estirar la pata: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(2) |
m (Text replacement - "καταφθίω, παροίχομαι, τελευτάω" to "καταφθίω, παροίχομαι, τελευτάω, τελευτάω τὸν αἰῶνα, τελευτάω βίον, [[τελευτ...) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀπασκαρίζω]] | |sltx=[[ἁλίσκομαι]], [[ἀμφιπεριφθινύθω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλύω]], [[ἀναπαύω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἀπαλλάσσω]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀπασκαρίζω]], [[ἀπαυδάω]], [[ἄπειμι]], [[ἀπεκβιόω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀποβιόω]], [[ἀποβιώσκομαι]], [[ἀπογίγνομαι]], [[ἀποδημέω]], [[ἀποθνήσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἀπόλλυμι]], [[ἀπολύω]], [[ἀπομαραίνω]], [[ἀπομεριμνάω]], [[ἀποπνέω]], [[ἀποπνίγω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἀποσεύω]], [[ἀποσκέλλω]], [[ἀποστείχω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἀποχάζομαι]], [[ἀποψύχω]], [[ἀφαιᾶσαι]], [[ἀφέρπω]], [[ἀφίπταμαι]], [[βαίνω]], [[δάμνημι]], [[δῃόω]], [[διαλείπω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλύω]], [[διαπίπτω]], [[διαρραίω]], [[διαφθείρω]], [[διαφωνέω]], [[διεξέρχομαι]], [[διοίχομαι]], [[διόλλυμι]], [[ἐκβιόω]], [[ἐκδημέω]], [[ἐκθνῄσκω]], [[ἐκλείπω]], [[ἐκλιμπάνω]], [[ἐκπέφαμαι]], [[ἐκπίπτω]], [[ἐκπνέω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἐναποθνῄσκω]], [[ἐναπονεκρόομαι]], [[ἐναποψύχω]], [[ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι]], [[ἐξάγω]], [[ἐξακτέον]], [[ἐξαναλίσκω]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[ἐξαυαίνω]], [[θνῄσκω]], [[καταθνῄσκω]], [[καταστρέφω]], [[καταφθίω]], [[παροίχομαι]], [[τελευτάω]], [[τελευτάω τὸν αἰῶνα]], [[τελευτάω βίον]], [[τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:37, 11 December 2022
Spanish > Greek
ἁλίσκομαι, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀναλίσκω, ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω, ἀποθνήσκω, ἀποθνῄσκω, ἀπόλλυμι, ἀπολύω, ἀπομαραίνω, ἀπομεριμνάω, ἀποπνέω, ἀποπνίγω, ἀποσβέννυμι, ἀποσεύω, ἀποσκέλλω, ἀποστείχω, ἀποτίθημι, ἀποφθείρω, ἀποφθίνω, ἀποχάζομαι, ἀποψύχω, ἀφαιᾶσαι, ἀφέρπω, ἀφίπταμαι, βαίνω, δάμνημι, δῃόω, διαλείπω, διαλλάσσω, διαλύω, διαπίπτω, διαρραίω, διαφθείρω, διαφωνέω, διεξέρχομαι, διοίχομαι, διόλλυμι, ἐκβιόω, ἐκδημέω, ἐκθνῄσκω, ἐκλείπω, ἐκλιμπάνω, ἐκπέφαμαι, ἐκπίπτω, ἐκπνέω, ἐκχωρέω, ἐναποθνῄσκω, ἐναπονεκρόομαι, ἐναποψύχω, ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι, ἐξάγω, ἐξακτέον, ἐξαναλίσκω, ἐξαπόλλυμι, ἐξαυαίνω, θνῄσκω, καταθνῄσκω, καταστρέφω, καταφθίω, παροίχομαι, τελευτάω, τελευτάω τὸν αἰῶνα, τελευτάω βίον, τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου