βοήθεια: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βοήθεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. помощь, подмога ([[ὑπέρ]] τινος Dem.): β. τινι Plat., Arst., Plut. помощь кому(чему)-л., Xen., Arst. средство против кого(чего)-л.; [[νεῶν]] β. Thuc. идущий на выручку флот;<br /><b class="num">2)</b> защита (βοηθείας [[χάριν]] ἔχειν τὰ κέρατα Arst.);<br /><b class="num">3)</b> средство, лекарство (πρὸς ὑγίειαν Arst.): [[κίνδυνος]] πάσης ἰσχυρότερος βοηθείας Plut. опасная болезнь, против которой нет лекарства;<br /><b class="num">4)</b> вспомогательные войска Dem.;<br /><b class="num">5)</b> выгода, преимущество (τοῦ τόπου καὶ τῶν στενῶν Plut.).
|elrutext='''βοήθεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. помощь, подмога ([[ὑπέρ]] τινος Dem.): β. τινι Plat., Arst., Plut. помощь кому(чему)-л., Xen., Arst. средство против кого(чего)-л.; [[νεῶν]] β. Thuc. идущий на выручку флот;<br /><b class="num">2)</b> защита (βοηθείας [[χάριν]] ἔχειν τὰ κέρατα Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[средство]], [[лекарство]] (πρὸς ὑγίειαν Arst.): [[κίνδυνος]] πάσης ἰσχυρότερος βοηθείας Plut. опасная болезнь, против которой нет лекарства;<br /><b class="num">4)</b> вспомогательные войска Dem.;<br /><b class="num">5)</b> [[выгода]], [[преимущество]] (τοῦ τόπου καὶ τῶν στενῶν Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 09:37, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοήθεια Medium diacritics: βοήθεια Low diacritics: βοήθεια Capitals: ΒΟΗΘΕΙΑ
Transliteration A: boḗtheia Transliteration B: boētheia Transliteration C: voitheia Beta Code: boh/qeia

English (LSJ)

ἡ (Dor. βοάθοια SIG421.36 (Thermon)), A help, aid, Th.2.22, etc.; β. τῷ λόγῳ πρός τινα Pl.Prm. 128c; ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων β. D.56.15; βοήθειαν ἔχειν πρὸς ὑγίειαν, πρὸς τὴν ἑκάστου ὑπερβολὴν μηχανᾶσθαι, Arist.PA651b1, 652a32: nom.sg., as exclamation 'help!', Plb.13.8.5: pl., Gorg.Pal.33, D.18.302, Arist. Rh.1383a29; αἱ πρὸς εὔπλοιαν β. Ph.2.46, cf. Act.Ap.27.17. 2 medical aid, cure, κίνδυνος ἰσχυρότερος πάσης β. Plu.Alex.19. II force of auxiliaries, ἡ παρὰ Διονυσίου β. X.HG7.1.20; νεῶν β. Th.4.8: opp. regular forces, D.4.32.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, eigtl. das zu Hülfe Eilen, eine Hülfsmannschaft, Hülfstruppen, Thuc. 4, 8 u. folgde Histor., Xen. Hell. 7, 4, 12: auch im plur.; παρά τινος, ἐπί τινα; Schutz, τῇ ἀπορίᾳ Mem. 2, 8, 6; ἡ τῶν στενῶν β., der Vortheil der Enge, Plut. Them. 12; Vertheidigung, τινί, für etwas, Plat. Parm. 128 c; τινός, wogegen, Epist. VII, 332 e.

Greek (Liddell-Scott)

βοήθεια: ἡ, βοήθεια, ἐπικουρία, προστασία, Θουκ. κ. ἄλλ. · β. τῷ λόγῳ πρός τινα Πλάτ. Παρμ. 128C · ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων β. Δημ. 1287. 27 · βοήθειαν ἔχειν πρός τι Ἀριστ. περὶ Ζ. Μ. 2. 5, 4, πρβλ. 2. 7, 2 · πληθ. ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 5, 17, κτλ. 2) ἰατρικὴ βοήθεια, θεραπεία, Πλούτ. Ἀλεξ. 19. ΙΙ. = βοηθοί, ἐπίκουροι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 20 · νεῶν βοήθεια Θουκ. 4. 8 · ἰδίως ἐπὶ ἐκτάκτου βοηθείας, οἷον διὰ μισθοφόρων κ. τ. τ., κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διαρκῆ δύναμιν (παρασκευὴ συνεχής), Δημ. 49. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 secours ; particul. secours médical, soins de médecin;
2 expédition de secours, troupe de secours, troupe auxiliaire.
Étymologie: βοηθέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.VM 16; dór. βοάθοια IG 92(1).3.36 (Termo III a.C.); βοάθεια IM 46.9 (III/II a.C.)
I 1ayuda, asistencia, apoyo c. dat. ἑαυτῷ Pl.Grg.522d, τῷ Παρμενίδου λόγῳ Pl.Prm.128c, τῇ ἀπορίᾳ X.Mem.2.8.6, cf. Phld.Cont.60.11, Numen.26.85, c. rég. prep. ὑπὲρ τῶν δικαίων D.56.15, πρὸς ὑγίειαν ... β. ayuda para la salud Arist.PA 651b1, pero πρὸς τὴν ... ὑπερβολὴν β. defensa contra el exceso Arist.PA 652a32
c. gen. obj. ὁ θεὸς τῆς βοηθείας μου LXX Ps.61.8
c. gen. subjet. φίλων βοήθειαι Gorg.B 11a.33, τοῦ κυρίου LXX Id.5.23, 2Ma.8.35, 15.35, cf. I.AI 13.65, Vett.Val.107.3, τοῦ Νείλου X.Eph.4.2.9, o de origen παρ' ἐκείνου I.Vit.290, παρὰ τῶν θεῶν Aristid.Or.7.31, ἐκ τῆς θεοῦ X.Eph.1.7.1
abs. εἰ ... βοηθείας μηδαμόθεν τυγχάνοιμεν Isoc.6.70, οἱ ... βοηθείας δεόμενοι X.Mem.2.3.1, cf. Aen.Tact.15.1, οἱ βοηθείας ἔχοντες διὰ τὴν ἐμπειρίαν los que se ven asistidos de su experiencia Arist.Rh.1383a31, σπεύσειν εἰς βοήθειαν Aen.Tact.23.7, πρὸς τὴν ... βοήθειαν ἀνήκειν ITemple of Hibis 4.8 (I d.C.), ἔκραζε βοήθειαν ζητῶν Hierocl.Facet.52b, cf. Vett.Val.58.10, εὔκαιρος Ep.Hebr.4.16, cf. POxy.3627.6 (IV d.C.)
usado como exclamación socorro, auxilio ἀνεβόα τις τῶν ξένων «βοήθεια» Plb.13.8.5
en cont. milit. ayuda militar, fuerza auxiliar, refuerzos τῶν Θεσσαλῶν Th.2.22, τὴν παρ' ἡμῶν βοήθειαν Isoc.12.142, ἡ παρὰ Διονυσίου β. X.HG 7.1.20, cf. 7.4.12, βοήσαντος ἐκείνου τὴν [βο] ήθειαν Hell.Oxy.15.2, τὴν ... τῶν Ἀττικῶν νεῶν βοήθειαν Th.4.8, cf. D.18.302, IG l.c., op. ‘fuerzas regulares’, D.4.32, ἑπόμενοι ἐς βοήθειαν App.BC 1.38, de naves ἀποστεῖλαι τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐπὶ τὴν βοήθειαν D.S.13.36, c. gen. obj. τὰς τῶν πονουμένων βοηθείας tropas que ayuden a los que se encuentran en peligro Aen.Tact.1.5.
2 medic. asistencia terapéutica, cura, intervención médica οὐδεμίης βοηθείης ... δεόμενον en un catarro, Hp.VM 16, οὐδὲ συλλογισμοῦ, ἀλλὰ βοηθείης δεῖται Hp.Decent.11, cf. Ep.17.9, κίνδυνος ... ἰσχυρότερος ... πάσης βοηθείας Plu.Alex.19.
II en la administración egipcia
1 función auxiliar propia del βοηθός, empleado estatal PMasp.58.3.11 (VI d.C.).
2 colectivo de ayudantes o asistentes de un funcionario público Cod.Iust.10.30.4, cf. 12.63.2.
III náut., plu. cableado de refuerzo para ceñir el casco de la nave τὰς πρὸς εὔπλοιαν βοηθείας Ph.2.46, βοηθείαις ἐχρῶντο Act.Ap.27.17.

English (Abbott-Smith)

βοήθεια, -ας, ἡ (v.s. βοηθέω), [in LXX for עֵזֶר, etc.;]
help: He 4:16; pl., helps, "frapping," a technical nautical term (MM, Exp., x; DB, ext., 367): Ac 27:17.†

English (Strong)

from βοηθός; aid; specially, a rope or chain for frapping a vessel: help.

English (Thayer)

βοηθείας, ἡ (see βοηθέω), help: Sept., chiefly for עֶזְרָה and עֵזֶר; in Greek writings from Thucydides and Xenophon down); plural helps: B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, SHIPS Ship 4; Smith, Voyage and Shipwr. of St. Paul, pp. 106f, 204 f; cf. ὑποζώννυμι).

Greek Monolingual

η (AM βοήθεια)
1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία
2. επικουρική στρατιωτική δύναμη
3. προστασία, στήριγμα
4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια
τρέξτε να βοηθήσετε
νεοελλ.
1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος
2. η βοήθεια σε χρήμα, η ελεημοσύνη
3. (για έκφραση ευχής) βοήθειά μας ο Άγιος
4. (ως επιφώνημα) βοήθεια ή «μια βοήθεια» — ελεημοσύνη
αρχ.
1. ιατρική βοήθεια, θεραπεία
2. πλεονέκτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βοήθεια < βοήθοια < βoFāθoFiā με μεταπλασμό κατά τα θηλ. σε -ειă. Η μεταβολή του φωνήεντος από -ο- σε -ε- αναλογικά προς το ρ. βοηθέω.

Greek Monotonic

βοήθεια: ἡ,
I. 1. αρωγή, διάσωση, υποστήριξη, σε Θουκ. κ.λπ.
2. ιατρική βοήθεια, νοσηλεία, θεραπεία, γιατρειά, σε Πλούτ.
II. ενισχυτική δύναμη, βοήθεια, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βοήθεια:
1) тж. pl. помощь, подмога (ὑπέρ τινος Dem.): β. τινι Plat., Arst., Plut. помощь кому(чему)-л., Xen., Arst. средство против кого(чего)-л.; νεῶν β. Thuc. идущий на выручку флот;
2) защита (βοηθείας χάριν ἔχειν τὰ κέρατα Arst.);
3) средство, лекарство (πρὸς ὑγίειαν Arst.): κίνδυνος πάσης ἰσχυρότερος βοηθείας Plut. опасная болезнь, против которой нет лекарства;
4) вспомогательные войска Dem.;
5) выгода, преимущество (τοῦ τόπου καὶ τῶν στενῶν Plut.).

Middle Liddell

[From βοηθητέος
I. help, aid, rescue, support, Thuc., etc.
2. medical aid, cure, Plut.
II. an auxiliary force, βοήθεια Thuc., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοήθεια -ας, ἡ βοηθέω hulp, bijstand; geneesk. verzorging; milit. hulptroepen.

Chinese

原文音譯:bo»qeia 波誒-帖阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:懇求 相當於: (עָזַר‎) (עֶזְרָה‎) (קוּם‎ / קָמָי‎ / תְּקֹומֵם‎)
字義溯源:援助,扶持,幫助,纜索;源自(βοηθός)=援助者);由(βοή)=大喊)與(Θευδᾶς)X*=跑,進行)組成,而 (βοή)出自(βοάω)*=喊叫)
同源字:1) (βοήθεια)援助,扶持 2) (βοηθέω)援助,解救 3) (βοηθός)援助者,有幫助的 4) (ἐπικουρία)幫助
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編
1) 幫助(1) 來4:16;
2) 纜索(1) 徒27:17

English (Woodhouse)

assistance, help, reinforcement

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)