ἕξις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />manière d’être, état :<br /><b>1</b> bonne constitution du corps;<br /><b>2</b> état <i>ou</i> habitude de l'esprit <i>ou</i> de l'âme;<br /><b>3</b> faculté, capacité résultant de l'expérience, expérience.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />manière d’être, état :<br /><b>1</b> bonne constitution du corps;<br /><b>2</b> état <i>ou</i> habitude de l'esprit <i>ou</i> de l'âme;<br /><b>3</b> faculté, capacité résultant de l'expérience, expérience.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἕξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[владение]], [[обладание]] (ἐπιστήμης [[κτῆσις]] καὶ ἕ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[состояние]], [[свойство]] (τοῦ σώματος Plat., Plut.; τῆς ψυχῆς Plat., Arst. и ἐν τῇ ψυχῇ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> филос. (в отличие от [[διάθεσις]] и [[πάθος]]) устойчивое состояние (διαφέρει ἕ. διαθέσεως τῷ πολυχρονιώτερον εἶναι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> навык(и), опыт(ность) (ἐν ἀστρολογίᾳ Polyb. и εἰς τὴν ἀστρολογίαν Diod.; τῶν πληρωμάτων Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> [[предрасположение]], [[способность]] (πονηρὰ ψυχῆς ἕ. Plat.; τὰ ἔργα σημεῖα τῆς ἕξεώς ἐστιν Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕξις:''' -εως, ἡ ([[ἔξω]], μέλ. του [[ἔχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[κτήση]], [[κατοχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[φυσική]] [[κατάσταση]] ή [[συνήθεια]] του σώματος, [[ιδίως]], λέγεται για [[καλή]] [[φυσική]] [[κατάσταση]] ή [[συνήθεια]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> νοητική [[κατάσταση]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἕξις:''' -εως, ἡ ([[ἔξω]], μέλ. του [[ἔχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> μτβ., [[κτήση]], [[κατοχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[φυσική]] [[κατάσταση]] ή [[συνήθεια]] του σώματος, [[ιδίως]], λέγεται για [[καλή]] [[φυσική]] [[κατάσταση]] ή [[συνήθεια]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> νοητική [[κατάσταση]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[владение]], [[обладание]] (ἐπιστήμης [[κτῆσις]] καὶ ἕ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[состояние]], [[свойство]] (τοῦ σώματος Plat., Plut.; τῆς ψυχῆς Plat., Arst. и ἐν τῇ ψυχῇ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> филос. (в отличие от [[διάθεσις]] и [[πάθος]]) устойчивое состояние (διαφέρει ἕ. διαθέσεως τῷ πολυχρονιώτερον εἶναι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> навык(и), опыт(ность) (ἐν ἀστρολογίᾳ Polyb. и εἰς τὴν ἀστρολογίαν Diod.; τῶν πληρωμάτων Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> [[предрасположение]], [[способность]] (πονηρὰ ψυχῆς ἕ. Plat.; τὰ ἔργα σημεῖα τῆς ἕξεώς ἐστιν Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:16, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕξις Medium diacritics: ἕξις Low diacritics: έξις Capitals: ΕΞΙΣ
Transliteration A: héxis Transliteration B: hexis Transliteration C: eksis Beta Code: e(/cis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἔχω):
I (ἔχω trans.) having, being in possession of, possession, ἐπιστήμης ἕξις, opp. κτῆσις, Pl.Tht.197b; νοῦ Id.Cra. 414b; ἡ τῶν ὅπλων Id.Lg.625c, cf. R.433e, Sph.247a, al., Arist. Metaph.1022b4; opp. στέρησις, ib.1055b13, S.E.P.3.49.
2 in surgery, posture, Hp.Off.3; ἕξις ἢ θέσις ib.15.
II (ἔχω intr.) a being in a certain state, a permanent condition as produced by practice (πρᾶξις), diff. from σχέσις (which is alterable) (v. infr.):
1 state or habit of body, Id.Aph.2.34, cf. Pl.Tht.153b; ἕξις ὑγιεινή (so also X.Mem.1.2.4), opp. διάθεσις ἀθλητική, Hp.Alim.34; σχέσις καὶ ἕξις καὶ ἡλικίη Id.Mochl.41; ἡ φύσις καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43: pl., Thphr. Sens.69: generally, condition, ἐν ἕξει τοῦ δρᾶν D.H.Comp. 25; ἕξις λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος Hp.Art.12; τῷ θερμὴν ἕξιν ἔχοντι Polystr. p.26W.; outward appearance, ἡ ἕξις τοῦ σώματος κρείσσων LXXDa. 1.15, cf. 1 Ki.16.7, Sm.La.4.7; habit of a vine, Thphr.CP3.14.5; of material objects, ὑπὸ μιᾶς ἕξεως συνέχεσθαι S.E.M.7.102, cf. Ph.2.511, Stoic.2.124,al.
b medic., the system, Ath.2.45e, Mnesith. ib.54b, Paul.Aeg.3.59.
2 state or habit of mind, ἕξις κακίης Democr. 184; τὰς φύσεις τε καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Pl.Lg.650b, etc.; ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἕξις, opp. ἡ τῶν σωμάτων ἕξις, Id.Tht.l.c.; πονηρᾶς ψυχῆς ἕξει ib.167b; λαμβάνειν ἕξιν τιμιωτέραν Id.R.591b.
b esp. acquired habit, opp. ἐνέργεια, Arist.EN1098b33,al.
3 trained habit, skill, Pl.Phdr. 268e, Arist.Pr.955b1, Plb.10.47.7, D.S.2.29; τέχνη defined as ἕξις ἢ διάθεσις ἀπὸ παρατηρήσεως Phld.Rh.1.69S.; ἄκρα ἕξις D.H.Comp.11: c. gen., τὴν τῶν Ἰουδαϊκῶν γραμμάτων ἕξιν Aristeas 121; ἕξις πολιτικῶν λόγων Phld.Rh.2.35 S. (Almost confined to Prose, but cf. Orph.A. 391.)

German (Pape)

[Seite 882] ἡ (ἔχω), 1) das Haben, Besitzen; τῆς ἐπιστήμης Plat. Theaet. 197 a; ὅπλων Legg. I, 625 c; καὶ παρουσία δικαιοσύνης Soph. 247 a; vgl. Arist. Categ. 10; Ggstz von στέρησις, S. Emp. Pyrrh. 3, 50. – 2) Gew. der Zustand, die Beschaffenheit; τῶν σωμάτων Plat. Theaet. 153 b; ἀνδραπόδου Legg. XII, 966 b; bes. gute, kräftige Körperkonstitution, Xen. Mem. 1, 2, 4; Hippoer.; oft auf das Geistige übertr., nach Plat. Def. 414 c διάθεσις ψυχῆς καθ' ἣν ποιοί τινες λεγόμεθα, wie Phil. 11 d ἕξις ψυχῆς καὶ διάθεσις verbunden ist; φύσεις καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Legg. I, 650 b; Arist. sagt Eth. 2, 5, neben δυνάμεις u. πάθη, ἕξεις δὲ λέγω, καθ' ἃς πρὸς τὰ πάθη ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς; bes. im Ggstz gegen πρᾶξις u. ἐνέργεια, ein passiver Zustand der Seele. S. Emp. adv. math. 8, 81 unterscheidet ἕξις von φύσις u. ψυχή. – Geschicklichkeit, Erfahrung, ἐν ἀστρολογίᾳ μεγίστην ἕξιν ἔχειν D. Sic. 3, 31; vgl. Pol. 1, 51, 4. 21, 7, 3; Arist. probl. 30, 2, Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 7; firma illa facilitas, quam Graeci ἕξιν vocant, Quinct. I. O. 10 prooem. Von Dichtern nur Sp., wie Orph. Arg. 389.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
manière d’être, état :
1 bonne constitution du corps;
2 état ou habitude de l'esprit ou de l'âme;
3 faculté, capacité résultant de l'expérience, expérience.
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἕξις: εως ἡ
1) владение, обладание (ἐπιστήμης κτῆσις καὶ ἕ. Plat.);
2) состояние, свойство (τοῦ σώματος Plat., Plut.; τῆς ψυχῆς Plat., Arst. и ἐν τῇ ψυχῇ Plat.);
3) филос. (в отличие от διάθεσις и πάθος) устойчивое состояние (διαφέρει ἕ. διαθέσεως τῷ πολυχρονιώτερον εἶναι Arst.);
4) навык(и), опыт(ность) (ἐν ἀστρολογίᾳ Polyb. и εἰς τὴν ἀστρολογίαν Diod.; τῶν πληρωμάτων Polyb.);
5) предрасположение, способность (πονηρὰ ψυχῆς ἕ. Plat.; τὰ ἔργα σημεῖα τῆς ἕξεώς ἐστιν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἕξις: -εως, ἡ, (ἕξω, μέλλ. τοῦ ἔχω). Ι. (ἔχω μεταβ.) τὸ ἔχειν ἢ κατέχειν τι, ἐπιστήμης ἕξις, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κτῆσις, Πλάτ. Θεαίτ. 197Β· νοῦ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414Β· ἡ τῶν ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 625C· πρβλ. Πολ. 433Ε, Σοφιστ. 247Α, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20, 1 ΙΙ. (ἔχω ἀμεταβ.) τὸ εὑρίσκεσθαι ἔν τινι καταστάσει, διαρκὴς κατάστασις προκύπτουσα ἕνεκα συνηθείας ἢ ἀσκήσεως (πράξεως) διαφέρουσα τῆς σχέσεως (ἥτις μεταβάλλεται). 1) κατάστασιςδιάθεσις τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1245· ἔτι καὶ ἰδιαιτέρου μέρους τοῦ σώματος, ἕξις λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος ὁ αὐτὸς π. Ἄρθρ. 789· ἕξις, συνήθεια, ὡς καὶ νῦν, ταύτην γὰρ τὴν ἓξιν ὑγιεινήν... ἱκανῶς εἶναι... ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 4. Πλάτ. 2) κατάστασιςσυνήθεια τῆς ψυχῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν δύναμιν (φυσικὸν προσὸν), Πλάτ. Νόμοι 650Β, κτλ.· ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἕξις, ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἐνυπάρχουσα κατάστασις, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτ. 153Β πονηρᾷ ψυχῆς ἕξει αὐτόθι 167Α· ἕξιν τινὰ λαμβάνειν ὁ αὐτὸς Πολ. 591Β· - ἰδίως πρόσκτητος συνήθεια, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐνέργεια, ἐν ἕξει ἢ ἐνεργείᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 9., 2. 1, 7., 3. 7. 6, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐνίοτε περιλαμβάνει τὴν ἐνέργειαν, ὁ αὐτὸς Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20. 3) ἐπιτηδειότης, ἱκανότης, ὡς ἀποτέλεσμα ἀσκήσεως ἢ πείρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε, Ἀριστ. Προβλ. 30. 2, κτλ.· - πρβλ. ἑκτικός.

English (Strong)

from ἔχω; habit, i.e. (by implication) practice: use.

English (Thayer)

ἕξεως, ἡ (ἔχω, future ἕξω), a habit, whether of body or of mind (Xenophon, Plato, Aristotle, others); a power acquired by custom, practice, use ("firma quaedam facilitas, quae apud Graecos ἕξις nominatur," Quintilian 10,1at the beginning); so ἐν τούτοις ἱκανήν ἕξιν περιποιησάμενος, Sir. prol. 7; ἕξιν ἔχειν γραμματικης, Polybius 10,47, 7; ἐν τοῖς πολεμικοῖς, 21,7, 3; ἐν ἀστρολογία μεγίστην, Diodorus 2,31; λογικήν ἕξιν περιποιουμενος, Philo, aleg. legg. 1,4).

Greek Monotonic

ἕξις: -εως, ἡ (ἔξω, μέλ. του ἔχω),·
I. μτβ., κτήση, κατοχή, σε Πλάτ.
II. 1. αμτβ., φυσική κατάσταση ή συνήθεια του σώματος, ιδίως, λέγεται για καλή φυσική κατάσταση ή συνήθεια, σε Ξεν., Πλάτ.
2. νοητική κατάσταση, στον ίδ.

Middle Liddell

ἕξις, εως [ἕξω, fut. of ἔχω]
I. a having, possession, Plat.
II. (intr.) a habit of body, esp. a good habit, Xen., Plat.
2. a habit of mind, Plat.

Chinese

原文音譯:›xij 赫克西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:有(著)
字義溯源:習慣,練習,習用;源自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 習用(1) 來5:14

English (Woodhouse)

condition, disposition, habit, state, acquired habit, state of mind

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)