περιπλανάομαι: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periplanaomai
|Transliteration C=periplanaomai
|Beta Code=periplana/omai
|Beta Code=periplana/omai
|Definition=<span class="bld">A</span> [[wander about]], ([[Κρήτην]]) Hdt.4.151: metaph., [[float round about]] one, as the lion's skin round Heracles, Pi.''I.'' 6(5).47.<br><span class="bld">2</span> abs., [[wander]], Luc.''Herm.''59, D.C.47.21, etc.: metaph., <b class="b3">ταῦτα π.</b> to [[be in]] this state of [[uncertainty]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.5; περιπλανᾶσθαι τὸν αὐλικὸν… ᾑρημένον βίον Phld.''Ind.Sto.''13; <b class="b3">περιπεπλανημένα μέτρα</b> [[erratic]], [[irregular]], D.H.''Dem.''50.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[wander about]], ([[Κρήτην]]) [[Herodotus|Hdt.]]4.151: metaph., [[float round about]] one, as the lion's skin round Heracles, Pi.''I.'' 6(5).47.<br><span class="bld">2</span> abs., [[wander]], Luc.''Herm.''59, D.C.47.21, etc.: metaph., <b class="b3">ταῦτα π.</b> to [[be in]] this state of [[uncertainty]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.5; περιπλανᾶσθαι τὸν αὐλικὸν… ᾑρημένον βίον Phld.''Ind.Sto.''13; <b class="b3">περιπεπλανημένα μέτρα</b> [[erratic]], [[irregular]], D.H.''Dem.''50.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλᾰνάομαι Medium diacritics: περιπλανάομαι Low diacritics: περιπλανάομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΛΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: periplanáomai Transliteration B: periplanaomai Transliteration C: periplanaomai Beta Code: periplana/omai

English (LSJ)

A wander about, (Κρήτην) Hdt.4.151: metaph., float round about one, as the lion's skin round Heracles, Pi.I. 6(5).47.
2 abs., wander, Luc.Herm.59, D.C.47.21, etc.: metaph., ταῦτα π. to be in this state of uncertainty, X.Cyr.1.3.5; περιπλανᾶσθαι τὸν αὐλικὸν… ᾑρημένον βίον Phld.Ind.Sto.13; περιπεπλανημένα μέτρα erratic, irregular, D.H.Dem.50.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 errer autour de, acc.;
2 errer de tous côtés, au hasard ; fig. être incertain.
Étymologie: περί, πλανάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπλανάομαι [περί, πλάνη] ronddwalen; overdr. omwegen maken:. ταῦτα περιπλανώμεθα die omwegen maken wij Xen. Cyr. 1. 3.5.

Russian (Dvoretsky)

περιπλᾰνάομαι: блуждать, странствовать: π. Λιβύην Her. странствовать по Ливии; κατὰ τὸν Ὀδυσσέα περινοστῶν καὶ περιπλανώμενος Luc. разъезжая и странствуя подобно Одиссею; οὐχ ἀχθόμενοι ταῦτα περιπλανώμεθα Xen. эти наши блуждания не в тягость нам.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλᾰνάομαι: ἀποθ., πλανῶμαι τῇδε κἀκεῖσε, Λιβύην Ἡρόδ. 4. 151, πρβλ. Valck. εἰς 7. 16, 2· μεταφ., κυμαίνομαι πέριξ τινός, ὡς ἡ λεοντῆ περὶ τὸ σῶμα τοῦ Ἡρακλέους, Πίνδ. Ι. 6 (5). 2) ἀπολ., περιπλανῶμαι, Λουκ. Ἑρμότ. 59. κτλ.· μεταφορ., πράττω τι διὰ περιστροφῶν καὶ οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τρόπου συντόμου, ἀλλ’, ὦ παῖ, οὐκ ἀχθόμενοι ταῦτα περιπλανώμεθα, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 5· περιπεπλανημένα μέτρα, ἀνώμαλα, ἄτακτα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50.

English (Slater)

περιπλᾰνάομαι circle roundὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks (I. 6.47)

Greek Monotonic

περιπλᾰνάομαι:1. Παθ., περιφέρομαι εδώ και εκεί σε έναν τόπο, με αιτ., σε Ηρόδ.· μεταφ., πέφτω χυτά γύρω από, γλιστρώ ελαφρά, όπως το δέρμα του λιονταριού γύρω από τον Ηρακλή, σε Πίνδ.
2. απόλ., περιπλανώμαι, ταῦτα περιπλανῶμαι, βρίσκομαι σε κατάσταση αβεβαιότητας, σε Ξεν.

Middle Liddell


1. Pass. to wander about a country, c. acc., Hdt.: metaph. to float round about one, as the lion's skin round Hercules, Pind.
2. absol. to wander about, ταῦτα π. to be in this state of uncertainty, Xen.