ἐνίζω: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
(2)
mNo edit summary
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enizo
|Transliteration C=enizo
|Beta Code=e)ni/zw
|Beta Code=e)ni/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to set in</b>, Ep. aor. 1 Med. <b class="b3">ἐνεείσατο</b> he <b class="b2">placed upon</b>, πρύμνῃ κούρην <span class="bibl">A.R.4.188</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr., = [[ἐνιζάνω]], pf. <b class="b3">ἐνίζηκα</b>, <b class="b2">sit in</b> or <b class="b2">on</b>, c.acc., θάκους ἐνίζουσαν <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1108</span> (lyr.), prob. in <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>801</span> (lyr.): c. dat., σώματι καὶ ψυχῇ . . ἐνίζει Ἔρως <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>196b</span>; νεῦρα τοῖς μυσὶν -ηκότα Gal.2.691; -ηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Id.11.354:—Med., ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.8</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> to [[set in]], Ep. aor. 1 Med. [[ἐνεείσατο]] he [[place]]d upon, πρύμνῃ κούρην A.R.4.188.<br><span class="bld">II</span> intr., = [[ἐνιζάνω]], pf. [[ἐνίζηκα]], [[sit in]] or [[sit on]], c.acc., θάκους ἐνίζουσαν E.''Hel.''1108 (lyr.), prob. in A.''Ch.''801 (lyr.): c. dat., σώματι καὶ ψυχῇ.. ἐνίζει Ἔρως [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 196b; νεῦρα τοῖς μυσὶν -ηκότα Gal.2.691; ἡ -ηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Id.11.354:—Med., ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν Aret.''CA''2.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. med. aor. ind. 3<sup>a</sup> sg. [[ἐνεείσατο]] A.R.4.188]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[sentar en]] c. dat. πρύμνῃ δ' [[ἐνεείσατο]] κούρην A.R.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[habitar]], [[residir en]] σὲ (ὄρνιθα) ... μουσεῖα καὶ θάκους ἐνίζουσαν E.<i>Hel</i>.1108.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[instalarse]], [[asentarse]], [[posarse en]] en v. act. o med., c. dat. ὡς ἂν ἐνίζηται ἕδρῃ del hombro dislocado, Hp.<i>Art</i>.4, ἀνανθεῖ ... σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως Pl.<i>Smp</i>.196b, τοῖος γὰρ κρύσταλλος ἐνίζεται ... χειρί Opp.<i>H</i>.3.155, cf. 2.243, τρισὶν ὅλοις ἔτεσιν ἐνιζήσας αὐτῇ (τῇ γῇ) Cyr.Al.M.70.420A, c. giro prep. τῆς ἐπιγλωττίδος ἐνιζούσης ἐς τὴν ἑωυτῆς ἕδρην Aret.<i>CA</i> 1.4.13<br /><b class="num">•</b>fig. οὐ γὰρ ἔδει ταῖς τῶν εἰδωλολατρούντων γλώσσαις ἐνιζῆσαι τὴν ἀλήθειαν Cyr.Al.M.70.465A.<br /><b class="num">2</b> en perf. [[estar adherido]] c. dat. τὰ νεῦρα ... τοῖς ... μυσὶν ἐνιζηκότα Gal.2.691, ἐνιζηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Gal. en Orib.7.23.40.<br /><b class="num">3</b> medic. [[tomar baños de asiento]] en v. med. χρὴ ἐνίζεσθαι ... ὅταν αἱ ὠδῖνες σφόδρα ὀχλέωσι Hp.<i>Mul</i>.1.68, ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν Aret.<i>CA</i> 2.8.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] (s. ἵζω), hinein-, daraufsetzen; μουσεῖα καὶ θάκους Eur. Hel. 1108; ἀπηνθηκότι σώματι οὐκ ἐνίζει ὁ [[ἔρως]] Plat. Conv. 196 b; ἔς τι, Sp., auch im med.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] (s. ἵζω), [[hineinsetzen]], [[daraufsetzen]]; μουσεῖα καὶ θάκους Eur. Hel. 1108; ἀπηνθηκότι σώματι οὐκ ἐνίζει ὁ [[ἔρως]] Plat. Conv. 196 b; ἔς τι, Sp., auch im med.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἐνίζω''': [[ἐγκαθίζω]], (ἴδε ἵζω)· [[ἐντεῦθεν]], Ἐπικ. μέσ. ἀόρ. α΄ [[ἐνεείσατο]], πρύμνῃ δ’ [[ἐνεείσατο]] κούρην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 188. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ [[ἐνιζάνω]], [[κάθημαι]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, θάκους ἐνίζουσαν Εὐρ. Ἑλ. 1108, πρβλ. [[ἐνέζομαι]]· (ἡ [[διόρθωσις]] τοῦ Ἑρμάννου ἐν Αἰσχύλ. Χο. 801 μυχὸν ἐνίζετε, ἀντὶ νομίζετε, [[εἶναι]] [[λίαν]] [[ἐπιτυχής]])· [[μετὰ]] δοτ., σώματι καὶ ψυχῇ... ἐνίζει Ἔρως Πλάτ. Συμπ. 196Β· ἔς τι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 8.
|btext=[[s'asseoir dans]] <i>ou</i> [[s'asseoir sur]], [[s'établir dans]] <i>ou</i> [[s'établir sur]], dat. <i>ou</i> ἔς τι;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐνίζομαι]] <i>m. sign.</i>, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἵζω]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=s’asseoir dans <i>ou</i> sur, s’établir dans <i>ou</i> sur, dat. <i>ou</i> ἔς [[τι]];<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνίζομαι <i>m. sign.</i>, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἵζω]].
|elrutext='''ἐνίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[восседать]], [[сидеть]] (μουσεῖα καὶ θάκους Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[иметь местопребывание]], [[находиться]] (ἀπηνθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει [[ἔρως]] Plat.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. med. aor. ind. 3<sup>a</sup> sg. [[ἐνεείσατο]] A.R.4.188]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[sentar en]] c. dat. πρύμνῃ δ' [[ἐνεείσατο]] κούρην A.R.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[habitar]], [[residir en]] σὲ (ὄρνιθα) ... μουσεῖα καὶ θάκους ἐνίζουσαν E.<i>Hel</i>.1108.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[instalarse]], [[asentarse]], [[posarse en]] en v. act. o med., c. dat. ὡς ἂν ἐνίζηται ἕδρῃ del hombro dislocado, Hp.<i>Art</i>.4, ἀνανθεῖ ... σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως Pl.<i>Smp</i>.196b, τοῖος γὰρ κρύσταλλος ἐνίζεται ... χειρί Opp.<i>H</i>.3.155, cf. 2.243, τρισὶν ὅλοις ἔτεσιν ἐνιζήσας αὐτῇ (τῇ γῇ) Cyr.Al.M.70.420A, c. giro prep. τῆς ἐπιγλωττίδος ἐνιζούσης ἐς τὴν ἑωυτῆς ἕδρην Aret.<i>CA</i> 1.4.13<br /><b class="num">•</b>fig. οὐ γὰρ ἔδει ταῖς τῶν εἰδωλολατρούντων γλώσσαις ἐνιζῆσαι τὴν ἀλήθειαν Cyr.Al.M.70.465A.<br /><b class="num">2</b> en perf. [[estar adherido]] c. dat. τὰ νεῦρα ... τοῖς ... μυσὶν ἐνιζηκότα Gal.2.691, ἡ ἐνιζηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Gal. en Orib.7.23.40.<br /><b class="num">3</b> medic. [[tomar baños de asiento]] en v. med. χρὴ ἐνίζεσθαι ... ὅταν αἱ ὠδῖνες σφόδρα ὀχλέωσι Hp.<i>Mul</i>.1.68, ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν Aret.<i>CA</i> 2.8.4.
|lstext='''ἐνίζω''': [[ἐγκαθίζω]], (ἴδε ἵζω)· [[ἐντεῦθεν]], Ἐπικ. μέσ. ἀόρ. α΄ [[ἐνεείσατο]], πρύμνῃ δ’ [[ἐνεείσατο]] κούρην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 188. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ [[ἐνιζάνω]], [[κάθημαι]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, θάκους ἐνίζουσαν Εὐρ. Ἑλ. 1108, πρβλ. [[ἐνέζομαι]]· (ἡ [[διόρθωσις]] τοῦ Ἑρμάννου ἐν Αἰσχύλ. Χο. 801 μυχὸν ἐνίζετε, ἀντὶ νομίζετε, [[εἶναι]] [[λίαν]] [[ἐπιτυχής]])· μετὰ δοτ., σώματι καὶ ψυχῇ... ἐνίζει Ἔρως Πλάτ. Συμπ. 196Β· ἔς τι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐνίζω]] (AM) [[ίζω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[κάθομαι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], εγκαθίσταμαι [[κάπου]] («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» — ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται [[μέσα]] σε μαραμένο [[σώμα]] και [[ψυχή]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[εγκαθιστώ]], [[εγκαθίζω]].———————— <b>(II)</b><br />(Α [[ἑνίζω]])<br />[[δέχομαι]] ότι μία [[είναι]] η [[αρχή]] του σύμπαντος, [[θεωρώ]] ότι ένα και ενιαίο [[είναι]] το παν, ότι τα [[πάντα]] στον κόσμο [[είναι]] [[κατά]] την [[ουσία]] τους ένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ένα αυτό [[καθαυτό]] ή ως ένα με [[κάτι]] [[άλλο]] («ἑνίζειν τι τῇ διανοίᾳ», Πλωτ.)<br /><b>2.</b> [[ανάγω]] σε ένα, [[ενοποιώ]] («ἑνίζειν τὰς ἐμφύτους ἐννοίας», Πορφ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> επαναφέρομαι στην [[ενότητα]] από την οποία προήλθα («ἡ τριὰς ἑνίζεται», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συνάγω]] σε ένα για τον εαυτό μου<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> ενώνομαι σε ένα, [[γίνομαι]] ένα [[μαζί]] με [[άλλο]] ή άλλα<br /><b>6.</b> α) (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ἑνίζον</i><br />αυτό που ενεργεί [[ένωση]] δύο ή περισσότερων σε ένα<br />β) (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ἑνιζόμενον</i><br />αυτό που υπάρχει στην [[ένωση]] ενός με [[άλλο]] ή άλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εις</i>, <i>ενός</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐνίζω]] (AM) [[ίζω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[κάθομαι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], εγκαθίσταμαι [[κάπου]] («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» — ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται [[μέσα]] σε μαραμένο [[σώμα]] και [[ψυχή]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[εγκαθιστώ]], [[εγκαθίζω]].<br /><b>(II)</b><br />(Α [[ἑνίζω]])<br />[[δέχομαι]] ότι μία [[είναι]] η [[αρχή]] του σύμπαντος, [[θεωρώ]] ότι ένα και ενιαίο [[είναι]] το παν, ότι τα [[πάντα]] στον κόσμο [[είναι]] [[κατά]] την [[ουσία]] τους ένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ένα αυτό [[καθαυτό]] ή ως ένα με [[κάτι]] [[άλλο]] («ἑνίζειν τι τῇ διανοίᾳ», Πλωτ.)<br /><b>2.</b> [[ανάγω]] σε ένα, [[ενοποιώ]] («ἑνίζειν τὰς ἐμφύτους ἐννοίας», Πορφ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> επαναφέρομαι στην [[ενότητα]] από την οποία προήλθα («ἡ τριὰς ἑνίζεται», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συνάγω]] σε ένα για τον εαυτό μου<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> ενώνομαι σε ένα, [[γίνομαι]] ένα [[μαζί]] με [[άλλο]] ή άλλα<br /><b>6.</b> α) (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ἑνίζον</i><br />αυτό που ενεργεί [[ένωση]] δύο ή περισσότερων σε ένα<br />β) (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ἑνιζόμενον</i><br />αυτό που υπάρχει στην [[ένωση]] ενός με [[άλλο]] ή άλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εις</i>, <i>ενός</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνίζω:''' [[καθίζω]] [[εντός]] ή πάνω σε έναν [[τόπο]], με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ., σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐνίζω:''' [[καθίζω]] [[εντός]] ή πάνω σε έναν [[τόπο]], με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ., σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἐνίζω:''' <b class="num">1)</b> восседать, сидеть (μουσεῖα καὶ θάκους Eur.);<br /><b class="num">2)</b> иметь местопребывание, находиться (ἀπηνθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει [[ἔρως]] Plat.).
|mdlsjtxt=to sit in or on a [[seat]], c. acc., Eur.; c. dat., Plat.
}}
}}

Latest revision as of 07:26, 16 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνίζω Medium diacritics: ἐνίζω Low diacritics: ενίζω Capitals: ΕΝΙΖΩ
Transliteration A: enízō Transliteration B: enizō Transliteration C: enizo Beta Code: e)ni/zw

English (LSJ)

A to set in, Ep. aor. 1 Med. ἐνεείσατο he placed upon, πρύμνῃ κούρην A.R.4.188.
II intr., = ἐνιζάνω, pf. ἐνίζηκα, sit in or sit on, c.acc., θάκους ἐνίζουσαν E.Hel.1108 (lyr.), prob. in A.Ch.801 (lyr.): c. dat., σώματι καὶ ψυχῇ.. ἐνίζει Ἔρως Pl.Smp. 196b; νεῦρα τοῖς μυσὶν -ηκότα Gal.2.691; ἡ -ηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Id.11.354:—Med., ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν Aret.CA2.8.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. med. aor. ind. 3a sg. ἐνεείσατο A.R.4.188]
I tr.
1 sentar en c. dat. πρύμνῃ δ' ἐνεείσατο κούρην A.R.l.c.
2 habitar, residir en σὲ (ὄρνιθα) ... μουσεῖα καὶ θάκους ἐνίζουσαν E.Hel.1108.
II intr.
1 instalarse, asentarse, posarse en en v. act. o med., c. dat. ὡς ἂν ἐνίζηται ἕδρῃ del hombro dislocado, Hp.Art.4, ἀνανθεῖ ... σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως Pl.Smp.196b, τοῖος γὰρ κρύσταλλος ἐνίζεται ... χειρί Opp.H.3.155, cf. 2.243, τρισὶν ὅλοις ἔτεσιν ἐνιζήσας αὐτῇ (τῇ γῇ) Cyr.Al.M.70.420A, c. giro prep. τῆς ἐπιγλωττίδος ἐνιζούσης ἐς τὴν ἑωυτῆς ἕδρην Aret.CA 1.4.13
fig. οὐ γὰρ ἔδει ταῖς τῶν εἰδωλολατρούντων γλώσσαις ἐνιζῆσαι τὴν ἀλήθειαν Cyr.Al.M.70.465A.
2 en perf. estar adherido c. dat. τὰ νεῦρα ... τοῖς ... μυσὶν ἐνιζηκότα Gal.2.691, ἡ ἐνιζηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Gal. en Orib.7.23.40.
3 medic. tomar baños de asiento en v. med. χρὴ ἐνίζεσθαι ... ὅταν αἱ ὠδῖνες σφόδρα ὀχλέωσι Hp.Mul.1.68, ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν Aret.CA 2.8.4.

German (Pape)

[Seite 844] (s. ἵζω), hineinsetzen, daraufsetzen; μουσεῖα καὶ θάκους Eur. Hel. 1108; ἀπηνθηκότι σώματι οὐκ ἐνίζει ὁ ἔρως Plat. Conv. 196 b; ἔς τι, Sp., auch im med.

French (Bailly abrégé)

s'asseoir dans ou s'asseoir sur, s'établir dans ou s'établir sur, dat. ou ἔς τι;
Moy. ἐνίζομαι m. sign., τινι.
Étymologie: ἐν, ἵζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνίζω:
1 восседать, сидеть (μουσεῖα καὶ θάκους Eur.);
2 иметь местопребывание, находиться (ἀπηνθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει ἔρως Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνίζω: ἐγκαθίζω, (ἴδε ἵζω)· ἐντεῦθεν, Ἐπικ. μέσ. ἀόρ. α΄ ἐνεείσατο, πρύμνῃ δ’ ἐνεείσατο κούρην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 188. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ ἐνιζάνω, κάθημαι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, θάκους ἐνίζουσαν Εὐρ. Ἑλ. 1108, πρβλ. ἐνέζομαι· (ἡ διόρθωσις τοῦ Ἑρμάννου ἐν Αἰσχύλ. Χο. 801 μυχὸν ἐνίζετε, ἀντὶ νομίζετε, εἶναι λίαν ἐπιτυχής)· μετὰ δοτ., σώματι καὶ ψυχῇ... ἐνίζει Ἔρως Πλάτ. Συμπ. 196Β· ἔς τι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 8.

Greek Monolingual

(I)
ἐνίζω (AM) ίζω
(αμτβ.) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθίσταμαι κάπου («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» — ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται μέσα σε μαραμένο σώμα και ψυχή, Πλάτ.)
αρχ.
τοποθετώ κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθιστώ, εγκαθίζω.
(II)
ἑνίζω)
δέχομαι ότι μία είναι η αρχή του σύμπαντος, θεωρώ ότι ένα και ενιαίο είναι το παν, ότι τα πάντα στον κόσμο είναι κατά την ουσία τους ένα
αρχ.
1. θεωρώ κάτι ως ένα αυτό καθαυτό ή ως ένα με κάτι άλλο («ἑνίζειν τι τῇ διανοίᾳ», Πλωτ.)
2. ανάγω σε ένα, ενοποιώ («ἑνίζειν τὰς ἐμφύτους ἐννοίας», Πορφ.)
3. μέσ. επαναφέρομαι στην ενότητα από την οποία προήλθα («ἡ τριὰς ἑνίζεται», Γρηγ. Ναζ.)
4. μέσ. συγκεντρώνω, συνάγω σε ένα για τον εαυτό μου
5. παθ. ενώνομαι σε ένα, γίνομαι ένα μαζί με άλλο ή άλλα
6. α) (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ.) τὸ ἑνίζον
αυτό που ενεργεί ένωση δύο ή περισσότερων σε ένα
β) (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ.) τὸ ἑνιζόμενον
αυτό που υπάρχει στην ένωση ενός με άλλο ή άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός].

Greek Monotonic

ἐνίζω: καθίζω εντός ή πάνω σε έναν τόπο, με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ., σε Πλάτ.

Middle Liddell

to sit in or on a seat, c. acc., Eur.; c. dat., Plat.