ὀλισθαίνω: Difference between revisions
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
mNo edit summary |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olistheno | |Transliteration C=olistheno | ||
|Beta Code=o)lisqai/nw | |Beta Code=o)lisqai/nw | ||
|Definition=(also [[ὀλισθάνω]] | |Definition=(also [[ὀλισθάνω]] Arist.''Pr.''936a15, 939a26, A.R.1.377, etc., but never in good Att.): <span class="bld">A</span> fut. ὀλισθήσω [[LXX]] ''Pr.'' 14.19, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 36.458: pf. ὠλίσθηκα Hp.''Art.''57, 65: plpf. [[ὠλισθήκειν]] (v. infr. 11.1): aor. ὠλίσθησα ''AP''9.125, Str.''Chr.''4.8 (p.476 Kr.), etc.; 3pl. ὠλίσθησαν Nic.''Fr.''74.51 (codd. Ath., [[ὠλίσθηναν]] cj. Schn.); part. fem. ὀλισθήνασα Id.''Al.''89: but in classical Att. always aor. 2 [[ὤλισθον]], part. [[ὀλισθών]], inf. [[ὀλισθεῖν]] (Hom. only in Il., in Ep. 3sg. [[ὄλισθε]], v. infr.):—[[slip]], [[fall upon a slippery path]], ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων Il.23.774; [[ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν]] = [[his liver fell from him]], 20.470; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε = he slipped from... S.''El.''746; ὀ. τῆς χειρὸς ὁ [[σίδηρος]] Arist.''Mech.'' 854a19; νηὸς ὀλισθών ''AP''9.267 (Phil.); ὐ. [[εἴσω]], [[ἔξω]], of a [[bone]], [[slip out of the socket]] on one side or the other, Hp.''Fract.''14,37; θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει [[slip]]s, [[lose]]s its [[force]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''960: metaph., ὀ. εἰς νοῦσον ''AP''7.233 (Apollonid.); ἐς Ἅιδου ''IG''14.1642; in moral sense, [[make a slip]], Ar.''Ra.''690; in literary sense, εἰς τερατώδεις ὀ. ἀναπλασμούς Metrod.''Herc.''831.5.<br><span class="bld">2</span> [[slip along]] or [[glide along]], ὀ. ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''427b; βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Theoc.25.230.<br><span class="bld">II</span> causal, [[sprain by slipping]], ὠλισθήκει τὸν γλουτόν Philostr.V A3.39, cf. ''Gym.''14.<br><span class="bld">2</span> [[make to slip]], τὰς διανοίας [[LXX]] ''Si.''3.24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] od. [[ὀλισθάνω]], welche Form die ältere u. bessere ist, obwohl Ar. Equ. 494 die Form auf -αίνω steht; fut. ὀλισθήσω, aor. ὤλισθον, selten u. erst bei Sp. [[ὠλίσθησα]], vgl. Lob. Phryn. 742; perf. ὠλίσθηκα; – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] od. [[ὀλισθάνω]], welche Form die ältere u. bessere ist, obwohl Ar. Equ. 494 die Form auf -αίνω steht; fut. ὀλισθήσω, aor. ὤλισθον, selten u. erst bei Sp. [[ὠλίσθησα]], vgl. Lob. Phryn. 742; perf. ὠλίσθηκα; – [[ausgleiten]], auf einem schlüpfrigen Wege fallen; ἔνθ' [[Αἴας]] μὲν ὄλισθε θέων, Il. 23, 774; κἀξ ἀντύγων ὤλισθε, er glitt aus u. fiel herab, Soph. El. 736; so [[νηός]], Philp. 77 (IX, 267); τοῖς ὀλισθοῦσιν, dem voranstehenden σφαλείς entsprechend, Ar. Ran. 689; ὥςτε μὴ ὀλισθάνειν ἡ ὕλη καὶ ἡ γῆ σχήσει, Xen. An. 3, 5, 11, herabgleiten; ὅτι ὀλισθάνει [[μάλιστα]] ἐν τῷ [[λάβδα]] ἡ [[γλῶττα]], Plat. Crat. 427 b; ἀμφοτέροις ἅμα τοῖς ποσί, Pol. 3, 55, 2; Sp., ὀλισθεῖν ἐπ' [[ἰσχίον]], Lucill. 20 (XI, 316); εἰς νοῦσον, in eine Krankheit verfallen, Apollds. 12 (VII, 233). – Darüber hingleiten, schlüpfen, Sp. – Bei Ael. u. Philostr. auch trans., ausfallen, durch Ausgleiten u. Fallen ausrenken. – Ὀλισθεύω und ὀλισθέω, als praes., = [[ὀλισθαίνω]], sind wohl schwerlich jemals im Gebrauch gewesen. – Das erst später gebildete [[ὄλισθος]] führt wahrscheinlich auf den Stamm [[λεῖος]], [[λίσπος]] zurück. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ὀλισθάνω]] και [[ὀλισθαίνω]])<br /><b>1.</b> μετακινούμαι ακούσια σε [[κατωφέρεια]] ή σε [[λεία]] [[επιφάνεια]], κυλίομαι, [[γλιστρώ]] («ἔνθ' [[Αἴας]] μὲν ὄλισθε θέων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πέφτω]] σε ηθικό [[παράπτωμα]] ή σε [[σφάλμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> παρασύρομαι σε χαμηλότερο [[σημείο]] ή [[καταπίπτω]] («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ [[σίδηρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[οστό]]) εξαρθρώνομαι<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εξαρθρώνω]], [[στραμπουλώ]] («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπίπτω]] σε μία [[κατάσταση]] ( | |mltxt=(ΑΜ [[ὀλισθάνω]] και [[ὀλισθαίνω]])<br /><b>1.</b> μετακινούμαι ακούσια σε [[κατωφέρεια]] ή σε [[λεία]] [[επιφάνεια]], κυλίομαι, [[γλιστρώ]] («ἔνθ' [[Αἴας]] μὲν ὄλισθε θέων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πέφτω]] σε ηθικό [[παράπτωμα]] ή σε [[σφάλμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> παρασύρομαι σε χαμηλότερο [[σημείο]] ή [[καταπίπτω]] («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ [[σίδηρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[οστό]]) εξαρθρώνομαι<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εξαρθρώνω]], [[στραμπουλώ]] («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπίπτω]] σε μία [[κατάσταση]] («νοῦσον ὅτ' εἰς ὑπάτην ὠλίσθανε», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> έχω την [[ικανότητα]] να ρέω με [[ευκολία]] («ὅτι δὲ ὀλισθάνει [[μάλιστα]] ἐν τῷ [[λάβδα]] ἡ [[γλῶττα]] κατιδών», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να γλιστρήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[ὀλισθάνω]] έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ὤλισθον</i>, που θεωρείται ο αρχαιότερος τ. του συστήματος (<b>πρβλ.</b> <i>ἥμαρτον</i>> [[ἁμαρτάνω]]), με [[παρέκταση]] -<i>σθ</i>- (<span style="color: red;"><</span> -<i>d</i><sup>h</sup><i>d</i><sup>h</sup>-) και με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>αν</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>αΐω</i> (Ι)— [[αίσθομαι]] —[[αισθάνομαι]]). Ο ενεστ. τ. [[ὀλισθαίνω]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]]. Το ρ. [[ὀλισθάνω]], το αρκτικό <i>ὀ</i>- του οποίου [[είναι]] πιθ. προθεματικό, μπορεί να συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και της Βαλτικής που ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>slei</i>-<i>dh</i>- «[[ολισθηρός]], [[γλιστρώ]]»: αγγλοσαξ. <i>sl</i><i>ī</i><i>dan</i>, αγγλ. <i>slide</i>, μσν. άνω γερμ. <i>sl</i><i>ī</i><i>ten</i>, <i>λιθουαν</i>. <i>slysti</i>, αρχ. σλαβ. <i>sl</i><i>ě</i><i>dŭ</i> «[[ίχνος]]». Πιθανή [[επίσης]] θεωρείται και η [[σύνδεση]] του ρήματος με αρχ. ινδ. <i>sredhati</i> «[[σκοντάφτω]], [[παραπατώ]]». Το θ., [[τέλος]], του [[ὀλισθάνω]], συνδέεται με το θ. <i>ὀλι</i>-<i>β</i>- του [[ὀλιβρός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀλισθαίνω:''' Plut. (только praes. и impf.) = [[ὀλισθάνω]]. | |elrutext='''ὀλισθαίνω:''' Plut. (только praes. и impf.) = [[ὀλισθάνω]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[γλιστρῶ]]). Ἀπό τό ο προθεματικό + [[λισσός]] (=[[λεῖος]]). Ἔχει σχέση μέ τά λίς (=[[λεῖος]], [[φαλακρός]]), [[γλίσχρος]]. Θέμα λισθμέ προθεματικό ο καί τό [[πρόσφυμα]] αν → [[ὀλισθάνω]] καί ὀλισθάν-j-ω→ [[ὀλισθαίνω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλίσθημα]] (=[[γλίστρημα]]), [[ὀλισθηρός]] (=[[γλιστερός]]), [[ὀλίσθησις]], [[ὀλισθητικός]], [[ὄλισθος]], [[εὐολίσθητος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 23 March 2024
English (LSJ)
(also ὀλισθάνω Arist.Pr.936a15, 939a26, A.R.1.377, etc., but never in good Att.): A fut. ὀλισθήσω LXX Pr. 14.19, Nonn. D. 36.458: pf. ὠλίσθηκα Hp.Art.57, 65: plpf. ὠλισθήκειν (v. infr. 11.1): aor. ὠλίσθησα AP9.125, Str.Chr.4.8 (p.476 Kr.), etc.; 3pl. ὠλίσθησαν Nic.Fr.74.51 (codd. Ath., ὠλίσθηναν cj. Schn.); part. fem. ὀλισθήνασα Id.Al.89: but in classical Att. always aor. 2 ὤλισθον, part. ὀλισθών, inf. ὀλισθεῖν (Hom. only in Il., in Ep. 3sg. ὄλισθε, v. infr.):—slip, fall upon a slippery path, ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων Il.23.774; ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν = his liver fell from him, 20.470; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε = he slipped from... S.El.746; ὀ. τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος Arist.Mech. 854a19; νηὸς ὀλισθών AP9.267 (Phil.); ὐ. εἴσω, ἔξω, of a bone, slip out of the socket on one side or the other, Hp.Fract.14,37; θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει slips, loses its force, S.Fr.960: metaph., ὀ. εἰς νοῦσον AP7.233 (Apollonid.); ἐς Ἅιδου IG14.1642; in moral sense, make a slip, Ar.Ra.690; in literary sense, εἰς τερατώδεις ὀ. ἀναπλασμούς Metrod.Herc.831.5.
2 slip along or glide along, ὀ. ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα Pl.Cra.427b; βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Theoc.25.230.
II causal, sprain by slipping, ὠλισθήκει τὸν γλουτόν Philostr.V A3.39, cf. Gym.14.
2 make to slip, τὰς διανοίας LXX Si.3.24.
German (Pape)
[Seite 323] od. ὀλισθάνω, welche Form die ältere u. bessere ist, obwohl Ar. Equ. 494 die Form auf -αίνω steht; fut. ὀλισθήσω, aor. ὤλισθον, selten u. erst bei Sp. ὠλίσθησα, vgl. Lob. Phryn. 742; perf. ὠλίσθηκα; – ausgleiten, auf einem schlüpfrigen Wege fallen; ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων, Il. 23, 774; κἀξ ἀντύγων ὤλισθε, er glitt aus u. fiel herab, Soph. El. 736; so νηός, Philp. 77 (IX, 267); τοῖς ὀλισθοῦσιν, dem voranstehenden σφαλείς entsprechend, Ar. Ran. 689; ὥςτε μὴ ὀλισθάνειν ἡ ὕλη καὶ ἡ γῆ σχήσει, Xen. An. 3, 5, 11, herabgleiten; ὅτι ὀλισθάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα, Plat. Crat. 427 b; ἀμφοτέροις ἅμα τοῖς ποσί, Pol. 3, 55, 2; Sp., ὀλισθεῖν ἐπ' ἰσχίον, Lucill. 20 (XI, 316); εἰς νοῦσον, in eine Krankheit verfallen, Apollds. 12 (VII, 233). – Darüber hingleiten, schlüpfen, Sp. – Bei Ael. u. Philostr. auch trans., ausfallen, durch Ausgleiten u. Fallen ausrenken. – Ὀλισθεύω und ὀλισθέω, als praes., = ὀλισθαίνω, sind wohl schwerlich jemals im Gebrauch gewesen. – Das erst später gebildete ὄλισθος führt wahrscheinlich auf den Stamm λεῖος, λίσπος zurück.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω)
1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα
αρχ.
1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος», Αριστοτ.)
2. (για οστό) εξαρθρώνομαι
3. (μτβ.) εξαρθρώνω, στραμπουλώ («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)
4. μτφ. περιπίπτω σε μία κατάσταση («νοῦσον ὅτ' εἰς ὑπάτην ὠλίσθανε», Ανθ. Παλ.)
5. έχω την ικανότητα να ρέω με ευκολία («ὅτι δὲ ὀλισθάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα κατιδών», Πλάτ.)
6. κάνω κάτι να γλιστρήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. ὀλισθάνω έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον αόρ. ὤλισθον, που θεωρείται ο αρχαιότερος τ. του συστήματος (πρβλ. ἥμαρτον> ἁμαρτάνω), με παρέκταση -σθ- (< -dhdh-) και με ενεστ. επίθημα -αν- (πρβλ. αΐω (Ι)— αίσθομαι —αισθάνομαι). Ο ενεστ. τ. ὀλισθαίνω είναι μεταγενέστερος. Το ρ. ὀλισθάνω, το αρκτικό ὀ- του οποίου είναι πιθ. προθεματικό, μπορεί να συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και της Βαλτικής που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα slei-dh- «ολισθηρός, γλιστρώ»: αγγλοσαξ. slīdan, αγγλ. slide, μσν. άνω γερμ. slīten, λιθουαν. slysti, αρχ. σλαβ. slědŭ «ίχνος». Πιθανή επίσης θεωρείται και η σύνδεση του ρήματος με αρχ. ινδ. sredhati «σκοντάφτω, παραπατώ». Το θ., τέλος, του ὀλισθάνω, συνδέεται με το θ. ὀλι-β- του ὀλιβρός].
Greek Monotonic
ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω: αόρ. βʹ ὤλισθον, Επικ. ὄλισθον· μέλ. ὀλισθήσω, αόρ. αʹ ὠλίσθησα, παρακ. -ηκα είναι μεταγεν.·
1. γλιστρώ, γλιστρώ και πέφτω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ ἀντύγων ὤλισθε, γλίστρησε και έπεσε από το άρμα, σε Σοφ.· μεταφ., διαπράττω σφάλμα, αμαρτάνω, σε Αριστοφ.
2. γλιστρώ, τρέχω εύκολα, ρέω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλισθαίνω: Plut. (только praes. и impf.) = ὀλισθάνω.
Mantoulidis Etymological
(=γλιστρῶ). Ἀπό τό ο προθεματικό + λισσός (=λεῖος). Ἔχει σχέση μέ τά λίς (=λεῖος, φαλακρός), γλίσχρος. Θέμα λισθμέ προθεματικό ο καί τό πρόσφυμα αν → ὀλισθάνω καί ὀλισθάν-j-ω→ ὀλισθαίνω.
Παράγωγα: ὀλίσθημα (=γλίστρημα), ὀλισθηρός (=γλιστερός), ὀλίσθησις, ὀλισθητικός, ὄλισθος, εὐολίσθητος.