ἀνεπίληπτος: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] dem nicht beizukommen ist, tadellos, [[βίος]] Eur. Or. 922; ἀνεπιληπτότερον Plat. Phil. 43 c; Thuc. 3, 17; [[ἐξουσία]], absolute Gewalt, Dion. H. 2, 14. – Adv., Xen. An. 7, 6, 37. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] dem nicht beizukommen ist, tadellos, [[βίος]] Eur. Or. 922; ἀνεπιληπτότερον Plat. Phil. 43 c; Thuc. 3, 17; [[ἐξουσία]], absolute Gewalt, Dion. H. 2, 14. – Adv., Xen. An. 7, 6, 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non exposé à être attaqué ; <i>fig.</i> irréprochable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπιλαμβάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπίληπτος''': -ον, [[ἀδιάβλητος]], τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, [[ἄμεμπτος]], [[βίος]] Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· [[ἐξουσία]] ἀν., [[ἀπόλυτος]], Διον. Ἁλ. 2. 14· [[τέχνη]] Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37. | |lstext='''ἀνεπίληπτος''': -ον, [[ἀδιάβλητος]], τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, [[ἄμεμπτος]], [[βίος]] Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· [[ἐξουσία]] ἀν., [[ἀπόλυτος]], Διον. Ἁλ. 2. 14· [[τέχνη]] Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 12:27, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, not open to attack, τοῖς ἐχθροῖς Th.5.17; not censured, blameless, βίος v.l. in E.Or.922, X.Cyr.1.2.15; perfect, τέχνη Ph.1.15; ἀνεπιληπτότερον less open to criticism, Pl.Phlb.43c; ἐξουσία ἀνεπίληπτος = not subject to control, D.H.2.14; unassailable, not subject to cancellation, συγγραφαί PTaur.1.7.15. Adv. ἀνεπιλήπτως = without being attacked X.An.7.6.37, Ph.2.2,al.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no puede ser suprimido συγγραφαί UPZ 162.7.15 (II a.C.), cf. PTeb.5.48 (II a.C.)
•no sometido a control ἐξουσία D.H.2.14.
2 de pers. no expuesto a ser acusado, irreprochable de Nicias, Th.5.17, Πέρσαι X.Cyr.1.2.15, διαφύλαξαν ἀνεπιλήπτους ἑαυτούς Plb.30.7.6, οἱ ... ἀπὸ Πύρρωνος Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170a, ἢν δὲ ... καθαρὸς ὑμῖν καὶ ἀνεπίληπτος εὐρίσκωμαι Luc.Pisc.8, οἱ σύμμαχοι Ph.2.132
•de abstr. perfecto, irreprochable τὸ λεγόμενον Pl.Phlb.43c, δοκιμασία Ph.2.362, τέχνη Ph.1.15, D.Chr.12.66, νόμος φύσεως Ph.1.349, προαίρεσις Plb.14.2.14.
3 subst. τὸ ἀνεπίληπτον = la perfección τῆς ὀροφῆς ... τὸ ἀνεπίληπτον Luc.Dom.7.
II adv. ἀνεπιλήπτως = sin peligro, ἀνεπιλήπτως πορεύεσθαι X.An.7.6.37.
German (Pape)
[Seite 224] dem nicht beizukommen ist, tadellos, βίος Eur. Or. 922; ἀνεπιληπτότερον Plat. Phil. 43 c; Thuc. 3, 17; ἐξουσία, absolute Gewalt, Dion. H. 2, 14. – Adv., Xen. An. 7, 6, 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non exposé à être attaqué ; fig. irréprochable.
Étymologie: ἀ, ἐπιλαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίληπτος: -ον, ἀδιάβλητος, τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, ἄμεμπτος, βίος Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· ἐξουσία ἀν., ἀπόλυτος, Διον. Ἁλ. 2. 14· τέχνη Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of ἐπιλαμβάνομαι; not arrested, i.e. (by implication) inculpable: blameless, unrebukeable.
English (Thayer)
(L T Tr WH ἀνεπίλημπτος; see Mu, ἀνεπίληπτον (alpha privative and ἐπιλαμβάνω), properly, not apprehended, that cannot be laid hold of; hence, that cannot be reprehended, not open to censure, irreproachable (Tittmann i., p. 31; Trench, § ciii.): Euripides and) Thucydides down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπίληπτος, -ον)
μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»].
Greek Monotonic
ἀνεπίληπτος: -ον, αυτός που δεν επιδέχεται επίθεση, αδιάβλητος, άμεμπτος, σε Ευρ., Θουκ.· επίρρ. -τως, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίληπτος:
1) неуязвимый для нападок (τοῖς ἐχθροῖς Thuc.): ὦδ᾽ ἔσται ἀνεπιληπτότερον τὸ λεγόμενον Plat. правильнее будет сказать вот как;
2) безупречный, непорочный (βίος Eur., Xen., Plut.).
Middle Liddell
not open to attack, not censured, blameless, Eur., Thuc.: adv. -τως, Xen.