέω]], [[συντελέω]], [[ἐφορμάω]], [[ἐπόρνυμι]], [[ἐπορνύω]], [[ἐνθρῴσκω]], [[εἰσθρῴσκω]], [[ἐσθρῴσκω]], [[εἰσνέομαι]], [[ἐσνέομαι]], [[κατευθύνω]], [[ἐκπηδάω]], [[ἐπορέγομαι]], [[ἐξορμάω]], [[πέλω]], [[πέλομαι]], [[ἔλδομαι]], [[ἐέλδομαι]], [[ἐπιχράω]], [[σπέρχω]], [[ἐπισεύω]], [[ἐπισσεύω]], [[ἐπιτείνω]], [[συνεμπίπτω]], [[ἐπικαταπλέω]], [[προεμπίπτω]], [[ἀναθρῴσκω]], [[ἀνθρῴσκω]], [[προσνίσσομαι]], [[ποτινίσσομαι]], [[ἰάλλω]], [[προσέρχομαι]], [[σεύω]], [[ἐπεκτείνω]], [[κατατρέχω]], [[συντρέχω]], [[εἰσορμάω]], [[ἐσορμάω]], [[ἐπεισπηδάω]], [[ἐκσεύομαι]], [[ἐκπαιφάσσω]], [[παραΐσσω]], [[ἵεμαι]], [[φρονέω]], [[προορμάω]], [[μεθορμάομαι]], [[οἰμάω]], [[ἐπορούω]], [[ἐνορούω]], [[ἐνάλλομαι]], [[ἀΐσσω]], [[ᾄσσω]], [[ᾄττω]], [[διαΐσσω]], [[διᾷσσω]], [[διᾷττω]], [[διάττω]], [[ἐνορμάω]], [[ἐπαΐσσω]], [[ἐπᾴσσω]], [[ἐπᾴττω]], [[καθορμάω]], [[ὑπελαύνω]], [[ἐπιθόρνυμαι]], [[ἐπιθύω]], [[τείνω]], [[ἀφορμάω]], [[μετασεύομαι]], [[μετασσεύομαι]], [[ὀρούω]], [[ἐφορμαίνω]], [[ἐκθρῴσκω]], [[ἐκνεύω]], [[ἐνίημι]], [[ἔπειμι]], [[διώκω]], [[ἐποίχομαι]], [[ἐκπίπτω]], [[διατείνω]], [[στηρίζω]], [[ἀκοντίζω]], [[ἐπιβάλλω]]
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 15 October 2019

Russian > Greek

βακχιόω, ἐξελαύνω, ἀφίημι, ἐνσείω, ἐκχέω, πίπτω, βάλλω, προσπίπτω, ἐκφεύγω, ἐρέσσω, ἐρείδω, συντείνω, ἐφάλλομαι, θοάζω, ἐπείγω, ἐπιβρίθω, ὀρέγω, ἐπιρριπτέω, θύνω, ἀνορούω, κατορούω, συγκυλίομαι, εἰστρέχω, ἐστρέχω, εἰσχέω, ἐσχέω, συντελέω, ἐφορμάω, ἐπόρνυμι, ἐπορνύω, ἐνθρῴσκω, εἰσθρῴσκω, ἐσθρῴσκω, εἰσνέομαι, ἐσνέομαι, κατευθύνω, ἐκπηδάω, ἐπορέγομαι, ἐξορμάω, πέλω, πέλομαι, ἔλδομαι, ἐέλδομαι, ἐπιχράω, σπέρχω, ἐπισεύω, ἐπισσεύω, ἐπιτείνω, συνεμπίπτω, ἐπικαταπλέω, προεμπίπτω, ἀναθρῴσκω, ἀνθρῴσκω, προσνίσσομαι, ποτινίσσομαι, ἰάλλω, προσέρχομαι, σεύω, ἐπεκτείνω, κατατρέχω, συντρέχω, εἰσορμάω, ἐσορμάω, ἐπεισπηδάω, ἐκσεύομαι, ἐκπαιφάσσω, παραΐσσω, ἵεμαι, φρονέω, προορμάω, μεθορμάομαι, οἰμάω, ἐπορούω, ἐνορούω, ἐνάλλομαι, ἀΐσσω, ᾄσσω, ᾄττω, διαΐσσω, διᾷσσω, διᾷττω, διάττω, ἐνορμάω, ἐπαΐσσω, ἐπᾴσσω, ἐπᾴττω, καθορμάω, ὑπελαύνω, ἐπιθόρνυμαι, ἐπιθύω, τείνω, ἀφορμάω, μετασεύομαι, μετασσεύομαι, ὀρούω, ἐφορμαίνω, ἐκθρῴσκω, ἐκνεύω, ἐνίημι, ἔπειμι, διώκω, ἐποίχομαι, ἐκπίπτω, διατείνω, στηρίζω, ἀκοντίζω, ἐπιβάλλω