ἐνίζω: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] (s. ἵζω), | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] (s. ἵζω), [[hineinsetzen]], [[daraufsetzen]]; μουσεῖα καὶ θάκους Eur. Hel. 1108; ἀπηνθηκότι σώματι οὐκ ἐνίζει ὁ [[ἔρως]] Plat. Conv. 196 b; ἔς τι, Sp., auch im med. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=s'asseoir dans <i>ou</i> sur, s'établir dans <i>ou</i> sur, dat. <i>ou</i> ἔς τι;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐνίζομαι]] <i>m. sign.</i>, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἵζω]]. | |btext=[[s'asseoir dans]] <i>ou</i> [[s'asseoir sur]], [[s'établir dans]] <i>ou</i> [[s'établir sur]], dat. <i>ou</i> ἔς τι;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐνίζομαι]] <i>m. sign.</i>, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἵζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:26, 16 September 2024
English (LSJ)
A to set in, Ep. aor. 1 Med. ἐνεείσατο he placed upon, πρύμνῃ κούρην A.R.4.188.
II intr., = ἐνιζάνω, pf. ἐνίζηκα, sit in or sit on, c.acc., θάκους ἐνίζουσαν E.Hel.1108 (lyr.), prob. in A.Ch.801 (lyr.): c. dat., σώματι καὶ ψυχῇ.. ἐνίζει Ἔρως Pl.Smp. 196b; νεῦρα τοῖς μυσὶν -ηκότα Gal.2.691; ἡ -ηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Id.11.354:—Med., ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν Aret.CA2.8.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. med. aor. ind. 3a sg. ἐνεείσατο A.R.4.188]
I tr.
1 sentar en c. dat. πρύμνῃ δ' ἐνεείσατο κούρην A.R.l.c.
2 habitar, residir en σὲ (ὄρνιθα) ... μουσεῖα καὶ θάκους ἐνίζουσαν E.Hel.1108.
II intr.
1 instalarse, asentarse, posarse en en v. act. o med., c. dat. ὡς ἂν ἐνίζηται ἕδρῃ del hombro dislocado, Hp.Art.4, ἀνανθεῖ ... σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως Pl.Smp.196b, τοῖος γὰρ κρύσταλλος ἐνίζεται ... χειρί Opp.H.3.155, cf. 2.243, τρισὶν ὅλοις ἔτεσιν ἐνιζήσας αὐτῇ (τῇ γῇ) Cyr.Al.M.70.420A, c. giro prep. τῆς ἐπιγλωττίδος ἐνιζούσης ἐς τὴν ἑωυτῆς ἕδρην Aret.CA 1.4.13
•fig. οὐ γὰρ ἔδει ταῖς τῶν εἰδωλολατρούντων γλώσσαις ἐνιζῆσαι τὴν ἀλήθειαν Cyr.Al.M.70.465A.
2 en perf. estar adherido c. dat. τὰ νεῦρα ... τοῖς ... μυσὶν ἐνιζηκότα Gal.2.691, ἡ ἐνιζηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Gal. en Orib.7.23.40.
3 medic. tomar baños de asiento en v. med. χρὴ ἐνίζεσθαι ... ὅταν αἱ ὠδῖνες σφόδρα ὀχλέωσι Hp.Mul.1.68, ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν Aret.CA 2.8.4.
German (Pape)
[Seite 844] (s. ἵζω), hineinsetzen, daraufsetzen; μουσεῖα καὶ θάκους Eur. Hel. 1108; ἀπηνθηκότι σώματι οὐκ ἐνίζει ὁ ἔρως Plat. Conv. 196 b; ἔς τι, Sp., auch im med.
French (Bailly abrégé)
s'asseoir dans ou s'asseoir sur, s'établir dans ou s'établir sur, dat. ou ἔς τι;
Moy. ἐνίζομαι m. sign., τινι.
Étymologie: ἐν, ἵζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνίζω:
1 восседать, сидеть (μουσεῖα καὶ θάκους Eur.);
2 иметь местопребывание, находиться (ἀπηνθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει ἔρως Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνίζω: ἐγκαθίζω, (ἴδε ἵζω)· ἐντεῦθεν, Ἐπικ. μέσ. ἀόρ. α΄ ἐνεείσατο, πρύμνῃ δ’ ἐνεείσατο κούρην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 188. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ ἐνιζάνω, κάθημαι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, θάκους ἐνίζουσαν Εὐρ. Ἑλ. 1108, πρβλ. ἐνέζομαι· (ἡ διόρθωσις τοῦ Ἑρμάννου ἐν Αἰσχύλ. Χο. 801 μυχὸν ἐνίζετε, ἀντὶ νομίζετε, εἶναι λίαν ἐπιτυχής)· μετὰ δοτ., σώματι καὶ ψυχῇ... ἐνίζει Ἔρως Πλάτ. Συμπ. 196Β· ἔς τι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 8.
Greek Monolingual
(I)
ἐνίζω (AM) ίζω
(αμτβ.) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθίσταμαι κάπου («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» — ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται μέσα σε μαραμένο σώμα και ψυχή, Πλάτ.)
αρχ.
τοποθετώ κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθιστώ, εγκαθίζω.
(II)
(Α ἑνίζω)
δέχομαι ότι μία είναι η αρχή του σύμπαντος, θεωρώ ότι ένα και ενιαίο είναι το παν, ότι τα πάντα στον κόσμο είναι κατά την ουσία τους ένα
αρχ.
1. θεωρώ κάτι ως ένα αυτό καθαυτό ή ως ένα με κάτι άλλο («ἑνίζειν τι τῇ διανοίᾳ», Πλωτ.)
2. ανάγω σε ένα, ενοποιώ («ἑνίζειν τὰς ἐμφύτους ἐννοίας», Πορφ.)
3. μέσ. επαναφέρομαι στην ενότητα από την οποία προήλθα («ἡ τριὰς ἑνίζεται», Γρηγ. Ναζ.)
4. μέσ. συγκεντρώνω, συνάγω σε ένα για τον εαυτό μου
5. παθ. ενώνομαι σε ένα, γίνομαι ένα μαζί με άλλο ή άλλα
6. α) (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ.) τὸ ἑνίζον
αυτό που ενεργεί ένωση δύο ή περισσότερων σε ένα
β) (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ.) τὸ ἑνιζόμενον
αυτό που υπάρχει στην ένωση ενός με άλλο ή άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός].
Greek Monotonic
ἐνίζω: καθίζω εντός ή πάνω σε έναν τόπο, με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ., σε Πλάτ.
Middle Liddell
to sit in or on a seat, c. acc., Eur.; c. dat., Plat.