τρύω: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=τρῡ́ω | ||
|Medium diacritics=τρύω | |Medium diacritics=τρύω | ||
|Low diacritics=τρύω | |Low diacritics=τρύω |
Latest revision as of 08:44, 12 May 2024
English (LSJ)
[ῡ], Keil-Premerstein Erster Berichtp.9 (Troketta), cj. in Orph.Fr.270.5: fut. τρύσω [ῡ] A.Pr.27:—used mostly in pf. Pass. τέτρυμαι (v. infr.), other tenses being borrowed from τείρω and perhaps τρύχω, τρυχόω: but aor. Med. κατα-τρύσαιο Nic.Al.593: pres. Pass. τρύομαι Call.Fr.5.4P., IGRom.4.360.21 (Pergam., ii A. D.): cf. ἀποτρύω:—wear out, distress, ἀχθηδὼν κακοῦ τρύσει σε A. l. c.:—Pass., to be worn out, τέτρυσαι Simon.144; τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Hdt.1.22, cf. 2.129; δάκρυσιν τετρύμεθα AP9.549 (Antiphil.): mostly in part. τετρυμένος (freq. with v.l. τετριμμένος), τετρ. ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ Hdt.6.12; πόνοις τετρυμένα σώματα Pl.Lg.761d; γήρᾳ AP6.228 (Adaeus); γήραϊ καὶ πενίῃ ib.7.336; τετρ... εὗδεν Ἔρως AP9.627 (Marian.); ἐκ πορείας Plu.Eum.15; συνειδέναι τοῖς σφετέροις πράγμασι τετρυμένοις Plb.1.62.7, cf. 1.71.3; ὑπὸ τῆς κακοπαθείας Id.10.13.11; τετρυμένη κλίνη, = τρυφερῶς ἐστρωμένη, Sor. 1.68 (s. v.l.). (τρῡ-, found also in ἄτρυτος, τρύχω, τρῦχος, is the weak grade of τερῠ-, found in τερύσκεται, τέρυ (qq.v.); cf. also τείρω, ἀτεράμων.)
German (Pape)
[Seite 1158] bes. gebräuchlich im perf. pass. τέτρυμαι, τετρυμένος, τετρῦσθαι, u. in diesem tempus τρύχω ergänzend, ab-, aufreiben, verzehren, erschöpfen, Jemandes Vermögen und Kräfte allmälig zu Grunde richten und erschöpfen, u. übh. belästigen, quälen; ἀεὶ δὲ τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ τρύσει σε, Aesch. Prom. 27; τετρυμένοι ταλαιπωρίῃσιν, Her. 6, 12; τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ, 1, 22, wie λεὼς τετρυμένος ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ 2, 129; πόνοις τετρυμένα γεωργικοῖς σώματα, Plat. Legg. VI, 761 d; u. oft in der Anth.: βοῦς τετρυμένος αὔλακι καὶ γήρᾳ, Add. 3 (VI, 228); Antiphil. 39 (IX, 549); τετρυμένα γυῖα ἀνάπαυσον, Anyte 7 (Plan. 228); τετρυμένα γούνατ' ἔκαμψε, Ap. Rh. 1, 1174; πράγματα τετρυμένα, Pol. 1, 62, 7, u. Sp. – [Da υ immer lang ist, so ist die Schreibung τέτρυμμαι, τετρυμμένος falsch; sie findet sich aber oft, in Folge einer Verwechselung mit τετριμμένος.]
French (Bailly abrégé)
f. τρύσω, ao. et pf. inus.; Pass. seul. pf. τέτρυμαι;
user par le frottement ; user, consumer, épuiser ; Pass. être usé, épuisé, consumé : ταλαιπωρίῃσι HDT par les souffrances ; τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ HDT être réduit à la dernière infortune.
Étymologie: R. Ταρ, user ; cf. τείρω, τρύχω, lat. tero, trivi, tritum.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύω [~ τρύχω] verslijten, verteren, uitputten:; ἀχθηδὼν κακοῦ τρύσει σε de zware last van ellende zal je uitputten Aeschl. PV 27; perf. pass.:; τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ in de allerdiepste ellende verkeren Hdt. 1.22.3; ptc. perf. pass. τετρυμένος = uitgeput.
Russian (Dvoretsky)
τρύω: (fut. τρύσω с ῡ; pf. pass. τέτρῡμαι) мучить, томить, изнурять (τινά Aesch.): τετρῦσθαί τινι Her., Plat., Polyb., ἔκ τινος Plut. и ὑπό τινος Polyb. быть измученным чем-л.; τετρυμένος ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Her. доведенный до крайне бедственного положения; τετρυμένος ὕπνῳ Anth. охваченный сном.
Greek (Liddell-Scott)
τρύω: μέλλ. τρύσω [ῡ] Αἰσχύλ. Πρ. 27, (ἐκ-) Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 108· - ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. πρκμ. τέτρῡμαι (ἴδε κατωτ.), ἄλλοι χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τῦ τρύχω, τρυχόομαι· πρβλ. ἀπό-, κατα-τρύω, (ÖΤΡΥ εἶναι ἐπιτεταμένος τύπος τῆς ÖΤΕΡ, τείρω· ἐντεῦθεν παράγονται αἱ λέξεις τρύος, τρύχω, τρῦχος, τρυχόω, τρύσκω· τρύπη, τρύπανον· τρῦμα, τρύμη τρυμαλιά· θρύπτω, τρύφος, τρυφή, τρυφερός, κτλ.). Κατατρίβω, φθείρω, καταστρέφω, ἀχθηδὼν κακοῦ τρύσει σε Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., κατατρύχομαι, φθείρομαι, ταλαιπωροῦμαι, καταπονοῦμαι, τέτρυσαι Σιμωνίδ. 146· τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Ἡρόδ. 1. 22, πρβλ. 2. 129· δάκρυσι τετρύμεθα Ἀνθ. Π. 9. 549· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχῇ, τετρυμένος (συχν. μετὰ διαφόρ. γραφ. τετριμμένος), τετρ. ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἠελίῳ Ἡρόδ. 6. 12· πόνοις τετρυμένα σώματα Πλάτ. Νόμ. 761D· γήρᾳ Ἀνθ. Π. 6. 228· γήραϊ καὶ πενίᾳ Καλλ. Ἐπιγράμμ. 69· ὕπνῳ Ἀνθ. Π. 9. 627· ἐκ πορείας Πλουτ. Εὐμέν. 15· τῷ πολέμῳ Πολύβ. 1. 62, 7· ὑπὸ τῆς κακοπαθείας ὁ αὐτ. 10. 13, 11.
Greek Monolingual
Α
(εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ τρύσει σ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα teru- / tru-, η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με u, μορφή της ρίζας ter- «τρίβω, τρυπώ» (πρβλ. τρυπῶ, τείρω, τέρυς κ.λπ.) και μπορεί να συνδεθεί με αρχ. σλαβ. tryjo, tryti «τρίβω», λιθουαν. trū-n-iu «σαπίζω». Το ρ. τρύω απαντά κυρίως στον τ. του παθ. παρακμ. τέ-τρῦ-μαι (πρβλ. εἴρῡμαι, εἴ-λῡμαι), ο οποίος εμφανίζει μακρό -ῡ-, το οποίο διατηρείται σε όλους τους τ. της οικογένειας αυτής. Οι λ. που ανάγονται στο ρ. τρύω και στον παρλλ. τ. τρύχω εμφανίζουν κυρίως τη σημ. «βασανίζω, ταλαιπωρώ, καταστρέφω», απαντούν, όμως, και ορισμένοι τ. που διατηρούν την κυριολεκτική σημ. της ρίζας «τρυπώ» (πρβλ. τρύμη, τρῦμα, τρυμαλιά)].
Greek Monotonic
τρύω: μέλ. τρύσω [ῡ]· Παθ., παρακ. τέτρῡμαι· φθείρω, καταστρέφω, σε Αισχύλ. — Παθ., φθείρομαι, καταπονούμαι, τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ, σε Ηρόδ.· τετρυμένος ταλαιπωρίῃσι, στον ίδ.
Middle Liddell
to rub down, wear out, Aesch.:—Pass. to be worn out, τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Hdt.; τετρυμένος ταλαιπωρίηισι Hdt.
Frisk Etymology German
τρύω: {trúō}
Forms: Aor. τρῦσαι, Fut. τρύσω, meist Perf. Pass. τέτρυμαι mit Ptz. τετρυμένος,
Grammar: v.
Meaning: aufreiben, erschöpfen (ion. att.).
Composita: vereinzelt m. ἀπο-, κατα- u.a., Als Vorderglied in τρυσάνωρ Männer erschöpfend (S.), τρυσίβιος das Leben aufreibend (Ar.), τρυσίππιον n. Zeichen, das man einem ausgedienten Pferd aufbrannte (Eup., Poll., EM) mit Rückbildung τρύσιππος m. Bez. des betreffenden Pferdes (Theognost. Kan.).
Derivative: Davon τρῦσις· νόσος, πόνος; τρυσ[σ]όν· νοσερόν, λεπτόν, ἀσθενές H.; τρύος n. = πόνος (Kall. ap. Et. Gen.; s. Powell Coll. Alex. 96). Auch τρύσκει· τρύχει, ξηραίνει H.
Etymology: Die häufigste Form, Perf. Pass. τέτρυμαι stimmt zu εἴρυμαι (< *ϝέϝρυμαι), εἴλυμαι (< *ϝεϝλῦμαι), πέπνυμαι u.a. und kann die übrigen Formen nach sich gezogen haben. Die gleiche Tiefstufe auch in τρῦμα, -μη, τρυπάω, τρύχω. Sie ist ebenfalls auf balt.-slav. Boden zu belegen in aksl. tryjǫ, tryti’τρίβειν’, lit. trū-n-iù, -n-ė́ti faulen, modern, verwesen neben trŭ-, treu- in aksl. trovǫ, truti aufreiben, lit. trunù, -ė́ti = trūnė́ti. Eine hochstufige Form liegt in τέρυς vor, s.d. Vgl. noch τείρω, τετραίνω, τιτρώσκω mit weiterer Lit.
Page 2,938
Mantoulidis Etymological
(=φθείρω, καταστρέφω). Ἀπό ρίζα τρυ-, ἐπιτεταμένος τύπος τῆς τερ- τοῦ τείρω. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα τρύχω, τρῦχος (=κουρέλι), τρυχόω -ῶ (=καταπονῶ), τρύος (=κόπος), τρύπη, τρυπάω, τρῦμα, τρυμάτιον, τρυμαλιά, τρύμη, τρῦσις, τρυσάνωρ, τρυσίβιος, ἄτρυτος, ἀτρύγετος (=ἀκούραστος), θρύπτω, τρύφος, τρυφή.