ἄσπονδος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans libations : ἀνοκωχὴ [[ἄσπονδος]] THC suspension | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans libations : ἀνοκωχὴ [[ἄσπονδος]] THC suspension d'armes, qui n’est pas une véritable trêve (<i>laquelle était toujours sanctionnée par des libations</i>) ; ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι THC enlever ses morts sans avoir demandé de trêve ; τὸ ἄσπονδον THC neutralité, <i>litt.</i> absence de traité <i>ou</i> de convention;<br /><b>2</b> qui n’admet pas de trêve, implacable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σπονδή]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:05, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, A without σπονδή or drink offering: hence, I of a god, to whom no drink offering is poured, ἄσπονδος θεός, i.e. death, E.Alc.424. II without a regular truce (ratified by σπονδαί), ἀνοκωχή Th.5.32; of persons, without making a truce, ἄ. ἀπιέναι Id.3.111, cf. 113; ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι take up their dead without leave asked, Id.2.22; τὸ εὐπρεπὲς ἄσπονδον the specious plea of neutrality, Id.1.37. 2 admitting of no truce, implacable, ἄσπονδόν τ' Ἄρη (ἀράν codd.) A.Ag.1235 (Pors.); πόλεμος D.18.262, Plb.1.65.6, etc.; ἔχθρα Plu.Per.30; ἀσπόνδοισι νόμοισιν ἔχθραν συμβάλλειν E.El.905 (lyr.); of persons, implacable, 2 Ep.Ti.3.3. Adv. -δως, ἔχειν Ph.Fr.24H.
German (Pape)
[Seite 374] (σπονδή), ohne Opferspende, dah. ohne Bündniß od. Vertrag u. Waffenstillstand, Thuc. 3, 111. 113, Ggstz ὑπόσπονδος, u. öfter; τὸ ἄσπ., Neutralität, 1, 37; ἄρης Aesch. Ag. 1208; θεός Eur. Alc. 426, u. oft, bes. πόλεμος ἄσπ. καὶ ἀκήρυκτος, unversöhnlich, wo von keinem Waffenstillstand die Rede ist, z. B. Dem. 18, 232; Pol. 1, 65, 6 u. A.; ἔχθρα Plut. Pericl. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans libations : ἀνοκωχὴ ἄσπονδος THC suspension d'armes, qui n’est pas une véritable trêve (laquelle était toujours sanctionnée par des libations) ; ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι THC enlever ses morts sans avoir demandé de trêve ; τὸ ἄσπονδον THC neutralité, litt. absence de traité ou de convention;
2 qui n’admet pas de trêve, implacable.
Étymologie: ἀ, σπονδή.
Spanish (DGE)
-ον
I 1al que no se hacen libaciones ἄ. θεός e.d. la muerte, E.Alc.424.
2 que no comporta libaciones θύεα Nonn.D.7.66, θυσίαι Eus.DE 8.2.402d.
II 1que no ha hecho un convenio de pers. ἀπίεναι ἀσπόνδους Th.3.111, ξυνεξῆσαν ἄσπονδοι Th.3.113
•no incluido en un convenio ἀνείλοντο ... αὐτοὺς (νεκροὺς) ... ἀσπόνδους Th.2.22
•no ratificado por un convenio ἀνοκωχή Th.5.32, διοκωχή D.C.47.27.2, τὸ εὐπρεπὲς ἄσπονδον el especioso convenio Th.1.37.
2 que no admite tregua, implacable ἄσπονδόν τ' Ἄρη A.A.1235, ἀσπόνδοισι γὰρ νόμοισιν ἔχθραν τῷδε συμβεβλήκαμεν E.El.905, πόλεμος D.18.262, Plb.1.65.6, Hld.5.32.2, Plu.2.1095f, τύχη Hld.8.9.8, ἔχθρα Plu.Per.30, ἀπειλή Nonn.D.20.310
•de pers. irreconciliable, implacable 2Ep.Ti.3.3, Pall.V.Chrys.9p.57, Hsch., θυμός Ach.Tat.6.19.4
•τὸ ἄσπονδον intratabilidad ἐνετίθει ... τῇ παιδιᾷ τῆς γνώμης τὸ ἄσπονδον Ach.Tat.2.20.2.
III adv. -ως implacablemente ἀ. ἔχειν Ph.Fr.24.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of σπένδω; literally, without libation (which usually accompanied a treaty), i.e. (by implication) truceless: implacable, truce-breaker.
English (Thayer)
ἀσπονδον (σπονδή a libation, which, as a kind of sacrifice, accompanied the making of treaties and compacts; cf. Latin spondere); (from Thucydides down);
1. without a treaty or covenant; of things not mutually agreed upon, e. g. abstinence from hostilities, Thucydides 1,37, etc.
2. that cannot be persuaded to enter into a covenant, implacable (in this sense from Aeschylus down; especially in the phrase ἄσπονδος πόλεμος, Dem. pro cor., p. 314,16; Polybius 1,65, 6; (Philo de sacrif. § 4); Cicero, ad Att. 9,10, 5; (cf. Trench, § lii.)): joined with ἄστοργος, 2 Timothy 3:3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσπονδος, -ον) σπονδή
αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα)
νεοελλ.
φρ. «άσπονδοι φίλοι» — για ανθρώπους που μισούνται αναμεταξύ τους αλλά φέρονται με υποκριτική φιλία
αρχ.
1. (για θεό) εκείνος στον οποίο δεν γίνεται σπονδή, δηλ. ο θάνατος
2. αυτός που γίνεται χωρίς σπονδές, χωρίς επίσημη συμφωνία επικυρωμένη με σπονδή
3. το ουδ. ως ουσ. η ουδετερότητα.
Greek Monotonic
ἄσπονδος: -ον (σπονδή)·
I. αυτός που δεν προσφέρει σπονδές, λέγεται για κάποιο θεό, στον οποίο δεν χύνονται χοές, ἄσπονδος θεός, δηλ. θάνατος, σε Ευρ.
II. 1. αυτός που δεν κάνει κανονική ανακωχή (που επικυρώνεται με σπονδαί), σε Θουκ.· ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι, πήραν τους νεκρούς τους χωρίς σπονδές, στον ίδ.· τὸ ἄσπονδον, διατήρηση μιας συμφωνίας ή συνθήκης με άλλους, ουδετερότητα, στον ίδ.
2. αυτός που δεν δέχεται καμία ανακωχή, αδιάλλακτος, θανάσιμος, Λατ. internecinus, λέγεται για τον πόλεμο, σε Αισχύλ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσπονδος:
1) не освященный возлияниями, т. е. не скрепленный установленными обрядами (ἀνοκωχή Thuc.): ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι Thuc. убрать трупы без заключения перемирия;
2) непримиримый (Ἄρης Aesch.; πόλεμος Dem., Polyb., Plut.; ἔχθρα Plut.): ἄ. θεός Eur. = θάνατος.
Middle Liddell
σπονδή
I. without drink-offering, of a god, to whom no drink-offering is poured, ἄσπ. θεός i. e. death, Eur.
II. without a regular truce (which was ratified by σπονδαί), Thuc.; ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι to take up their dead without leave asked, Thuc.; τὸ ἄσπονδον a keeping out of treaty or covenant with others, neutrality, Thuc.
2. admitting of no truce, implacable, deadly, Lat. internecinus, of war, Aesch., Dem.
Chinese
原文音譯:¥spondoj 阿-士胖多士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-奠酒的
字義溯源:不奠酒的,不和解的,不解怨的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(σπένδω)*=澆奠)組成
出現次數:總共(2);羅(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 不解怨(1) 提後3:3;
2) 不和解的(1) 羅1:31