σπουδάζω: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(strοng)
(T22)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[σπουδή]]; to [[use]] [[speed]], i.e. to [[make]] [[effort]], be [[prompt]] or [[earnest]]: do ([[give]]) [[diligence]], be [[diligent]] ([[forward]]), [[endeavour]], [[labour]], [[study]].
|strgr=from [[σπουδή]]; to [[use]] [[speed]], i.e. to [[make]] [[effort]], be [[prompt]] or [[earnest]]: do ([[give]]) [[diligence]], be [[diligent]] ([[forward]]), [[endeavour]], [[labour]], [[study]].
}}
{{Thayer
|txtha=[[future]] σπουδάσω (a [[later]] [[form]] for the [[early]] σπουδάσομαι, cf. Krüger, § 40, [[under]] the [[word]], vol. i, p. 190; Buttmann, 53 (46); (Winer s Grammar, 89 (85); Veitch, [[under]] the [[word]])); 1st aorist ἐσπούδασα; ([[σπουδή]], [[which]] [[see]]); from [[Sophocles]] and [[Aristophanes]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> to [[hasten]], [[make]] [[haste]]: followed by an infinitive (cf. [[σπεύδω]], 1), to [[exert]] [[oneself]], endeavor, [[give]] [[difference]]: followed by an infinitive, 2 Peter 1:15.
}}
}}

Revision as of 18:08, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδάζω Medium diacritics: σπουδάζω Low diacritics: σπουδάζω Capitals: ΣΠΟΥΔΑΖΩ
Transliteration A: spoudázō Transliteration B: spoudazō Transliteration C: spoudazo Beta Code: spouda/zw

English (LSJ)

S.OC1143, Ar.Pax471 (lyr.), etc.: Att.fut.

   A -άσομαι Pl. Euthphr.3e, D.21.213, later -άσω Plb.3.5.8, D.S.1.58, etc.: aor. ἐσπούδασα E.HF507, Pl.Phd.114e: pf. ἐσπούδακα Ar.V.694, Pl.Phdr. 236b, etc.:—Med., fut. v. supr.:—Pass., fut. σπουδασθήσομαι Ael. NA4.13: aor. ἐσπουδάσθην Str.17.3.15, Plu.Per.24: pf. ἐσπούδασμαι Pl.Ly.219e (v. infr.):    I intr.,    I to be busy, eager to do a thing, c. inf., S.OC1143, E.Hec.817, Pl.Euthd.293a, etc.; σπούδασον ἐλθεῖν . . ταχέως make haste . ., 2 Ep.Ti.4.9; ὅτ' ἐσπούδαζες ἄρχειν wast eager to rule, E.IA337 (troch.): c. part., ἐσπ. διδάσκων X.Oec.9.1: freq. σ. περί τινος or τι, Id.Mem.1.3.8, Pl.R.330c, etc.; ὑπέρ τινος D.59.77; εἰς τὰ σά Id.21.195; πρός τι Id.22.76; ἐπί τισι X.Mem.1.3.11, cf. D.21.2: c. dat., σ. γάμῳ Aristaenet.2.3; σ. ὅπως . .endeavour that . ., D.43.12, SIG312.10 (Samos, iv B.C.): abs., ἐσπουδακυῖα in haste, hurriedly, Ar.Th.572; ἐσπουδακώς eagerly, Men.562.    b c. acc. et inf., σπουδάσαντες τοῦτ' αὐτοῖς παραγενέσθαι Pl.Alc.2.141d, cf. 2 Ep.Pet.1.15, BGU1080.14 (iii A.D.), etc.    2 of persons, σ. πρός τινα pay him serious attention, Pl.Grg.510c, etc.; εἴς τινα AP9.422 (Apollonid.); σ. περί τινα to be anxious for his success, Isoc.1.10, X.Cyr.5.4.13, etc. (distd. fr. πρός τινα by Luc.Sol.10); περί τινος X.Lac.4.1; ὑπὲρ τῶν οἰκετῶν Aeschin.1.17; ὑπέρ τινος D.21.213, etc.; σ. τινί be a partisan or backer of, Plu.Art.21, Arr.Epict.1.11.27, PGiss.71.6 (ii A.D.); ἀπό τινος Philostr.VS2.27.6.    3 to be serious or earnest, Ar.Ra.813; opp. σκώπτειν καὶ κωμῳδεῖν, Id.Pl.557; freq. in Pl., σπουδάζει ταῦτα ἢ παίζει; Grg.481b, etc.; ἐσπούδακας, ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε; did you take it seriously, that I . .? Phdr. 236b; σπουδάζοντα τοῖς πράγμασι τοῖς ὀνόμασι παίζειν D.H.Lys.14; ἐσπουδάκατον they have worked hard, Ar.V.694; μάλα ἐσπουδακότι τῷ προσώπῳ with a very grave face, X.Smp.2.17.    4 study, Philostr. VS1.7.2; lecture, teach, ib.1.21.5.    II trans.,    1 c. acc. rei, do anything hastily or earnestly, be earnest about, τὸ αὑτοῦ E.HF 507; τὰς περὶ τὸ μανθάνειν ἡδονάς Pl.Phd.114e, etc.; opp. παρέργοις χρῆσθαι, Id.Euthd.273d, cf. Ti.21c; τὰ ἑαυτοῦ ἡδέα X.Smp.8.17; σ. τοῦτο, ὅπως . . Id.Eq.11.10:—Pass., σπουδάζεταί τι is zealously pursued, πᾶν ὅ τι σ. E.Supp.761; σ. ἀγών X.Lac.10.3; χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σ. Pl.R.485e; ἡ κωμῳδία διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι . . ἔλαθεν because it was not taken up seriously, Arist.Po.1449b1; οὐ πάνυ σπουδάζεται ὑπ' αὐτῶν is not much valued, Luc.Cont.11: esp. freq. in pf. part., πᾶσα ἡ τοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη Pl.Ly.219e; προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα elaborately worked up, Id.Lg.722e, cf. 659e; so τὰ μάλιστα ἐσπ. σῖτα καὶ ποτά the choicest, X.Cyr.4.2.38; τὰ ἐσπ., of writing tablets, the best quality, Thphr.HP 3.9.7 (also κλίνας καὶ δίφρους καὶ τὰ ἄλλα τὰ σπουδαζόμενα ib.5.3.2); εἰ ταῦτ' ἐσπουδασμένα ἐν γράμμασιν ἐτέθη if those pains were seriously bestowed on letters, Pl.Ep.344c; αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαί Arist.Rh. 1371a3, cf. Pol.1336a34.    2 Pass., of persons, to be treated with respect, opp. καταφρονεῖσθαι, Id.Rh.1380a26; to be courted, Str.17.3.15, Plu.Them.5, D.L.5.75; of women, Plu.Cim.4, Art.26.    b in LXX, trouble, disturb any one, Jb.22.10, 23.16.

German (Pape)

[Seite 924] fut. σπουδάσομαι Plat. Euthyphr. 3 e, σπουδάσω 2. Petr. 1, 15, eigtl. intrans. sich sputen, eilig, thätig sein, sich emsig womit beschäftigen, eifrig um Etwas bemühen; οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς δρωμένοις, Soph. O. C. 1145; ὅτ' ἐσπούδαζες ἄρχειν Δαναΐδαις, Eur. I. A. 337; u. pass., πέλας πᾶν ὅ τι σπουδάζεται, Suppl. 761; σπουδαστέον, I. A. 902; Ar. Th. 572; περὶ τὰ χρήματα σπουδάζουσιν ὡς ἔργον ἑαυτῶν, Plat. Rep. I, 330 a, u. öfter; auch c. acc., οὐκ ἄξια πολλῆς σπουδῆς ἐσπούδακεν, Soph. 259 c; u. pass., ὧν ἕνεκα χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπ ουδάζεται, Rep. VI, 485 e; πᾶσατοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη, Lys. 219 e; προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα, ausgearbeitet, Legg. IV, 722 d; vgl. τὰ μάλα ἐσπουδασμένα σῖτα καὶ ποτά, sorgfältig zubereitet, Xen. Cyr. 4, 2, 38; ἐπί τινι, Mem. 1, 3, 11, wie ἐπὶμικροῖς Isocr. 4, 171; περὶ τὰ ὅμοια ἐσπουδακώς, Luc. Nigr. 6; – sich ernstlich womit beschäftigen, ernsthaft sein, mit Ernst sprechen u. handeln, σκώπτειν πειρᾷ καὶ κωμῳδεῖν τοῦ σπουδάζειν ἀμελήσας, Ar. Plut. 557; ὅταν οἱ δεσπόται ἐσπουδάκωσι, Ran. 811; σπουδάζει ταῦτα Σωκράτης ἢ παίζει, Plat. Gorg. 481 b, vgl. Phaedr. 234 b u. Lys. 24, 18; ἐφ' οἷς ἐσπούδακε, Plat. Phaedr. 276 b; διὰ ταῦτα προσεπαισάτην τε καὶ οὐκ ἐσπουδασάτην, Euthyd. 283 c; περὶ τούτων ἔπαιζε ἅμα σπουδάζων, Xen. Mem. 1, 3, 7; πρός τινα, ernsthaft mit Einem verhandeln, Cyr. 1, 3, 11; ἐν οἷς διατρίβετε καὶ περὶ ἃ σπουδάζετε, Dem. 6, 4; πρός τινα, Jem. gewogen sein, 21, 4; πρὸς χρημάτων ατῆσιν, 24, 184; ὑπὲρ τῶν δούλων, Aesch. 1, 17. – Mit dem acc. der Person, Einen unterstützen, sich seiner eifrig annehmen, ihn zu befördern suchen, Sp., Plut. oft; τοὺς περὶ αὑτὸν σπουδάζοντας, Isocr. 1, 10; ὲπί τινι, 2, 44; pass. σπουδάζομαι, ich werde geschätzt, man bekümmert sich viel um mich, τὴν Ἀσπασίαν ὑπὸ τοῦ Περικλέους σπουδασθῆναι, Plut. Pericl. 24, vgl. Alex. 53.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδάζω: Ἀττ. μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Εὐθύφρων 3Ε, Δημ. 583. 2, μεταγενέστ. -άσω Πολύβ. 3. 5, 8, Διόδ., κλπ. -ἀόριστ. ἐσπούδασα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507, Πλάτ. Φαίδων 114Ε· -πρκμ. ἐσπούδακα Ἀριστοφ. Σφ. 694, Πλάτ., κλπ. - Μέσ., ἴδε ἀνωτ., καὶ πρβλ. διασπουδάζω. - Παθ., μέλλ.σπουδασθήσομαι Αἰλ. π. Ζ. 4. 13· ἀόρ. ἐσπουδάσθην Στράβ. 833, Πλούτ.· πρκμ. ἐσπούδασμαι Πλάτ. Λῦσ. 219Ε, ἴδε κατωτ. Ι. ἀμεταβ., σπεύδω, ἐπείγομαι. 1) ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι πολυάσχολος, ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς καὶ προθύμως ὅπως πράξω τι, μετ’ ἀπαρεμφ., Σοφ. Ο. Κ. 1143, Εὐρ. Ἑκ. 817, Πλάτ., κλπ.· ὅτ’ ἐσπούδαζες ἄρχειν, ἦσο πρόθυμος νὰ κυβερνήσῃς, Εὐρ. Ι. Α. 337· μετὰ μετοχ., σπ. διδάσκων Ξεν. Οἰκ. 9, 1· συχν. ὡσαύτως, σπ. περί τινος ἢ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 8, Πλάτ. Πολ. 330C, κτλ.· ὑπέρ τινος Δημ. 1371. 10· εἴς τι ὁ αὐτ. 577. 15· πρός τι ὁ αὐτ. 617. 10· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11· μετὰ δοτ., σπ. γάμῳ Ἀρισταίν. 2. 3· σπουδάζοντα τοῖς πράγμασι τοῖς ὀνόμασι παίζειν Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 12· σπ. ὅπως.., προσπαθῶ νά.., Δημ. 1053. 21. 2) ἐπὶ προσώπων, σπ. πρός τινα, εἶμαι πολὺ ἠσχολημένος εἴς τινα, Πλάτ. Γοργ. 510C, κτλ.· εἴς τινα Ἀνθ. Π. 9. 422· σπ. περί τινα, εἶμαι ἀνυπόμονος ἢ ἀνήσυχος περὶ τῆς ἐπιτυχίας τινός, ἐνεργῶ ὑπέρ τινος, Ἰσοκρ. 4Α, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 13, κτλ.· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 4, 1· ὑπέρ τινος 583. 2, κτλ.· οὕτω, σπ. τινὶ Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 11, 27. 3) ἀπολ., εἶμαι σπουδαῖος, σοβαρός, οὐχὶ ἐπιπόλαιος καὶ παιγνιώδης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 813, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ σκώπτειν καὶ κωμῳδεῖν, Ἀριστοφ. Πλ. 557· σπουδάζει ταῦτα ἢ παίζει; Πλάτ. Γοργ. 481Β, κτλ.· ἐσπούδακας ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε, τὸ ἔλαβες ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν ἐπειδὴ ἐγώ.., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 236Β· ἐσπουδάκατον, εἰργάσθησαν σπουδαίως, προθύμως, «δυνατά», Ἀριστοφ. Σφ. 694, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 21C· μάλα ἐσπουδακότι προσώπῳ, μετὰ προσώπου λίαν σπουδαίου, πλήρους σπουδαιότητος, Ξεν. Συμπ. 2, 17· ἐσπουδακυῖα, μετὰ σπουδῆς, «μετὰ βίας», «βιαστικά», Ἀριστοφ. Θεσμ. 572· ἐσπουδακώς, προθύμως, μετὰ σπουδῆς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 37. ΙΙ. μεταβ., 1) μετ’ αἰτ. πράγματ., πράττω τι μετὰ σπουδῆς ἢ προθυμίας, τὸ αὑτοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507· ἡδονὰς Πλάτ. Φαίδων 114Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ παρέργῳ χρῆσθαί τινι, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 273D· τὰ ἑαυτοῦ ἡδέα Ξεν. Συμπ. 8, 17· σπ. τοῦτο, ὅπως ... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 11, 10. - Παθ., σπουδάζεταί τι, μετὰ ζήλου ἐπιδιώκεται, πᾶν ὅ τι σπ. Εὐρ. Ἱκέτ. 761· ἀγὼν σπ. Ξεν. Λακ. 10, 3· χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπ. Πλάτ. 485Ε· ἡ κωμῳδία διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι ... ἔλαθεν, ἐπειδὴ δὲν ἀπεδίδετο πολλὴ ἐπιμέλεια εἰς αὐτήν, Ἀριστ. Ποιητ. 5, 3· οὐ πάνυ σπουδάζεται ὑπ’ αὐτῶν, δὲν ἐκτιμᾶται πολύ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 11· - μάλιστα ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., ἡ τῶν χρημάτων ἐσπουδασμένη σπουδή, ἡ μετὰ σπουδῆς ἐπιδίωξις αὐτῶν, Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα, μετὰ πολλῆς σπουδῆς ἐξειργασμένα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D, πρβλ. 659Ε· οὕτω, τὰ μάλιστα ἐσπ. σῖτα καὶ ποτά, τὰ ἐκλεκτότατα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 38· εἰ ταῦτα ἐσπουδασμένα ἐτέθη ἐν γράμμασι, ἂν ἡ ἐπιμέλεια ἐκείνη μετὰ σπουδῆς ἐχρησιμοποιεῖτο εἰς τὰ γράμματα, Πλάτ. Ἐπιστ. 344C· αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαὶ Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 15, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5 2) Παθ., ὡσαύτως, ἐπὶ προσώπων, γίνομαι ἀντικείμενον σεβασμοῦ, ἀντίθετ. τῷ καταφρονεῖσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 7· γίνομαι ἀντικείμενον ἔρωτος, Στράβ. 833, Πλουτ. Θεμ. 5, Διογ. Λ. 5. 75· ἐπὶ γυναικῶν, Πλουτ. Κίμ. 4, πρβλ. Ἀρτοξ. 26. β) παρὰ τοῖς Ἑβδ., ταράσσω, ἐνοχλῶ τινα, Ἰὼβ ΚΒ΄, 10, ΚΓ΄, 16.

French (Bailly abrégé)

f. σπουδάσομαι, réc. σπουδάσω, ao. ἐσπούδασα, pf. ἐσπούδακα, pqp. ἐσπουδάκειν;
Pass. f. σπουδασθήσομαι, ao. ἐσπουδάσθην, pf. ἐσπούδασμαι;
I. être empressé, s’empresser, d’où
1 avec un rég. de chose s’appliquer à, s’occuper activement de, acc. seul ou précédé d’une prép. (εἰς, ἐπί, πρός) ou dat. ; avec un inf. ou avec ὡς ou ὅπως : s’efforcer de ; avec un part. : σπουδάζω διδάσκων XÉN je travaille à instruire (les autres) ; Pass. être fait ou préparé ou obtenu avec peine, avec soin ; τὰ μάλα ἐσπουδασμένα σῖτα XÉN les mets les plus exquis;
2 avec un rég. de pers. être empressé auprès de, s’attacher à, s’intéresser à, prendre parti pour : περί τινα, πρός τινα, τινι s’attacher à qqn, prendre soin de lui, de ses intérêts ; σπουδάζεσθαι ὑπό τινος ou πρός τινος être aimé, recherché ou protégé par qqn;
II. être sérieux ; πρός τινα avec qqn ; περί τι, ἔν τινι traiter sérieusement de qch.
Étymologie: σπουδή.

English (Strong)

from σπουδή; to use speed, i.e. to make effort, be prompt or earnest: do (give) diligence, be diligent (forward), endeavour, labour, study.

English (Thayer)

future σπουδάσω (a later form for the early σπουδάσομαι, cf. Krüger, § 40, under the word, vol. i, p. 190; Buttmann, 53 (46); (Winer s Grammar, 89 (85); Veitch, under the word)); 1st aorist ἐσπούδασα; (σπουδή, which see); from Sophocles and Aristophanes down;
a. to hasten, make haste: followed by an infinitive (cf. σπεύδω, 1), to exert oneself, endeavor, give difference: followed by an infinitive, 2 Peter 1:15.