προκοπή: Difference between revisions
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokopi | |Transliteration C=prokopi | ||
|Beta Code=prokoph/ | |Beta Code=prokoph/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[progress on a journey]], Plu.2.76d.<br><span class="bld">2</span> generally, [[progress]], [[advance]], <b class="b3">τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν</b> that opinion-forming was the stoppage of [[progress]], Bion ap.D.L.4.50; <b class="b3">π. σχεῖν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν</b>, Plb.2.37.10, 2.13.1, 8.15.6; ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον π. Id.1.12.7; opp. ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον π. J.''AJ''4.4.1; freq. of [[moral progress]], Stoic.3.31, al.; <b class="b3">παλίντροπος π</b>. [[progress]] in a contrary direction, Plb. 5.16.9; ἐν παιδείᾳ π. [[LXX]] ''Si.''51.17; [[proficiency]], ἐν τοῖς λόγοις Phld. ''Piet.''107; ἐν φιλοσοφίᾳ D.S.16.6, cf. Cic.''Att.''15.16; π. τοῦ εὐαγγελίου ''Ep.Phil.''1.12; τὸ ἐπιστρέφειν προϊέναι ἐστί, π. γάρ τις, ἀλλ' οὐχὶ ἀπὸ τοῦ αἰτίου Dam.''Pr.''77; [[improvement]] in health, Herod.Med. ap. Orib.10.8.17: pl., προκοπὰς λαμβάνειν Plb.10.47.12, cf. Phld.''Rh.''2.54 S., Ph.1.83, al., J.''BJ''2.2.5, Plu.2.75b, Luc.''Alex.''22; ἐν προκοπαῖς ''Epigr.Gr.''321.6, ''Arch.Pap.''1.220 (Egypt), cf. ''IG''14.1976 (Rome); ἐν μείζοσι προκοπαῖς ''PRyl.''233.16 (ii A.D.).<br><span class="bld">b</span> [[success]], [[prosperity]], <b class="b3">δόζα καὶ π. παρά τισιν ὑπάρξει</b> Aristeas 242, cf. ''OGI''627.2 (Bostra), Heph.Astr.1.1.<br><span class="bld">3</span> [[military promotion]], J.''BJ''6.2.6.<br><span class="bld">4</span> [[process]], [[κατὰ προκοπήν]] = by [[process]] of [[time]] or [[growth]], Sor.1.43.<br><span class="bld">5</span> Math., [[progression]] of numbers, μέχρις ἂν εἰς τετράδα ἡ π. ἔλθῃ ''Theol.Ar.'' 21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 45: | Line 45: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[πρόοδος]]). Ἀπό τό [[προκόπτω]] (=[[προχωρῶ]]) → [[πρό]] + [[κόπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[πρόοδος]]). Ἀπό τό [[προκόπτω]] (=[[προχωρῶ]]) → [[πρό]] + [[κόπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[success]]=== | |||
Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: [[succes]], [[welgang]], [[goed gevolg]]; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: [[succès]]; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: [[Erfolg]]; Greek: [[επιτυχία]]; Ancient Greek: [[ἐπίτευγμα]], [[ἐπίτευξις]], [[ἐπιτυχία]], [[εὐδαιμονία]], [[εὐδαιμονίη]], [[εὐδαιμοσύνη]], [[εὐημέρημα]], [[εὐημερία]], [[εὐμοιρία]], [[εὐπράγημα]], [[εὐπραγία]], [[εὐπραξία]], [[εὔπραξις]], [[εὐπρηγίη]], [[εὐπρηξίη]], [[εὔροια]], [[εὐτύχημα]], [[κάρτος]], [[κατόρθωμα]], [[κατόρθωσις]], [[κράτος]], [[κρέτος]], [[μεγαλοπραγία]], [[ξυντυχία]], [[οὐριότης]], [[πρᾶξις]], [[προκοπή]], [[προτέρημα]], [[συντυχία]], [[συντυχίη]], [[τὰ χρηστά]], [[τὸ εὐτυχές]], [[τὸ κατορθοῦν]], [[τὸ ὀρθούμενον]], [[τύχη]], [[χάρις]]; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: [[successo]]; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: [[successus]], [[fructus]]; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني; Persian: موفقیت, سوکسه; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: [[sucesso]], [[êxito]]; Romanian: succes, succese; Russian: [[успех]], [[удача]]; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: [[éxito]], [[acierto]]; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی; Uyghur: ئۇتۇق, مۇۋەپپەقىيەت; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה | |||
}} | }} |
Revision as of 14:58, 17 March 2023
English (LSJ)
ἡ,
A progress on a journey, Plu.2.76d.
2 generally, progress, advance, τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν that opinion-forming was the stoppage of progress, Bion ap.D.L.4.50; π. σχεῖν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν, Plb.2.37.10, 2.13.1, 8.15.6; ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον π. Id.1.12.7; opp. ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον π. J.AJ4.4.1; freq. of moral progress, Stoic.3.31, al.; παλίντροπος π. progress in a contrary direction, Plb. 5.16.9; ἐν παιδείᾳ π. LXX Si.51.17; proficiency, ἐν τοῖς λόγοις Phld. Piet.107; ἐν φιλοσοφίᾳ D.S.16.6, cf. Cic.Att.15.16; π. τοῦ εὐαγγελίου Ep.Phil.1.12; τὸ ἐπιστρέφειν προϊέναι ἐστί, π. γάρ τις, ἀλλ' οὐχὶ ἀπὸ τοῦ αἰτίου Dam.Pr.77; improvement in health, Herod.Med. ap. Orib.10.8.17: pl., προκοπὰς λαμβάνειν Plb.10.47.12, cf. Phld.Rh.2.54 S., Ph.1.83, al., J.BJ2.2.5, Plu.2.75b, Luc.Alex.22; ἐν προκοπαῖς Epigr.Gr.321.6, Arch.Pap.1.220 (Egypt), cf. IG14.1976 (Rome); ἐν μείζοσι προκοπαῖς PRyl.233.16 (ii A.D.).
b success, prosperity, δόζα καὶ π. παρά τισιν ὑπάρξει Aristeas 242, cf. OGI627.2 (Bostra), Heph.Astr.1.1.
3 military promotion, J.BJ6.2.6.
4 process, κατὰ προκοπήν = by process of time or growth, Sor.1.43.
5 Math., progression of numbers, μέχρις ἂν εἰς τετράδα ἡ π. ἔλθῃ Theol.Ar. 21.
German (Pape)
[Seite 731] ἡ, der Fortgang auf dem Wege, gew. übertr., Fortgang, Gedeihen; auch Fortschreiten in wissenschaftlicher Ausbildung, Cic. ad Att. 15, 16; ἐπὶ τὸ χεῖρον od. τὸ βέλτιον, im Guten u. Bösen, Philo; vgl. Plut. adv. Stoic. 9; auch absolut, im plur., Luc. Alex. 22; προκοπαῖς λάμψας, Ep. ad. 724 (App. 313); τοιαύτην προκοπὴν καὶ συντέλειαν ἔσχε τοῦτο τὸ μέρος, Pol. 2, 37, 10, u. öfter, im guten Sinne, π ροκοπὴν ποιεῖσθαι u. λαμβάνειν, aber auch im bösen, ἡ πρᾶξις παλίντροπον λαβοῦσα τὴν προκοπὴν ταῖς ἐξ ἀρχῆς αὐτῶν ἐλπίσιν, 5, 16, 9. Vgl. noch Luc. soloecist. 6.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 marche en avant;
2 fig. progrès, avancement (en crédit, en puissance).
Étymologie: προκόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκοπή -ῆς, ἡ [προκόπτω] voortgang; overdr. vooruitgang, verbetering.
Russian (Dvoretsky)
προκοπή: ἡ тж. pl. продвижение, перен. преуспеяние Polyb., Plut., Luc., NT: π. παλίντροπος Polyb. попятное движение, регресс.
Greek (Liddell-Scott)
προκοπή: ἡ, πρόοδος ἐν πορείᾳ, Πλούτ. 2. 76D· πρβλ. προκόπτω Ι. 2) καθόλου, πρόοδος, ἐπίδοσις, τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν, ὅτι ἡ οἴησις ἦτο ἐμπόδιον τῆς προόδου, Βίων παρὰ Διογ. Λ. 4. 50· πρ. ἔχειν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν, Πολύβ. 2. 37, 10, κ. ἀλλ.· ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον πρ. ὁ αὐτ. 1. 12, 7· ἀντίθετον τῷ ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον πρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 4, 1· πρ. παλίντροπος, πρόοδος κατ’ ἐναντίαν φοράν, Πολύβ. 5. 16, 9· πρ. ἐν φιλοσοφίᾳ Διόδ. 16. 6, πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 16· ― οὕτως ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 75Β, Λουκ. Ἀλέξ. 22· ἐν προκοπαῖς, ἐν εὐτυχίαις, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421, πρβλ. 642. 4.
English (Strong)
from προκόπτω; progress, i.e. advancement (subjectively or objectively): furtherance, profit.
English (Thayer)
προκοπης, ἡ (προκόπτω, which see), progress, advancement: Polybius, Diodorus, Josephus, Philo, others; rejected by the Atticists, cf. Phrynich. edition Lob., p. 85; (2 Maccabees 8:8).)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προκόπτω
1. πρόοδος (α. «μόνο με τη δουλειά θα δεις προκοπή» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον προκοπή», Πολ.)
2. (στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ προκοπαί)
υλική ευημερία που είναι αποτέλεσμα εργατικότητας («τόσα χρόνια στην ξενιτιά και προκοπή δεν έκανε»
νεοελλ.
1. φιλοπονία, εργατικότητα
2. ευτυχία, καλοτυχία
3. (για φυτό) απόδοση, καρποφορία («το αμπέλι φέτος δεν είχε προκοπή)
4. φρ. «χαΐρι και προκοπή να μη δεις»
(ως κατάρα) να μην αποκτήσεις ποτέ αυτό που θέλεις, να μην προοδεύσεις ποτέ
5. παροιμ. «η προκοπή νικά τη φτώχεια» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που αγαπά την εργασία δεν μένει φτωχός
αρχ.
1. η προς τα εμπρός κίνηση, η προχώρηση
2. ηθική πρόοδος
3. πνευματική πρόοδος («προκοπὴ ἐν φιλοσοφίᾳ», Διόδ.)
4. βελτίωση της υγείας
5. επιτυχία σε επιχειρήσεις («δόξα καὶ προκοπὴ παρά τισιν ὑπάρξει», Αριστέ.)
6. (σε στράτευμα) προαγωγή
7. η πάροδος, το πέρασμα του χρόνου («κατὰ προκοπήν» — με το πέρασμα του χρόνου, Σώρ.)
8. αριθμητική πρόοδος, το να αυξάνεται κάτι βαθμιαία.
Greek Monotonic
προκοπή: ἡ, πρόοδος στην πορεία, γενικά, πρόοδος, επίδοση, σε Πολύβ.· στον πληθ., σε Πλούτ., Λουκ.
Middle Liddell
προκοπή, ἡ,
progress on a journey, generally, progress, advance, Polyb.; in plural, Plut., Luc. [from προκόπτω
Chinese
原文音譯:prokop» 普羅-可胚
詞類次數:名詞(3)
原文字根:前-打擊
字義溯源:進步,前進,興旺,進展,長進;源自(προκόπτω)=往前進);由(πρό)*=前)與(κόπτω)*=砍)組成
出現次數:總共(3);腓(2);提前(1)
譯字彙編:
1) 長進(2) 腓1:25; 提前4:15;
2) 興旺(1) 腓1:12
Mantoulidis Etymological
(=πρόοδος). Ἀπό τό προκόπτω (=προχωρῶ) → πρό + κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
success
Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: succes, welgang, goed gevolg; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: succès; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: Erfolg; Greek: επιτυχία; Ancient Greek: ἐπίτευγμα, ἐπίτευξις, ἐπιτυχία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐημέρημα, εὐημερία, εὐμοιρία, εὐπράγημα, εὐπραγία, εὐπραξία, εὔπραξις, εὐπρηγίη, εὐπρηξίη, εὔροια, εὐτύχημα, κάρτος, κατόρθωμα, κατόρθωσις, κράτος, κρέτος, μεγαλοπραγία, ξυντυχία, οὐριότης, πρᾶξις, προκοπή, προτέρημα, συντυχία, συντυχίη, τὰ χρηστά, τὸ εὐτυχές, τὸ κατορθοῦν, τὸ ὀρθούμενον, τύχη, χάρις; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: successo; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: successus, fructus; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني; Persian: موفقیت, سوکسه; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: sucesso, êxito; Romanian: succes, succese; Russian: успех, удача; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: éxito, acierto; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی; Uyghur: ئۇتۇق, مۇۋەپپەقىيەت; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה