μήκων: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''") |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ωνος (=[[παπαρούνα]]). Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] της. | |mantxt=-ωνος (=[[παπαρούνα]]). Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] της. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[papaver]]'', [[poppy]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.26.8/ 4.26.8]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:23, 16 November 2024
English (LSJ)
Dor., Arc. μάκων, Theoc.7.157, IG5(2).514.16 (Lycosura, ii B. C.): μήκωνος, ἡ (ὁ Arist. (v. infr. 11.2), Polem.Hist.88, Polyaen.8.6.1):—
A poppy, esp. opium poppy, Papaver somniferum, μήκων δ' ἑτέρωσε κάρη βάλεν ἐνὶ κήπῳ Il.8.306, cf. Ar.Av.160, Thphr. HP 1.12.2 (s. v.l.), Theoc.l.c.; μάκωνσι λευκαῖς IGl.c.; μήκων ἥμερος, κηπευτή, Dsc. 4.64, Gal.6.548; μήκων Ἡρακλεία = frothy poppy, Silene venosa, Thphr. HP 9.12.5; μ. ἀφρώδης Dsc.4.66; μήκων κερατῖτις = horned poppy, Glaucium flavum, Thphr. HP 9.12.3, Dsc.4.65 (but = λεοντοπέταλον, Ps.-Dsc. 3.96); μήκων μέλαινα = corn poppy, Papaver rhoeas, common poppy, corn rose, field poppy, Flanders poppy, red poppy, Thphr. HP 9.11.9, Dsc. 4.64 (μέλας Ps.-Dsc.ibid.); μήκων ῥοιάς = Papaver hybridum, Thphr. HP 9.12.4, Dsc.4.63; μήκων ἀγρία = μήκων μέλαινα, ib.64; μήκων ἀγριωτέρα = windrose, Papaver argemone, ibid.
2 a single poppy-seed, Archim.Aren.2.4; collectively, μήκων ἁδρά Hp.Mul.2.192; μήκων μεμελιτωμένη Th.4.26; ὀπὸς μήκωνος = opium, Asclep. ap. Gal.14.138, etc.
3 poppy-head, Thphr. HP4.8.10: as an architectural ornament, Paus.5.20.5.
II mecon, quasi-liver of testaceous animals (ὀστρακηρά), Arist.HA530a15, 547a16.
2 ink bag of the cuttlefish, Id.Fr.334 (masc.), Ael.NAap.Suid.
III a metallic sand, Poll.7.100.
IV the part of the ear at the root under the lobe, Id.2.86.
V μήκων ἀφρώδης = πέπλος, spurge, Dsc.4.167; so μήκων alone, as a purgative, freq. in Hp., Mul.2.124, 192, al., Morb.3.16; ὀπὸς μήκωνος Mul.2.201; μήκων alone, = τιθυμαλλίς, Dsc.4.164. (Etym. dub.; OHG. māgo, Germ. Mohn, OSlav. makû are prob. borrowed.)
German (Pape)
[Seite 172] ωνος, ἡ, 1) der Mohn; Il. 8, 306. 14, 499; μήκωνα, Ar. Av. 160; Her. 2, 92; μήκωνα μεμελιτωμένην, Thuc. 4, 26; Theophr. u. Sp. Auch der Mohnkopf, sonst κώδεια, und der betäubende Mohnsaft, Opium, sonst μηκώνιον, werden zuweilen so genannt; μήκωνες λευκοί (also masc.), Polem. bei Ath. XI, 478 d; μέλαινα, Euphron. Ath. I, 7 e (v. 11.). – 2) bei Arist. H. A. 4, 4. 5, 15 u. öfter die Blase der Black- oder Dintenfische u. ähnlicher Schalthiere, in welcher sie der Dinte ähnlichen Saft haben; vgl. Ath. VII, 316 d, wo ὁ μήκων steht, u. Opp. Hal. 3, 157; αἱ τῆς πορφύρας μήκωνες, Ath. III, 87 d. – 3) ein Metallfand, Poll. 7, 27. – 4) bei Paus. 5, 20, 9 eine architektonische Verzierung, von der Ähnlichkeit mit einem Mohnkopfe.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ἡ, qqf ὁ)
pavot, plante.
Étymologie: μῆκος.
Russian (Dvoretsky)
μήκων: дор. μάκων, ωνος (ᾱ) ἡ
1 мак Hom., Her., Arph. etc.: μ. μεμελιτωμένη Thuc. мак, приготовленный с медом;
2 чернильный мешок (у головоногих моллюсков) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μήκων: Δωρ. μάκων, ωνος, ἡ, ὁ «μᾶκος», ἡ «παπαροῦνα», μήκων δ’ ὡς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ὡς μήκων ἀπέκλινε πρὸς τὸ ἕτερον τὴν κεφαλήν, Ἰλ. Θ. 306, (ἔνθα λέγεται ὅτι ἦτο φυτὸν κηπαῖον), πρβλ. Ἡρόδ. 2, 92, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, Θεόκρ. 7. 157. 2) ἡ κεφαλὴ τοῦ φυτοῦ τούτου, ὡς τὸ κώδεια, Ἱππ. 645, 13, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10· - ἐν χρήσει ὡς ἀρχιτεκτονικὸν κόσμημα, Παυσ. 5. 20, 5· - ἡ κεφαλὴ ἐχρησίμευεν ὡς τροφή, μ. μεμελιτωμένη Θουκ. 4. 26· - μήκωνος ὀπός, τὸ ὄπιον, Ἱππ. 670. 24, κτλ.· πρβλ. μηκώνιον. ΙΙ. τὸ περίττωμα τῶν ὀστρακηρῶν, δηλ. τῶν ὀστρακοδέρμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 22 κἑξ., 5. 15, 10· ἡ μελανοφόρος κύστις τῆς σηπίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 315 (ἔνθα εἶναι ἀρσεν.), Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙΙ. μεταλλικὴ ἄμμος, Πολυδ. Ζ΄, 100. IV. τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τοῦ ὠτός, αὐτόθι 2, 86 Bekk., ἔνθα κοινῶς μύκων. V. = πεπλίς, Διοσκ. 4. 168. (Πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. mâg-o, κοινὰ Γερμ. mân (mohn)· Βοημ. màk.)
English (Autenrieth)
ωνος: poppy, Il. 8.306†.
Greek Monolingual
ο, η (Α μήκων, -ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή)
αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών του γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες ουσίες (α. «μήκων ἡ ῥοιάς» β. «μήκων ἡ ἀγρία» γ. «μήκων ή ύπνοφόρος»)
αρχ.
1. το φυτό τιθύμαλλος ή τιθυμαλλίς, κν. σήμερα γαλατσίδα
2. αρχιτεκτονικό κόσμημα όμοιο με τη μήκωνα κατά το σχήμα
3. η μελανοφόρος κύστη της σουπιάς και άλλων όμοιων μαλακίων
4. τα περιττώματα τών οστρακοδέρμων
5. είδος μεταλλικής άμμου
6. το εσωτερικό μέρος του αφτιού
7. φρ. α) «μήκωνος ὀπός» — το όπιο
β) «μήκων ἀφρώδης» — το φυτό πέπλος
γ) «μήκων ἡ ἀγρία» — η αγρεμώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μήκων (πρβλ. βλήχων) συνδέεται με ονόματα της γερμ. και σλαβ. τα οποία σημαίνουν «παπαρούνα» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. maho και mago, αρχ. σλαβ. makŭ κ.ά.). Η ποικιλία στη μορφή που παρατηρείται στους προηγούμενους τ. οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για ανεξάρτητα δάνεια, πιθ. από κάποια μεσογειακή γλώσσα. Την υπόθεση αυτή ενισχύει το γεγονός ότι η παπαρούνα είναι μεσογειακό φυτό].
Greek Monotonic
μήκων: ἡ, Δωρ. μάκων [ᾱ], -ωνος, παπαρούνα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: poppy, Papaver somniferum, poppy-head (Θ 306), meatph. of poppy-like objects, e.g. ink-bag of the cuttle-fish (m., Arist.).
Other forms: Dor. Arc. μάκων, -ωνος.
Compounds: μηκωνο-φόρος (sc. γῆ) f. poppy-bearing country (pap.).
Derivatives: 1. name of poppy-like plants (Euphorbia, wild lettuce): μηκών-ιον (Hp., Thphr.; also = opium [Phld.]), -ίς f. (Nic., inscr., pap.). -ῖτις (Gal., Redard 74; also name of a stone [Plin.], Redard 57). 2. adj. μηκών-ειος spiced with poppy (Philostr.), n. opium (S. E., sch.), f. -ίς (Alcm.), -ικός poppy-like (Thphr.). 3. Dimin. μηκωνάριον (Androm. ap. Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like βλήχων a. o. (Chantraine Form. 162). Clearly related to the Slav. and Germ. word for poppy: Slav., e.g. Russ. CSl. makъ, Russ. mak (old ο-stem); Germ., e.g. OHG maho, MHG mahen, mān; besides with gramm. change OHG mago, OSw. val-moghi (val- < *u̯alha- torpor) a. o. Notable are both the gramm. change and the short vowel against Gr. -α-, both of which can be interpreted as pointing to old. cognates. As acc. to botanists the poppy originates from the Mediterranean, it must be an already IE loan of a Wanderwort. WP. 2, 225 (with a quite doubtful root connection), Pok. 698, Schrader-Nehring Reallex. 2, 68 f., Machek Ling. Posn. 2, 158, Fraenkel Lit. et. Wb. s. aguonà. Fur. 218 compares βηκώνιον εἶδος βοτάνης and concludes to a Pre-Greek form.
Middle Liddell
μήκων, δοριξ μάκων, [ᾱ], ωνος, ἡ,
the poppy, Il., etc.
Frisk Etymology German
μήκων: {mḗkōn}
Forms: dor. ark. μάκων, -ωνος
Grammar: f.
Meaning: ‘Mohn, Papaver somniferum, Mohnkorn, -kopf, -saft’ (seit Θ 306), übertr. von mohnähnlichen Gegenständen, z.B. Tintenblase des Tintenfisches (m.. Arist.);
Composita: μηκωνοφόρος (sc. γῆ) f. mohntragendes Land (Pap.).
Derivative: Ableitungen. 1. Benennungen mohnähnlicher Pflanzen (Euphorbia, wilder Lattich): μηκώνιον (Hp., Thphr.; auch = Opium [Phld.]), -ίς f. (Nik., Inschr., Pap.). -ῖτις (Gal., Redard 74; auch N. eines Steins [Plin.], Redard 57). 2. Adj. μηκώνειος mit Mohn gewürzt (Philostr.), n. Opium (S. E., Sch.), f. -ίς (Alkm.), -ικός mohnähnlich (Thphr.). 3. Demin. μηκωνάριον (Androm. ap. Gal.).
Etymology: Bildung wie βλήχων u. a. (Chantraine Form. 162). Hängt offenbar mit dem slav. und germ. Wort für Mohn zusammen: slav., z.B. russ. ksl. makъ, russ. mak (alter o-Stamm); germ., z.B. ahd. maho, mhd. mahen, mān; daneben mit gramm. Wechsel ahd. mago, aschw. val-moghi (val- < *u̯alha- Betäubung) u. a. Zu beachten sind sowohl der gramm. Wechsel wie die Vokalkürze gegenüber gr. -α-, was beides für Urverwandtschaft spricht. Da nach den Botanikern der Mohn aus dem Mittelmeergebiet stammt, muß es sich um eine schon idg. Entlehnung eines Wanderworts handeln. WP. 2, 225 (mit einer ganz fraglichen Wz.anknüpfung), Pok. 698, Schrader-Nehring Reallex. 2, 68 f., Machek Ling. Posn. 2, 158, Fraenkel Lit. et. Wb. s. aguonà.
Page 2,225
Mantoulidis Etymological
-ωνος (=παπαρούνα). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία της.