ἀπαρηγόρητος: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
mNo edit summary |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aparigoritos | |Transliteration C=aparigoritos | ||
|Beta Code=a)parhgo/rhtos | |Beta Code=a)parhgo/rhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπαρηγόρητον,<br><span class="bld">A</span> [[unconsoled]], Plu.''Dem.''22; [[admitting of no consolation]], [[inconsolable]], ''συμφορά'' J.''AJ''7.6.1.<br><span class="bld">II</span> [[not to be controlled]], Men.798, Plu.''Mar.''2, ''Ant.''6; [[inexorable]], Hp.''Decent.''4. Adv. [[ἀπαρηγορήτως]] = [[inflexibly]], [[inconsolably]], Ph.2.196. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[inconsolado]] ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.<i>Dem</i>.22.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene consuelo]], [[que no admite paliativos]], [[desolador]] θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.<i>AI</i> 7.118, [[αἰσχύνη]] Basil.M.31.1400D.<br /><b class="num">2</b> [[inexorable]], [[inapelable]] τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.<i>Decent</i>.4.<br /><b class="num">III</b> [[que no hace caso]], [[indócil]], [[ingobernable]] Ἔρως Men.<i>Fr</i>.569, Plu.<i>Ant</i>.6, cf. <i>Mar</i>.2.<br /><b class="num">IV</b> adv. [[ἀπαρηγορήτως]] = [[inconsolablemente]] Nil.M.79.196B. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; [[ἔρως]] ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] [[nicht zuzureden]], [[untröstlich]], Ios.; Plut., bei dem es oft auch [[unersättlich]] ist, πλεονεξίαι Mar. 2; [[ἔρως]] ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[que l'on ne peut satisfaire]], [[insatiable]];<br /><b>2</b> [[inconsolable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παρηγορέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαρηγόρητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[непобедимый]], [[неукротимый]] ([[ἔρως]] ἀρχῆς Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[неутешный]], [[не слушающий уговоров]] (φυγάδες Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[неумолимый]], [[злобный]] (κυνάρια Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαρηγόρητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. [[ἀκυβέρνητος]], [[ἀνυπότακτος]], [[μόνος]] ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις [[ἔρως]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, [[ἀκατάσχετος]], Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42. | |lstext='''ἀπαρηγόρητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. [[ἀκυβέρνητος]], [[ἀνυπότακτος]], [[μόνος]] ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις [[ἔρως]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, [[ἀκατάσχετος]], Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''ἀπαρηγόρητος:''' -ον ([[παρηγορέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθεί, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να νουθετηθεί ή να ελεγχθεί, να κυβερνηθεί, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀπαρηγόρητος:''' -ον ([[παρηγορέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθεί, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να νουθετηθεί ή να ελεγχθεί, να κυβερνηθεί, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[παρηγορέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[inconsolable]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> not to be [[advised]] or controlled, Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[invincible]]=== | ||
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: [[onoverwinnelijk]], [[onoverwinnelijke]]; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: [[invincible]]; German: [[unbesiegbar]]; Greek: [[αήττητος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακατανίκητος]], [[ανίκητος]], [[ανυπέρβλητος]], [[απόρθητος]]; Ancient Greek: [[ἀάατος]], [[ἀγναμπτοπόλεμος]], [[ἀδάμας]], [[ἀδάματος]], [[ἀδαμής]], [[ἀδήριτος]], [[ἀήσσητος]], [[ἀήττητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκατανίκητος]], [[ἀκαταπολέμητος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμεσολάβητος]], [[ἀνίκατος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀπάλαιστος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπεριγένητος]], [[ἀπολέμητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀπόμαχος]], [[ἄπορος]], [[ἀπρόσβλητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀτρίακτος]], [[αὐτόλιθος]], [[ἀχείρωτος]], [[δυσανταγώνιστος]], [[δυσέλεγκτος]], [[δύσμαχος]], [[δυσνίκητος]], [[δυσπάλαιστος]], [[δυσπολέμητος]], [[κραταιός]], [[ὑπέρβιος]]; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: [[invincibile]], [[imbattibile]]; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز; Latin: [[invictus]]; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: [[invencível]]; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: [[непобедимый]]; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: [[invencible]]; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний | |||
===[[inconsolable]]=== | |||
Armenian: անամոք; Belarusian: няўцешны; Bulgarian: безутешен; Catalan: inconsolable; Dutch: [[ontroostbaar]]; Finnish: lohduton, murheen murtama; French: [[inconsolable]]; Galician: inconsolable; German: [[untröstlich]]; Greek: [[απαρηγόρητος]]; Ancient Greek: [[ἀπαραμύθητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[δυσπαρηγόρητος]]; Hungarian: megvigasztalhatatlan, vigasztalhatatlan, vigasztalan; Icelandic: óhuggandi; Italian: [[inconsolabile]]; Latin: [[inconsolabilis]]; Polish: niepocieszony, nieukojony, nieutulony; Portuguese: [[inconsolável]]; Russian: [[безутешный]], [[неутешный]]; Serbo-Croatian: neutješan; Spanish: [[inconsolable]], [[desconsolado]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:31, 24 September 2024
English (LSJ)
ἀπαρηγόρητον,
A unconsoled, Plu.Dem.22; admitting of no consolation, inconsolable, συμφορά J.AJ7.6.1.
II not to be controlled, Men.798, Plu.Mar.2, Ant.6; inexorable, Hp.Decent.4. Adv. ἀπαρηγορήτως = inflexibly, inconsolably, Ph.2.196.
Spanish (DGE)
-ον
I inconsolado ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.Dem.22.
II 1que no tiene consuelo, que no admite paliativos, desolador θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.AI 7.118, αἰσχύνη Basil.M.31.1400D.
2 inexorable, inapelable τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.Decent.4.
III que no hace caso, indócil, ingobernable Ἔρως Men.Fr.569, Plu.Ant.6, cf. Mar.2.
IV adv. ἀπαρηγορήτως = inconsolablemente Nil.M.79.196B.
German (Pape)
[Seite 280] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; ἔρως ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 que l'on ne peut satisfaire, insatiable;
2 inconsolable.
Étymologie: ἀ, παρηγορέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρηγόρητος:
1 непобедимый, неукротимый (ἔρως ἀρχῆς Plut.);
2 неутешный, не слушающий уговоров (φυγάδες Plut.);
3 неумолимый, злобный (κυνάρια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρηγόρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, μόνος ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις ἔρως Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, ἀκατάσχετος, Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαρηγόρητος, -ον)
αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος
αρχ.
1. ασυγκράτητος, αχόρταγος
2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος
3. αδυσώπητος («ἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.)
Greek Monotonic
ἀπαρηγόρητος: -ον (παρηγορέω),
I. αυτός που δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθεί, σε Πλούτ.
II. αυτός που δεν είναι δυνατόν να νουθετηθεί ή να ελεγχθεί, να κυβερνηθεί, στον ίδ.
Middle Liddell
παρηγορέω
I. inconsolable, Plut.
II. not to be advised or controlled, Plut.
Translations
invincible
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний
inconsolable
Armenian: անամոք; Belarusian: няўцешны; Bulgarian: безутешен; Catalan: inconsolable; Dutch: ontroostbaar; Finnish: lohduton, murheen murtama; French: inconsolable; Galician: inconsolable; German: untröstlich; Greek: απαρηγόρητος; Ancient Greek: ἀπαραμύθητος, ἀπαράμυθος, ἀπαρηγόρητος, δυσπαρηγόρητος; Hungarian: megvigasztalhatatlan, vigasztalhatatlan, vigasztalan; Icelandic: óhuggandi; Italian: inconsolabile; Latin: inconsolabilis; Polish: niepocieszony, nieukojony, nieutulony; Portuguese: inconsolável; Russian: безутешный, неутешный; Serbo-Croatian: neutješan; Spanish: inconsolable, desconsolado