συγκοπή: Difference between revisions
Χρυσὸς δ' ἀνοίγει πάντα κἂν ᾍδου (κἀίδου) (καὶ χαλκᾶς) πύλας → Aurum omnia aperit, inferûm portas quoque → Gold öffnet jedes Tor sogar der Unterwelt | Gold öffnet alles, jedes Tor sogar aus Erz
(39) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkopi | |Transliteration C=sygkopi | ||
|Beta Code=sugkoph/ | |Beta Code=sugkoph/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[cutting up into small pieces]], Plu.2.912e, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1654.6 (ii A.D.), Sch.Luc.''Vit.Auct.''19; [[cutting of metal into pieces]] for coinage, ''Peripl.M.Rubr.''6: metaph., [[extreme conciseness]], opp. <b class="b3">συντομία, ἡ ἄγαν τῆς φράσεως σ.</b> Longin.42.<br><span class="bld">2</span> Gramm., [[syncope]], i.e. [[cutting]] a word [[short by striking out one]] or [[more letters]], A.D. ''Adv.''169.15, al., Plu.2.1011e; κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι Id.''Rom.'' 11.<br><span class="bld">b</span> = [[ἀποκοπή]] v, Longin.39.4.<br><span class="bld">II</span> [[stoppage]], [[cutting short]], <b class="b3">ἡ τοῦ πνεύματος σ.</b> [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''15; <b class="b3">αἱ σ. τῶν ἤχων</b> ib.22.<br><span class="bld">III</span> [[sudden loss of strength]], [[syncope]], Aret.''SA''2.3, Gal.9.290, 10.837, Philagr. ap. Orib.5.21.7; cf. [[σύγκοπος]], συγκόπτω ''III''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ἡ, das Verkürzen durch Abhauen, die Abkürzung, bes. bei Gramm. Ausstoßen eines Buchstaben aus der Mitte eines Wortes, Plut. Rom. 11. – Das Zusammenschlagen, -prallen, ἤχων D. Hal. C. V. 22. – Plötzliche Entkräftung des Leibes, Medic. Vgl. [[σύγκοπος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ἡ, das Verkürzen durch Abhauen, die Abkürzung, bes. bei Gramm. Ausstoßen eines Buchstaben aus der Mitte eines Wortes, Plut. Rom. 11. – Das Zusammenschlagen, -prallen, ἤχων D. Hal. C. V. 22. – Plötzliche Entkräftung des Leibes, Medic. Vgl. [[σύγκοπος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>t. de gramm.</i> syncope, retranchement de syllabes <i>ou</i> de lettres au milieu <i>ou</i> à la fin d'un mot.<br />'''Étymologie:''' [[συγκόπτω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγκοπή -ῆς, ἡ [συγκόπτω] eigenl. ‘tegen elkaar slaan’, gramm. syncope, d.w.z. het uitstoten van een of meerdere letters (in de antieke grammatica niet onderscheiden van klanken) midden in een woord:. καλεῖται κατὰ συγκοπὴν πωμήριον (dat) wordt, gesyncopeerd, pomerium genoemd (uit ‘post murum') Plut. Rom. 11.4. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκοπή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[рубка]], [[сечка]], [[измельчение]] (корма) Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[синкопа]] (опущение одной или более букв): κατὰ συγκοπήν καλεῖσθαι Plut. именоваться в сокращенном (стяженном) виде (напр., ἐμβῆναι вм. ἐντὸς [[βῆναι]]). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συγκόπτω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συγκόπτω]], [[κοπή]] σε μικρά τεμάχια, [[κομμάτιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> παροδική [[απώλεια]] συνειδήσεως που οφείλεται σε [[ελάττωση]] της παροχής αίματος στον εγκέφαλο, λόγω παύσεως της καρδιακής λειτουργίας ή [[μεγάλης]] βραδυκαρδίας, [[κατάσταση]] της οποίας η πιο απλή [[μορφή]] [[είναι]] η [[λιποθυμία]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο αποβάλλεται ένα [[φωνήεν]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] δύο συμφώνων, όπως λ.χ. [[περιπατώ]] / [[περπατώ]], <i>αμφιφορευς</i> / <i>αμφορευς</i>, [[σιτάρι]] / [[στάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο μετατίθεται ο [[ρυθμικός]] [[τονισμός]] από τα ισχυρά μέρη του μέτρου στα ασθενή και [[επομένως]] αποδυναμώνεται ο [[εμφατικός]] [[χαρακτήρας]] τών ισχυρών αυτών [[μερών]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σφαγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοπή]] μετάλλου σε [[πολλά]] και ομοιόμορφα τεμάχια για [[εκτύπωση]] νομισμάτων<br /><b>2.</b> [[διακοπή]], [[παύση]] ή προσωρινό [[σταμάτημα]], [[αναστολή]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[αποβολή]] γράμματος ή συμπλέγματος γραμμάτων [[ιδίως]] από το [[τέλος]] λέξεως [[χάριν]] συντομίας<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> υπερβολική [[περιεκτικότητα]], [[λακωνικότητα]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκοπή:''' ἡ, [[κόψιμο]] σε μικρά κομμάτια· στη Γραμμ., το «[[φαινόμενο]]» της συγκοπής, δηλ. η [[σύντμηση]] μιας λέξης με την [[αποβολή]] ενός ή περισσοτέρων φθόγγων στο εσωτερικό της, σε Πλούτ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκοπή''': ἡ, τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν [[μέταλλον]] εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη [[βραχύτης]], ἀντίθ. τῷ [[συντομία]], Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, [[ἤλυθον]] ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. [[σύγκρουσις]], αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως [[κατάπτωσις]] συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν [[ἄκρων]], Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. [[σύγκοπος]], [[συγκόπτω]] ΙΙΙ. | |lstext='''συγκοπή''': ἡ, τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν [[μέταλλον]] εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη [[βραχύτης]], ἀντίθ. τῷ [[συντομία]], Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, [[ἤλυθον]] ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. [[σύγκρουσις]], αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως [[κατάπτωσις]] συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν [[ἄκρων]], Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. [[σύγκοπος]], [[συγκόπτω]] ΙΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[συγκοπή]], ἡ,<br />a [[cutting]] [[short]]: in Gramm. [[syncope]], i. e. a [[cutting]] a [[word]] [[short]] by [[striking]] out one or [[more]] letters, Plut. [from [[συγκόπτω]] | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=Ἀπό τό [[συγκόπτω]] → σύν + [[κόπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A cutting up into small pieces, Plu.2.912e, POxy.1654.6 (ii A.D.), Sch.Luc.Vit.Auct.19; cutting of metal into pieces for coinage, Peripl.M.Rubr.6: metaph., extreme conciseness, opp. συντομία, ἡ ἄγαν τῆς φράσεως σ. Longin.42.
2 Gramm., syncope, i.e. cutting a word short by striking out one or more letters, A.D. Adv.169.15, al., Plu.2.1011e; κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι Id.Rom. 11.
b = ἀποκοπή v, Longin.39.4.
II stoppage, cutting short, ἡ τοῦ πνεύματος σ. D.H.Comp.15; αἱ σ. τῶν ἤχων ib.22.
III sudden loss of strength, syncope, Aret.SA2.3, Gal.9.290, 10.837, Philagr. ap. Orib.5.21.7; cf. σύγκοπος, συγκόπτω III.
German (Pape)
[Seite 969] ἡ, das Verkürzen durch Abhauen, die Abkürzung, bes. bei Gramm. Ausstoßen eines Buchstaben aus der Mitte eines Wortes, Plut. Rom. 11. – Das Zusammenschlagen, -prallen, ἤχων D. Hal. C. V. 22. – Plötzliche Entkräftung des Leibes, Medic. Vgl. σύγκοπος.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
t. de gramm. syncope, retranchement de syllabes ou de lettres au milieu ou à la fin d'un mot.
Étymologie: συγκόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκοπή -ῆς, ἡ [συγκόπτω] eigenl. ‘tegen elkaar slaan’, gramm. syncope, d.w.z. het uitstoten van een of meerdere letters (in de antieke grammatica niet onderscheiden van klanken) midden in een woord:. καλεῖται κατὰ συγκοπὴν πωμήριον (dat) wordt, gesyncopeerd, pomerium genoemd (uit ‘post murum') Plut. Rom. 11.4.
Russian (Dvoretsky)
συγκοπή: ἡ
1 рубка, сечка, измельчение (корма) Plut.;
2 синкопа (опущение одной или более букв): κατὰ συγκοπήν καλεῖσθαι Plut. именоваться в сокращенном (стяженном) виде (напр., ἐμβῆναι вм. ἐντὸς βῆναι).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συγκόπτω
1. η ενέργεια του συγκόπτω, κοπή σε μικρά τεμάχια, κομμάτιασμα
2. ιατρ. παροδική απώλεια συνειδήσεως που οφείλεται σε ελάττωση της παροχής αίματος στον εγκέφαλο, λόγω παύσεως της καρδιακής λειτουργίας ή μεγάλης βραδυκαρδίας, κατάσταση της οποίας η πιο απλή μορφή είναι η λιποθυμία
3. γραμμ. φαινόμενο κατά το οποίο αποβάλλεται ένα φωνήεν που βρίσκεται μεταξύ δύο συμφώνων, όπως λ.χ. περιπατώ / περπατώ, αμφιφορευς / αμφορευς, σιτάρι / στάρι
νεοελλ.
μουσ. φαινόμενο κατά το οποίο μετατίθεται ο ρυθμικός τονισμός από τα ισχυρά μέρη του μέτρου στα ασθενή και επομένως αποδυναμώνεται ο εμφατικός χαρακτήρας τών ισχυρών αυτών μερών
μσν.
σφαγή
αρχ.
1. κοπή μετάλλου σε πολλά και ομοιόμορφα τεμάχια για εκτύπωση νομισμάτων
2. διακοπή, παύση ή προσωρινό σταμάτημα, αναστολή
3. γραμμ. αποβολή γράμματος ή συμπλέγματος γραμμάτων ιδίως από το τέλος λέξεως χάριν συντομίας
4. μτφ. υπερβολική περιεκτικότητα, λακωνικότητα.
Greek Monotonic
συγκοπή: ἡ, κόψιμο σε μικρά κομμάτια· στη Γραμμ., το «φαινόμενο» της συγκοπής, δηλ. η σύντμηση μιας λέξης με την αποβολή ενός ή περισσοτέρων φθόγγων στο εσωτερικό της, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοπή: ἡ, τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν μέταλλον εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη βραχύτης, ἀντίθ. τῷ συντομία, Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, ἤλυθον ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, Ἀπολλώνιος περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. σύγκρουσις, αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως κατάπτωσις συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν ἄκρων, Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. σύγκοπος, συγκόπτω ΙΙΙ.
Middle Liddell
συγκοπή, ἡ,
a cutting short: in Gramm. syncope, i. e. a cutting a word short by striking out one or more letters, Plut. [from συγκόπτω
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συγκόπτω → σύν + κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.