νόμισμα: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "down" to "down")
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nomisma
|Transliteration C=nomisma
|Beta Code=no/misma
|Beta Code=no/misma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> anything [[sanction]]ed by [[current]] or [[established]] [[usage]], [[custom]], Ἑλληνικὸν νόμισμα <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>269</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1471</span>; [[institution]], οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμα ἔβλαστε <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 296</span>; θεοὶ ἡμῖν νόμισμα οὐκ ἔστι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>248</span>, with a play on signf. ''ΙΙ'' (do not [[pass current]] with us). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> esp. [[current coin]], νόμισμα [[κόψαι]] or [[κόψασθαι]], [[coin]] [[money]], <span class="bibl">Hdt.3.56</span>, <span class="bibl">4.166</span>; τἀρχαῖον νόμισμα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>720</span>; νόμισμα [[σύμβολον]] τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>371b</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1133b11</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pol.</span>1257a11</span>, <span class="bibl">D.L.6.20</span>; τάλαντα νομίσματος <span class="bibl">And.3.8</span>; νόμισμα ἡμεδαποῦ <span class="title">IG</span>12.91.4; τὸ ἐπιχώριον νόμισμα <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>21.12</span> (iii B.C.): pl. [[νομίσματα]] = [[pieces of money]], [[coins]], <span class="bibl">Hdn.1.9.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[full legal measure]], τοῦ χοῶς ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμα διαλυμαίνεται <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>348</span>.</span>
|Definition=νομίσματος, τό,<br><span class="bld">A</span> anything [[sanction]]ed by [[current]] or [[established]] [[usage]], [[custom]], Ἑλληνικὸν νόμισμα A.''Th.''269, cf. E.''IT''1471; [[institution]], οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμα ἔβλαστε [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]'' 296; θεοὶ ἡμῖν νόμισμα οὐκ ἔστι Ar.''Nu.''248, with a play on signf. ''ΙΙ'' (do not [[pass current]] with us).<br><span class="bld">II</span> esp. [[current coin]], νόμισμα [[κόψαι]] or [[κόψασθαι]], [[coin]] [[money]], [[Herodotus|Hdt.]]3.56, 4.166; τἀρχαῖον νόμισμα Ar.''Ra.''720; νόμισμα [[σύμβολον]] τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 371b, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1133b11, ''Pol.''1257a11, D.L.6.20; τάλαντα νομίσματος And.3.8; νόμισμα ἡμεδαποῦ ''IG''12.91.4; τὸ ἐπιχώριον νόμισμα ''PCair.Zen.''21.12 (iii B.C.): pl. [[νομίσματα]] = [[pieces of money]], [[coins]], Hdn.1.9.7.<br><span class="bld">III</span> [[full legal measure]], τοῦ χοῶς ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμα διαλυμαίνεται Ar.''Th.''348.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> coutume, règle;<br /><b>2</b> monnaie ayant cours.<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]].
|btext=νομίσματος (τό) :<br /><b>1</b> [[coutume]], [[règle]];<br /><b>2</b> [[monnaie ayant cours]].<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νόμισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[установившийся обычай]], [[общепринятый порядок]], [[сложившаяся традиция]], [[правовая норма]] Aesch., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[монета]] (ν. ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> (о мерах и весах), [[законная норма]], [[полная мера]], (τῶν κοτυλῶν Arph.).
|elrutext='''νόμισμα:''' νομίσματος τό<br /><b class="num">1</b> [[установившийся обычай]], [[общепринятый порядок]], [[сложившаяся традиция]], [[правовая норма]] Aesch., Eur.;<br /><b class="num">2</b> [[монета]] (ν. ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν Plat.);<br /><b class="num">3</b> (о мерах и весах), [[законная норма]], [[полная мера]], (τῶν κοτυλῶν Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=νομισματος, τό ([[νομίζω]], [[which]] [[see]]);<br /><b class="num">1.</b> [[anything]] [[received]] and sanctioned by [[usage]] or [[law]] (Tragg., [[Aristophanes]]).<br /><b class="num">2.</b> [[money]] ([[current]]) [[coin]] (cf. [[our]] [[lawful]] [[money]]): [[Euripides]], and [[Aristophanes]] down).
|txtha=νομίσματος, τό ([[νομίζω]], [[which]] [[see]]);<br /><b class="num">1.</b> [[anything]] [[received]] and sanctioned by [[usage]] or [[law]] (Tragg., [[Aristophanes]]).<br /><b class="num">2.</b> [[money]] ([[current]]) [[coin]] (cf. [[our]] [[lawful]] [[money]]): [[Euripides]], and [[Aristophanes]] down).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[νόμισμα]], Μ και [ὀ]νόμισμαν και νούμισμα) [[νομίζω]]<br />η βασική νομισματική [[μονάδα]] [[κάθε]] χώρας, το [[χρήμα]] που κυκλοφορεί και ισχύει σε μία [[επικράτεια]] («λέγεσθαι, Πολυκράτεα ἐπιχώριον [[νόμισμα]] κόψαντα πολλὸν μόλυβδον καταχρυσώσαντα δοῦν
|mltxt=το (ΑΜ [[νόμισμα]], Μ και ὀνόμισμαν, νόμισμαν, νούμισμα) [[νομίζω]]<br />η βασική νομισματική [[μονάδα]] [[κάθε]] χώρας, το [[χρήμα]] που κυκλοφορεί και ισχύει σε μία [[επικράτεια]] («λέγεσθαι, Πολυκράτεα ἐπιχώριον [[νόμισμα]] κόψαντα πολλὸν μόλυβδον καταχρυσώσαντα δοῦν
αί σφι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κέρμα]] από [[μέταλλο]] το οποίο εκδίδεται από το [[κράτος]], φέρει αναγεγραμμένη την [[αξία]] του και χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] διεξαγωγής αγοραπωλησιών<br /><b>2.</b> [[χαρτονόμισμα]] σε [[αντικατάσταση]] κερμάτων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τον πλήρωσα με το ίδιο [[νόμισμα]]» — του ανταπέδωσα τα ίσα<br />β) «η μία [[πλευρά]] του νομίσματος» — η μία [[άποψη]] ενός ζητήματος<br />γ) «[[μετατρεψιμότητα]] νομίσματος» — η [[ικανότητα]] ενός νομίσματος να ανταλλάσσεται με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το καθιερωμένο από [[παλιά]] [[συνήθεια]], [[έθιμο]] («καὶ νόμισμ' ἐς ταυτό γε νικᾱν [[ἰσήρης]] [[ὅστις]] ἂν ψήφους λάβῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράγμα]] του οποίου η [[χρήση]] καθιερώθηκε, το καθιερωμένο, ο [[θεσμός]] («οὐδὲν ἀνθρώποισιν [[οἷον]] [[ἄργυρος]] κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> το πλήρες νόμιμο [[μέτρο]] («τῶν κοτυλῶν τὸ [[νόμισμα]] διαλυμαίνεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[νόμος]].
αί σφι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κέρμα]] από [[μέταλλο]] το οποίο εκδίδεται από το [[κράτος]], φέρει αναγεγραμμένη την [[αξία]] του και χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] διεξαγωγής αγοραπωλησιών<br /><b>2.</b> [[χαρτονόμισμα]] σε [[αντικατάσταση]] κερμάτων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τον πλήρωσα με το ίδιο [[νόμισμα]]» — του ανταπέδωσα τα ίσα<br />β) «η μία [[πλευρά]] του νομίσματος» — η μία [[άποψη]] ενός ζητήματος<br />γ) «[[μετατρεψιμότητα]] νομίσματος» — η [[ικανότητα]] ενός νομίσματος να ανταλλάσσεται με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το καθιερωμένο από [[παλιά]] [[συνήθεια]], [[έθιμο]] («καὶ νόμισμ' ἐς ταυτό γε νικᾱν [[ἰσήρης]] [[ὅστις]] ἂν ψήφους λάβῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράγμα]] του οποίου η [[χρήση]] καθιερώθηκε, το καθιερωμένο, ο [[θεσμός]] («οὐδὲν ἀνθρώποισιν [[οἷον]] [[ἄργυρος]] κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> το πλήρες νόμιμο [[μέτρο]] («τῶν κοτυλῶν τὸ [[νόμισμα]] διαλυμαίνεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[νόμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νόμισμα:''' -ατος, τό ([[νομίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε καθιερώνεται από τη [[μακρά]] [[χρήση]], [[συνήθεια]], [[θεσμός]], σε Τραγ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> το ισχύον [[νόμισμα]] (χρηματική [[μονάδα]]) μιας πολιτείας, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''νόμισμα:''' νομίσματος, τό ([[νομίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε καθιερώνεται από τη [[μακρά]] [[χρήση]], [[συνήθεια]], [[θεσμός]], σε Τραγ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> το ισχύον [[νόμισμα]] (χρηματική [[μονάδα]]) μιας πολιτείας, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 45: Line 45:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἔθιμο, [[νόμισμα]]). Ἀπό τό [[νομίζω]] τοῦ [[νέμω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[ἔθιμο]], [[νόμισμα]]). Ἀπό τό [[νομίζω]] τοῦ [[νέμω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόμισμα Medium diacritics: νόμισμα Low diacritics: νόμισμα Capitals: ΝΟΜΙΣΜΑ
Transliteration A: nómisma Transliteration B: nomisma Transliteration C: nomisma Beta Code: no/misma

English (LSJ)

νομίσματος, τό,
A anything sanctioned by current or established usage, custom, Ἑλληνικὸν νόμισμα A.Th.269, cf. E.IT1471; institution, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμα ἔβλαστε S.Ant. 296; θεοὶ ἡμῖν νόμισμα οὐκ ἔστι Ar.Nu.248, with a play on signf. ΙΙ (do not pass current with us).
II esp. current coin, νόμισμα κόψαι or κόψασθαι, coin money, Hdt.3.56, 4.166; τἀρχαῖον νόμισμα Ar.Ra.720; νόμισμα σύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα Pl.R. 371b, cf. Arist.EN1133b11, Pol.1257a11, D.L.6.20; τάλαντα νομίσματος And.3.8; νόμισμα ἡμεδαποῦ IG12.91.4; τὸ ἐπιχώριον νόμισμα PCair.Zen.21.12 (iii B.C.): pl. νομίσματα = pieces of money, coins, Hdn.1.9.7.
III full legal measure, τοῦ χοῶς ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμα διαλυμαίνεται Ar.Th.348.

German (Pape)

[Seite 261] τό, das durch Gebrauch und Sitte Anerkannte, Eingeführte, die Sitte, Aesch. Spt. 251 (wie Ar. νόμισμα τῶν κοτυλῶν διαλυμαίνεσθαι, das gesetzmäßige, volle Maaß, Thesm. 348); Gesetz, Pers. 844; übh. Staatseinrichtung, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος, κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε, Soph. Ant. 296; gew. die Münze, das Geld, Ar. Ran. 719. 721; νόμισμα ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται, Plat. Rep. II, 371 b; πᾶν σμικροῦ νομίσματος ἀποδίδοται, Soph. 234 a; ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν, Legg. IV, 705 b; Xen. Cyr. 4, 6, 12 u. öfter, wie Folgde; χαραχθέν, κίβδηλον, Pol. 10, 27, 13. 33, 9, 3.

French (Bailly abrégé)

νομίσματος (τό) :
1 coutume, règle;
2 monnaie ayant cours.
Étymologie: νομίζω.

Russian (Dvoretsky)

νόμισμα: νομίσματος τό
1 установившийся обычай, общепринятый порядок, сложившаяся традиция, правовая норма Aesch., Eur.;
2 монета (ν. ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν Plat.);
3 (о мерах и весах), законная норма, полная мера, (τῶν κοτυλῶν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

νόμισμα: τό, (νομίζω) πᾶν ὅ, τι καθιερώθη ἐκ (παλαιᾶς) συνηθείας, τὸ νενομισμένον ἔθος, ἔθιμον, Αἰσχύλ. Θήβ. 269, Πέρσ. 859 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν.), Εὐρ. Ι. Τ. 1471· πρᾶγμα οὗ ἡ χρῆσις καθιερώθη, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν ν. ἔβλαστεν Σοφ. Ἀντ. 296· θεοὶ ἡμῖν ν. οὐκ. ἔστι Ἀριστοφ. Νεφ. 248, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ («δὲν περνοῦν ἐδῶ», «δὲν ἔχουν πέρασιν»). ΙΙ. τὸ ἰσχῦον ἢ ἐν χρήσει νόμισμα ἐν κράτει τινί, Λατ. numisma, numus, Ἡρόδ. 1. 94., 3. 56· ν. κόπτεσθαι, κόπτειν, ὁ αὐτ. 4. 166· τἀρχαῖον ν. Ἀριστοφ. Βάτρ. 720· ν. ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα Πλάτ. Πολ. 371Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 14, Πολιτικ. 1. 9, 9 κἑξ., Διογ. Λ. 6. 20· τάλαντα... νομίσματος Ἀνδοκ. 24. 28· ν. ἡμεδαποῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 4, κτλ. ΙΙΙ. τὸ πλῆρες νόμιμον μέτρον, τοῦ χοὸς ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ ν. διαλυμαίνεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 348. ΙV. = νόμος Ἀλκαίου Ἀποσπ. 66.

English (Strong)

from νομίζω; what is reckoned as of value (after the Latin numisma), i.e. current coin: money.

English (Thayer)

νομίσματος, τό (νομίζω, which see);
1. anything received and sanctioned by usage or law (Tragg., Aristophanes).
2. money (current) coin (cf. our lawful money): Euripides, and Aristophanes down).

Greek Monolingual

το (ΑΜ νόμισμα, Μ και ὀνόμισμαν, νόμισμαν, νούμισμα) νομίζω
η βασική νομισματική μονάδα κάθε χώρας, το χρήμα που κυκλοφορεί και ισχύει σε μία επικράτεια («λέγεσθαι, Πολυκράτεα ἐπιχώριον νόμισμα κόψαντα πολλὸν μόλυβδον καταχρυσώσαντα δοῦν αί σφι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. κέρμα από μέταλλο το οποίο εκδίδεται από το κράτος, φέρει αναγεγραμμένη την αξία του και χρησιμοποιείται ως μέσο διεξαγωγής αγοραπωλησιών
2. χαρτονόμισμα σε αντικατάσταση κερμάτων
3. φρ. α) «τον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα» — του ανταπέδωσα τα ίσα
β) «η μία πλευρά του νομίσματος» — η μία άποψη ενός ζητήματος
γ) «μετατρεψιμότητα νομίσματος» — η ικανότητα ενός νομίσματος να ανταλλάσσεται με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών
αρχ.
1. καθετί το καθιερωμένο από παλιά συνήθεια, έθιμο («καὶ νόμισμ' ἐς ταυτό γε νικᾱν ἰσήρης ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ», Ευρ.)
2. πράγμα του οποίου η χρήση καθιερώθηκε, το καθιερωμένο, ο θεσμός («οὐδὲν ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε», Σοφ.)
3. το πλήρες νόμιμο μέτρο («τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμα διαλυμαίνεται», Αριστοφ.)
4. ο νόμος.

Greek Monotonic

νόμισμα: νομίσματος, τό (νομίζω
I. οτιδήποτε καθιερώνεται από τη μακρά χρήση, συνήθεια, θεσμός, σε Τραγ., Αριστοφ.
II. το ισχύον νόμισμα (χρηματική μονάδα) μιας πολιτείας, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

νόμισμα, ατος, τό, νομίζω
I. anything sanctioned by usage, a custom, institution, Trag., Ar.
II. the current coin of a state, Hdt.

Chinese

原文音譯:nÒmisma 挪米士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:律法(果效)
字義溯源:法定錢幣,錢,硬幣,有法定價值,合法可用;源自(νομίζω)=依法,認為);而 (νομίζω)出自(νόμος)=律法,分出), (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)。參讀 (ἀργύριον)同義字
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 錢(1) 太22:19

English (Woodhouse)

currency, custom, habit, monetary, coined money, current coin, means to an end, money in circulation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἔθιμο, νόμισμα). Ἀπό τό νομίζω τοῦ νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.