ὄρνις: Difference between revisions Search Google

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
(eksahir)
(strοng)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[pájaro]]
|esgtx=[[pájaro]]
}}
{{StrongGR
|strgr=[[probably]] from a prolonged [[form]] of the [[base]] of [[ὄρος]]; a [[bird]] (as [[rising]] in the [[air]]), i.e. ([[specially]]), a [[hen]] (or [[female]] [[domestic]] [[fowl]]): [[hen]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρνις Medium diacritics: ὄρνις Low diacritics: όρνις Capitals: ΟΡΝΙΣ
Transliteration A: órnis Transliteration B: ornis Transliteration C: ornis Beta Code: o)/rnis

English (LSJ)

ὁ, also ἡ Il.9.323, 14.290, al., freq. in Att., cf. 111 ; gen. ὄρνῑθος; acc. sg. ὄρνῑθα and ὄρνιν, neither in Hom. : pl., nom. and acc. ὄρνῑθες, -θας, but in acc. also ὄρνεις or ὄρνῑς (S.OT966, E.Hipp.1059, Ar.Av.717, 1250, 1610, D.19.245, etc.):—also ὄρνιξ, PCair.Zen.375.1 (iii B. C.), v.l. in Ev.Luc.13.34, called Ion. and Dor. by Phot. (but ὄρνις nom. in Alcm. 26.4); acc.

   A ὄρνῑχα Pi.O.2.88; gen. ὄρνῑχος Id.I. 6(5).53: nom. pl. ὄρνῑχες B.5.22, Theoc.7.47; gen. pl. ὀρνίχων Alcm. 67, Abh.Berl.Akad.1925(5).33 (Cyrene, iv B. C.) ; dat. ὄρνιξι, ὀρνίχεσσι, Pi.P.5.112,4.190 (ὄρνιξι also in PLond.1.131r.125, al. (i A. D.)): on the gender and declens., v. Ath.9.373 sq. (Cf. ὄρν-εον, Goth.ara, gen. arins 'eagle', etc.) [In the trisyll. cases ῑ always: Hom. has ὄρνῑς in Il.9.323,12.218, but ὄρνῐς ib.24.219 ; and later Ep. use both ὄρνῑς and ὄρνῐς: in Trag. both quantities are found, ὄρνῐς in A. Fr.304.3 (-ῐν), S.Ant.1021, El.149 (lyr.), Fr.654, E.HF72, and so Philem.79.10 ; but ὄρνῑς E.Ba.1365, and always in Ar. (Av.103, al.), for in ib.168, the words τίς ὄρνῐς οὗτος; are borrowed from Sophocles; ὄρνῑς is said to be Att., EM632.8.]    I bird, including birds of prey and domestic fowls, Hom., etc.; applied to ostriches, X. An.1.2.7 : freq. added to the specific names, ὄρνισιν ἐοικότες αἰγυπιοῖσιν Il.7.59 ; λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς Od.5.51; ὄ. ἀηδών, πέρδιξ, S.Aj. 629,Fr.323 ; ὄ. ἁλκυών, ὄ. κύκνος, E.IT1089 (lyr.), Hel.19.    II like οἰωνός, bird of omen, from the flight or cries of which the augur divined, Hes.Op.828 ; δεξιός, ἀριστερὸς ὄρνις, Il.13.821, Od.20.242, al. ; χρηστηρίους ὄρνιθας A.Th.26, cf.Ag.112,157 (both lyr.); ὄ. αἴσιος S.OT52, cf. Plu.Fab.19, Gal.12.314 ; ὀρνίθων οἰωνίσματα E.Ph. 839.    2 metaph., omen taken from the flight or cries of birds, Il.10.277, al.: generally, omen, presage, without direct reference to birds, 24.219, Pi.P.4.19 ; ὄρνιθα δ' οὐ ποιῶ σε τῆς ἐμῆς ὁδοῦ A.Fr.95, cf. E.IA988, Ar.Pl.63, Av.719 sqq.; v. ὅδιος.    III in Att. ὄρνις, ὁ, is mostly, cock, S.El.18 ; κοκκυβόας ὄ. Id.Fr.791, cf. Ar.V.815 ; ὄρνις, ἡ, hen, Men.167,168, PCair.Zen.266 (iii B. C., pl.); ἀλέκτορα καὶ ὄρνιθα τελέαν cock and hen, TAM2(1).245.8 (Lycia); in full, ὄ. ἐνοίκιος A.Eu.866 ; θήλεια ὄ. S.Fr.477 ; πότερον ὄ. ἢ ταὧς; Ar.Av.102 (with play on this signf. and signf. I) ; ὁ ὄρνιξ ὁ σιτευτός fatted fowl, PCair.Zen.375.1 ; ὀρνίθων φοινικολόφων Theoc.22.72, cf. 24.64, Mosch.3.49 ; ὄ. οἰκίης Babr.17.1 ; also, goose, Id.123.1.    IV in pl. sts., bird-market, D.19.245 ; cf. ὄρνεον 11.    V Μοισᾶν ὄρνιχες song-birds, i.e. poets, Theoc.7.47.    VI Provs.: διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν A.Ag. 394 (lyr.) ; ὄ. ὥς τις ἐκ χερῶν ἄφαντος E.Hipp.828; ὀρνίθων γάλα 'pigeon's milk', i.e. any marvellous dainty or good fortune, Ar. V.508,Av.1673, Mnesim.9, Men.936 ; but ὄρνιθος γάλα white of egg, Anaxag.22 ; also a plant, v. ὀρνιθόγαλον.    VII a constellation, later Cygnus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.16, Arat.275, Ptol.Tetr. 26.

German (Pape)

[Seite 383] ὁ u. ἡ (ορ), ὄρνιθος, dor. ὄρνιχος, acc. ὄρνιθα u. ὄρνιν, plur. ὄρνιθες u. ὄρνεις u. s. w., auch ὄρνις, S. Emp. adv. phys. 1, 3 u. A., s. Schaef. zu Greg. Car. p. 476; vgl. über Geschlecht u. Deklination des Wortes Ath. IX, 373 f – der Vogel, sowohl der wilde, Raubvogel, als der zahme, Hausvogel, bes. Huhn; Hom. u. Folgde; Soph. vrbdt ὄρνις ἀηδών, Ai. 617; bes. ein Vogel, der, von den Göttern gesendet, ein Vorzeichen der Zukunft giebt, ὡς οὖν εἴδονθ', ὅτ' ἄρ' ἐκ Διὸς ἤλυθεν ὄρνις, Il. 8, 251, vgl. 13, 200; ἃς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις, αἰετός, 13, 821; Od. 15, 160, vgl. 20, 242; Hes. O. 830; übh. Vorzeichen, verhängnißvolle Vorbedeutung, auch wenn sie nicht aus dem Vogelfluge entnommen ist, μ ηδέ μοι αὐτὴ ὄρνις ἐνὶ μεγάροισι κακὸς πέλευ, Il. 24, 219; vgl. Aesch. frg. 83, ὄρνιθα δ' οὐ ποιῶ σε τῆς ἐμῆς ὁδοῦ, der auch χρηστήριοι ὄρνιθες erwähnt, Aesch. Spt. 26; vgl. μόρσιμ' ἀπ' ὀρνίθων ὁδίων Ag. 152 u. φεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖς δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Spt. 579, über die Bestimmung, das Geschick (vgl. Soph. O. R. 52); u. von Raubvögeln, wie οἰωνός, denen die unbestatteten Leichen zum Fraße dienen, ἐπιχωρίοις ὄρνισι δεῖπνον οὐκ ἀναίνομαι πέλειν, Suppl. 782; οὐδ' ὄρνις εὐσήμους ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς, Soph. O. R. 1008; ὄρνιθα τόνδ' αἴσιον ποιούμεθα, Eur. I. A. 607; οἰωνίσματ' ὀρνίθων μαθών, Phoen. 846; für ein Vogelzeichen braucht es auch Ar. Av. 719 ff., wo er komisch Alles aufzählt, was als Vorbedeutung galt, ὄρνιν τε νομίζετε πάνθ' ὅσαπερ περὶ μαντείας διακρίνει· φήμη γ' ὑμῖν ὄρνις ἐστίν, πταρμόν τ' ὄρνιθα καλεῖτε, ξύμβολον ὄρνιν, φωνὴν ὄρνιν ff., woraus man wenigstens auf den häufigen Gebrauch dieses Wortes in dieser Bdtg schließen kann; διὰ ὀρνίθων ποιουμένην ζήτησιν τοῦ μέλλοντος, Plat. Phaedr. 244 c; οἷς πιστεύοντες ὥςπερ μάντεις ὄρνισιν, Phil. 67 a; Sp., wie Plut. Fab. Max. 19, χρησάμενος ὄρνισιν οὐκ αἰσίοις, ἀπετράπη. – Der plur. steht zuweilen für den Vogelmarkt, vgl. Pors. Ar. Av. 13; εἰς τοὺς ὄρνεις εἰσιών, Dem. 19, 245. – Μουσῶν ὄρνιθες, Musenvögel, Dichter, Kießl. Theocr. 7, 47. – Sprichwörtlich ὀρνίθων γάλα, Vogelmilch, von glücklichen Menschen, die in Allem über Erwarten Glück haben, denen sogar die Vögel Milch geben, wie es bei uns etwa heißt »wem das Glück wohl will, dem kalbt der Ochs«. – [Ι ist lang in den zweisylbigen Casus Il. 12, 218. 24, 219; bei den Tragg. gew. kurz; bei Ar. lang, obgleich sich Av. 16. 270. 287. 335 auch ὄρνις u. ὄρνιν mit kurzem ι findet; spätere Epiker haben es gewöhnlich kurz. Die Gramm. nennen die Länge attischen Gebrauch, vgl. Draco p. 71, 7; E. M. 632, 33.]

Greek (Liddell-Scott)

ὄρνῐς: ὁ, ἀλλὰ καὶ ἡ, Ἰλ. Ι. 323, Ξ. 290, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.: γεν. ὄρνῑθος· ἑν. αἰτ. ὄρνῑθα καὶ ὄρνῐν, οὐδέτερον αὐτῶν παρ’ Ὁμ.· - πληθ., ὀνομ. καὶ αἰτ. ὄρνιθες, -θας, ἀλλ’ αἰτ. καὶ ὄρνεις ἢ ὄρνῑς (Σοφ. Ο. Τ. 966, Εὐρ. Ἱππ. 1059, Ἀριστοφ. Ὄρν. 717, 1250, 1610, Δημ. 417, 21, κτλ.)· - εὑρίσκομεν ὡσαύτως καὶ Δωρ. αἰτ. ὄρνῑχα Πινδ. Ο. 2. 159· γεν. πληθ. ὀρνίχων Ἀλκμὰν 54· δοτ. ὄρνιξι, ὀρνίχεσσι Πινδ. Π. 5. 150. 4. 338· (ὡς ἐξ ὀνομ. ὄρνιξ, ἥτις καὶ μνημονεύεται παρὰ Φωτίῳ ἐν λ. ὄρνις)· πρβλ. Curt. Gr. Et. σ. 450· - περὶ τοῦ γένους καὶ τῆς κλίσ. ἴδε Ἀθήναιον 373Α κἑξ. (Πρβλ. ὄρνεον· καὶ Γοτθ. ara γεν. arins, (ἀετός)· Ἀγγλο-Σαξον. καὶ Σκωτ. earn· Ἀρχ. Γερμ. aro, κτλ. [Ἐν ταῖς τρισυλλ. πτώσεσιν ἀείποτε ῑ· - ὁ, Ὅμ. ἔχει ὄρνῑς ἐν Ἰλ. Ι. 323, Μ. 218, ἀλλὰ ὄρνῐς ἐν Ω. 219· καὶ μεταγεν. Ἐπικ. χρῶνται ἀμφοτέροις ὄρνῑς καὶ ὄρνῐς· - παρὰ Τραγ. ἀπαντῶσιν ἀμφότεραι αἱ ποσότητες, ὄρνῐς ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 838, Σοφ. Ἀντ. 1021, Ἠλ. 149, Ἀποσπ. 578, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 72, οὕτω καὶ παρὰ Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 10· ἀλλ’ ὄρνῑς, ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1364, καὶ ἀείποτε παρ’ Ἀριστοφ. (ὡς ὁ Πόρσ. ἐν Εὐρ. Ἑκ. 204 παρετήρησε), διότι ἐν Ὄρν. 168 αἱ λέξεις τὶς ὄρνῑς οὗτος; παρελήφθησαν ἐκ τοῦ Σοφοκλέους· ὅμως οἱ Γραμμ. καλοῦσι τὸ ὄρνῑς Ἀττικόν, Δράκων 71. 7, Ἐτυμολ. Μέγ. 632. 3] Ι. πτηνὸν εἴτε ἄγριον καὶ ἁρπακτικόν, εἴτε κατοικίδιον καὶ ἥμερον, Ὅμ., κτλ.· συχνάκιςλέξις αὕτη προστίθεται εἰς ἰδιαίτερα πτηνῶν ὀνόματα, οἷον ὄρνισιν ἐοικότες αἰγυπιοῖσιν Ἰλ. Η 59· λάρῳ ὄρνιθι ἐοικὼς Ὀδ. Ε. 51· ὄρν. ἀηδών, πέρδιξ Σοφ. Αἴ. 629, Ἀποσπ. 300· ὄρν. ἀλκυών, ὄρν. κύκλος Εὐρ. Ι. Τ. 1090, Ἑλ. 19. ΙΙ. ὡς τὸ οἰωνός, πτηνὸν προφητικόν, ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τοῦ ὁποίου ὁ οἰωνοσκόπος ἐμαντεύετο, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 826· δεξιός, ἀριστερὸς ὄρνις Ὅμ.· χρηστηρίους ὄρνιθας Αἰσχύλ. Θήβ. 26, πρβλ. Ἀγ. 112, 157· ὄρν. αἴσιος Σοφ. Ο. Τ. 52, κτλ. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. avis ἀντὶ augurium, ἡ προφητεία ἡ λαμβανομένη διὰ τῆς ἑρμηνείας τῆς πτήσεως ἢ κραυγῆς τῶν πτηνῶν (πρβλ. οἰωνός), Ὅμ. (ὅστις ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας χρῆται ἀεὶ τῷ ἑνικῷ)· πλῆρες: ὀρνίθων οἰωνίσματα Εὐρ. Φοίν. 839: - ἀκολούθως καθόλου, πρόρρησις, σημεῖον ἐκ θεοῦ, χωρὶς ἀμέσου ἀναφορᾶς εἰς πτηνά, Ἰλ. Ω. 219, Πινδ. Π. 4. 33· ὄρνιθα δ’ οὐ ποιῶ σε τῆς ἐμῆς ὁδοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 93, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 988, Ἀριστοφ. Πλ. 63, ἴδε ἐν λέξ. ὄδιος· - ὁ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 719 κἑξ. εἶναι πλήρης εὐφυΐας ἐπὶ ταύτης τῆς χρήσεως. ΙΙΙ. παρ’ Ἀττ., ὄρνις, ὁ, κατὰ τὸ πλεῖστον σημαίνει τὸν ἀλεκτρυόνα, Σοφ. Ἠλ. 18, Ἀποσπ. 900, Ἀριστοφ. Σφ. 815· ὄρνις, ἡ, «ὄρνιθα», Μένανδρ. εν «Ἐπικλήρῳ» 5· - ἡ ὄρνις ἦτο τὸ συνηθέστατον καὶ χρησιμώτατον τῶν κατοικιδίων πτηνῶν· πληρέστερον ἔτι, ὄρνις ἐνοίκιος Αἰσχύλ. Εὐμ. 866· θήλεια ὄρνις Σοφ. Ἀποσπ. 424, πρβλ. Brunck εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 102· οὕτω παρὰ τοῖς βουκολικοῖς ποιηταῖς, ὀρνίχων φοινικολόφων Θεόκρ. 22. 72, πρβλ. 24. 63, Μόσχ. 3. 50 ὄρνις οἰκίης Βαβρ. 17. 1. IV. ἐν τῷ πληθυντ. ἐνίοτε, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς, ἔνθα ἐπωλοῦντο τὰ ὀρνίθια, Brunck εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 13, Δημ. 417. 21· πρβλ. ὄρνεον ΙΙ. V. Μοισᾶν ὄρνιχες, πτηνὰ τῶν Μουσῶν, δηλ. ποιηταί, Θεόκρ. 7. 47. VI. παροιμίαι· διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 394· ἄφαντος, ὥς τις ὄρνις ἐκ χερῶν Εὐρ. Ἱππ. 828· ὀρνίθων γάλα, «τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα», δηλ. θαυμάσιον ἔδεσμα ἢ ἔξοχός τις τύχη, Ἀριστοφ. Σφ. 508, 1671· καὶ τὸ λεγόμενον σπανιώτερον πάρεστιν ὀρνίθων γάλα, καὶ φασιανὸς ἀποτετιλμένος καλῶς Μνησίμαχος ἐν «Φιλίππῳ» 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 313· ἴδε ὄνος.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
oiseau : ὄρνις αἰγυπιός IL vautour ; ὄρνις ἁλκυών EUR halcyon ; ◊ prov. : ὀρνίθων γάλα ἀμέλγειν LUC traire du lait d’oiseau, càd obtenir une chose merveilleuse ou réputée impossible ; particul. :
1 oiseau dont le vol ou le cri sert de présage ; présage, augure, auspice;
2 oiseau domestique, coq, poule.
Étymologie: R. Ὀρ, s’élever ; v. ὄρνυμι.

English (Slater)

ὄρνῑς (ὄρνῖς, ὄρνῖχος, ὄρνῖχα, ὄρνῖν; ὀρνχων, ὄρνιξιν, ὀρνίχεσσι.)
   a bird Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον (v. l. ὄρνιθα) (O. 2.88) ἴυγγα μαινάδ' ὄρνιν (P. 4.216) θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο (P. 5.112) “καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (i. e. αἰετός: v. ἐπώνυμος) (I. 6.53)
   b omenκεῖνος ὄρνις ἐκτελευτάσει, τόν ποτε” (P. 4.19) μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς (P. 4.190) “νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως” (P. 8.50) ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν (N. 9.19)

Spanish

pájaro

English (Strong)

probably from a prolonged form of the base of ὄρος; a bird (as rising in the air), i.e. (specially), a hen (or female domestic fowl): hen.