ὁρισμός: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orismos | |Transliteration C=orismos | ||
|Beta Code=o(rismo/s | |Beta Code=o(rismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[marking out by boundaries]], [[limitation]], οἱ ὁ. τῶν κτήσεων <span class="bibl">D.H.2.74</span> ; ἀκριβὴς . . οὐκ ἔστιν ὁ., ἕως τίνος . . <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span> 1159a4</span> ; ὁ. τοῦ λυπεῖσθαι <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Epit.</span>41</span> ; [[boundary]], καρπῶν <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>599.3</span> (ii A.D.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>2.97.11</span>(ii A.D.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[the definition of a thing]], freq. in Arist., <span class="title">AP</span>0.91a1, <span class="bibl"><span class="title">Top.</span>139a26</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>1031a1</span>,al. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[wager]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>6</span>, <span class="bibl"><span class="title">TG</span>14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> [[decree]], <span class="bibl">LXX<span class="title">Da.</span>6.12(13)</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">V</span> [[vow]], ib.<span class="bibl"><span class="title">Nu.</span>30.3</span>,al., cf. <span class="bibl">Ph.1.77</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:20, 1 January 2021
English (LSJ)
ὁ, A marking out by boundaries, limitation, οἱ ὁ. τῶν κτήσεων D.H.2.74 ; ἀκριβὴς . . οὐκ ἔστιν ὁ., ἕως τίνος . . Arist.EN 1159a4 ; ὁ. τοῦ λυπεῖσθαι Hyp.Epit.41 ; boundary, καρπῶν BGU599.3 (ii A.D.), cf. PAmh.2.97.11(ii A.D.). II the definition of a thing, freq. in Arist., AP0.91a1, Top.139a26, Metaph.1031a1,al. III wager, Plu.Alex.6, TG14. IV decree, LXXDa.6.12(13). V vow, ib.Nu.30.3,al., cf. Ph.1.77.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, das Begränzen, die Begränzung, bes. eines Begriffes, Definition, Arist. rhet. 2, 8 u. öfter; Rhett.; Plut. Tib. Graech. 14 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρισμός: -οῦ, ὁ, ἡ δι’ ὁρίων σημείωσις, οἱ ὁρ. τῶν κτήσεων Διον Ἁλ. 2. 74˙ ἀκριβὴς ... οὐκ ἔστιν ὁρ., ἕως τίνος …, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 7, 5. ΙΙ. ὁ ὁρισμὸς λέξεώς τινος, συχν. παρ’ Ἀριστ., Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 3, 3, Τοπ. 6. 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 5, 7, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de borner, de limiter;
2 engagement précis, exacte obligation.
Étymologie: ὁρίζω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὁρισμός) ορίζω
(φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά και περιεχόμενο με τα οποία αυτά διακρίνονται από κάθε άλλο διαφορετικό ή συγγενές τους («ο ορισμός της αρετής»)
νεοελλ.
καθορισμός («ορισμός της τιμής τών εμπορευμάτων»)
νεοελλ.-μσν.
διαταγή, εντολή, προσταγή («στους ορισμούς σας!»)
μσν.
σπαν. όριο, σύνορο
αρχ.
1. χάραξη ή θέση ορίων, περιορισμός
2. καθορισμός της αμοιβής για την έκβαση αγώνα, στοίχημα
3. ευχή, τάμα, υπόσχεση.
Greek Monotonic
ὁρισμός: -οῦ, ὁ (ὁρίζω),
I. επισήμανση με σύνορα, περιορισμός, σε Αριστ.
II. προσδιορισμός της σημασίας μιας λέξης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁρισμός: ὁ
1) разграничение, размежевание (ὁ. ἀκριβής Arst.);
2) определение: ὁ ὁ. τοῦ τί ἐστιν Arst. определение сущности;
3) условие, обязательство, договор (ὁ. καὶ συνθήκη Plut.).
Middle Liddell
ὁρισμός, οῦ, ὁ, ὁρίζω
I. a marking out by boundaries, limitation, Arist.
II. the definition of a word, Arist.