θέλυμνα: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />fondements des choses.<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser ; cf. [[τίθημι]]. | |btext=ων ([[τά]]) :<br />[[fondements des choses]].<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser ; cf. [[τίθημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ων, τά,= θέμεθλα, foundations or elements of things, θέλυμνα τε καὶ στερεωπά cj. for θελημνά, θελημά, Emp.21.6. (Cf. προθέλυμνος, τετραθέλυμνος.)
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
fondements des choses.
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. τίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
θέλυμνα: -ων, τά, = θέμεθλα, τὰ θεμέλια ἢ στοιχεῖα τῶν πραγμάτων, τὰ semina rerum τοῦ Λουκρητίου, Ἐμπεδ. 73, 139 Sturz· πρβλ. τὸ Ὁμηρ. προθέλυμνος, τετραθέλυμνος· ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ὁ Karsten ἀναγινώσκει ἐθελυμνά, ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ ἐθελημά.
Russian (Dvoretsky)
θέλυμνα: τά (лат. semina rerum Lucr.) основания, первоначала Emped.
German (Pape)
[Seite 1193] τό (τίθημι, vgl. θέμεθλα), nur im plur., Schol. Il. 10, 15 erkl. θέλυμνα οἱ θεμέλιοι, bei Empedocl. 73. 139 die Grundstoffe der Dinge, auch θέλιμνα geschrieben. Vgl. προθέλυμνος u. τετραθέλυμνος.
Greek Monolingual
θέλυμνον, τὸ (Α)
στον πληθ. τά θέλυμνα
τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία του κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β' συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί του υπάρχοντος θέλημ(ν)α. Υπάρχει κατ' αρχήν πρόβλημα ως προς την ακριβή σημασία του. Τα περιβάλλοντα στα οποία απαντά οδηγούν σε διάφορες ερμηνείες. Ως β' συνθετικό του επιθ. τετρα-θέλυμνος το οποίο προσδιορίζει το ουσ. σάκος (το) «ασπίδα» (Ιλ.Ο 479, Οδ.φ 122) έχει τη σημασία «στρώμα, επιφάνεια» («ασπίδα καλυμμένη με τέσσερα στρώματα βοείου δέρματος ή χαλκού»). Η διορθωμένη φράση του Εμπεδοκλή θέλυμνά τε καί στερεωπά μπορεί επίσης να ερμηνευθεί ως «επιφάνειες και στερεά σώματα». Για το επίθετο προ-θέλυμνος έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες. Κατά μια άποψη το α' συνθετικό προ- θεωρείται ως αιολ. τ. του τρα- (= τε-τρα) < πτFρα- (πρβλ. τρά-πεζα «με τέσσερα πόδια»). Η ερμηνεία αυτή αναφέρεται στη φράση του Ομήρου φράξαντες σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ (Ιλ. Ν 130) και εξισώνει το προθέλυμνος με το τετραθέλυμνος. Κατ' άλλη άποψη, όμως, το επίθ. ερμηνεύεται ως «με προτεταμένη επιφάνεια» («σχημάτισαν φραγμό ενώνοντας ασπίδα με κυρτή ασπίδα») οι δε αρχαίοι λεξικογράφοι το ερμηνεύουν στο εν λόγω χωρίο ως «επάλληλος, συνεχής». Στο χωρίο προθέλυμνα χαμαὶ βάλε δένδρεα (Ιλ.Ι 541) το επίθ. ερμηνεύεται ως «ξεριζωμένος, με τις ρίζες προς τα εμπρός» («έριξε στη γη δένδρα με τις ρίζες τους στον αέρα»), σημασία παραπλήσια με εκείνη στο χωρίο προθελύμνους έλκετο χαίτας (Ιλ.Κ 15) «έβγαζε τα μαλλιά του από τις ρίζες». Με τη συγγενή σημασία «θεμελιώδες στοιχείο» ερμηνεύεται από ορισμένους και η προαναφερθείσα διορθωμένη φράση του Εμπεδοκλή θέλυμνά τε καί στερεωπά («θεμελιώδη στοιχεία και στερεά σώματα»). Η ετυμολογία της λέξεως είναι εντελώς αβέβαιη. Κατά μια άποψη προέρχεται από αμάρτυρο τ. θέρυμνο- (με ανομοίωση) < ΙΕ ρίζα dher- «στηρίζω, κρατώ», οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. dharuna (θεμέλιο, υποστήριγμα». Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για λέξη του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος.
ΣΥΝΘ.: (Β' συνθετικό) αρχ. προθέλυμνος, τετραθέλυμνος, τριθέλυμνος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: in προθέλυμνος, τετραθέλυμνος; προθέλυμνος adjunct of δένδρεα (Ι 541), of χαῖται (Κ 15), of σάκος (Ν 130); posthom. of diff. objects (δρῦς, καρήατα); - τετραθέλυμνος adjunct of σάκος (Ο 479 = χ 122); cf. τριθέλυμνος = τρίπτυχος Eust. 849, 5.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: A the simplex is unknown, Sturz read it in Emp. 21,6 for tradit. θελημνά (Diels a. o. θελεμνά). With προθέλυμνος cf. πρόρριζος of which the root is gone, uprooted, Lat. profundus of which the bottom is gone (removed), deep, Skt. pra-parṇa- whose leaves have fallen off, stripped of the leaves. As the sec. member of προθέλυμνος, which can be reconstructed as well as *θέλυμα as as *θελυμνον (-ος), is interpreted as basis, προθέλυμνος would mean whose basis (bottom) is gone, removed (from its fundament), what might fit for all occurrences except Ν 130 (after it Nonn. D. 22, 183; 2, 374). Improbable Wackernagel Unt.. 237ff. (criticism of older views) who wans to see in it a variant of τετραθέλυμνος with four layers, with προ- as the Aeolic parallel of τρα- from *πτϜρα- (cf. τράπεζα) (impossible as the word is non-IE). - The glosses of H ἀθέλιμνοι κακοί; ἀθέλημον ἄκουσμα κακόν are unclear; id. for θέλεμνον ὅλον ἐκ ῥιζῶν (Latte in Mayrhofer KEWA. 2, 94A.). As the place in Empedokles is unclear, we can only use the compp. Connection with Sanskrit dharúṇam n. in Mayrhofer is also impossible (as the word is Pre-Greek). - Krahe Die Antike 15, 181 thinks the word is Pre-Greek, which is without a doubt correct (suff. (-υμνος).