ερείδω: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐρείδω]])<br />[[στηρίζω]], [[ακουμπώ]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]] με όλη μου τη [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> <i>έρειδε</i><br />[[παράγγελμα]] που δίνεται στους κωπηλάτες της πολεμικής λέμβου<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ερείδομαι</i><br />στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω [[πεποίθηση]] («ερείδομαι στη γνωστή ειλικρίνειά σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θλίβω]], [[πιέζω]], ωθώ<br /><b>2.</b> [[στυλώνω]], [[υποστηρίζω]], [[ενισχύω]]<br /><b>3.</b> [[στερεώνω]], [[θεμελιώνω]], [[φυτεύω]]<br /><b>4.</b> [[πιέζω]] με [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ρίχνω]], [[εξακοντίζω]], [[εκσφενδονίζω]]<br /><b>6.</b> [[στοιχηματίζω]]<br /><b>7.</b> επιτίθεμαι, [[εναντιώνομαι]] σε κάποιον, «του ρίχνομαι»<br /><b>8.</b> [[πέφτω]] με τα μούτρα σε [[κάτι]], [[κυρίως]] στο [[φαγητό]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐρείδομαι</i><br />[[είμαι]] καλά στερεωμένος, μπηγμένος («λᾱε [[ἐρηρέδαται]]» — οι πέτρες ήταν καλά μπηγμένες, στερεωμένες, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐρείδομαι</i><br />[[συναγωνίζομαι]], [[μάχομαι]]<br /><b>11.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἐρεισάμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που [[πατά]] [[γερά]], που έχει ακλόνητη [[θέση]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐρείδω]] πληγήν» — [[μπήγω]] [[κάτι]] στο [[δέρμα]] και [[δημιουργώ]] [[τραύμα]]<br />β) «ἀλλήλῃσιν ἐρείδουσαι» — στηριζόμενες, στοιβαγμένες ή μια [[πάνω]] στην [[άλλη]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «οὔδεϊ χαῑται [[ἐρηρέδαται]]» — τα μαλλιά που φθάνουν στο [[έδαφος]], που πέφτουν [[χάμω]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] σε [[ξηρά]], [[προσαρμόζω]], [[καθίζω]] («ἡ μὲν [[πρῷρα]] ἐρείσασα ἔμεινεν [[ἀσάλευτος]]», ΚΔ)<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]], όπως [[προηγουμένως]]: [[ναυαγώ]], [[πέφτω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>15.</b> <b>(αμετάβ.)</b> (για [[ασθένεια]]) [[προσβάλλω]] ορισμένο [[μέρος]]<br /><b>16.</b> [[καταθέτω]] [[κάτι]] [[απέναντι]] σε [[άλλο]], [[θέτω]] ως έπαθλο («ἄγε καὶ τύ τιν’ εὔβοτον ἀμνὸν ἔρειδε» — έλα [[φέρε]] και κατάθεσε και συ, ως έπαθλο, ένα καλοθρεμμένο [[αρνί]], <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Ο [[συσχετισμός]] του τ. [[ερείδω]] με το λατ. <i>ridica</i> «[[υπόστημα]], [[πάσσαλος]] αμπελιού» δεν φαίνεται πολύ [[πιθανός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>έρεισις</i>, [[έρεισμα]], [[ερειστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντερείδω]], [[απερείδω]], [[διερείδω]], [[ενερείδω]], [[εξερείδω]], [[επερείδω]], [[προσερείδω]], [[συνερείδω]], [[υπερείδω]]].
|mltxt=(Α [[ἐρείδω]])<br />[[στηρίζω]], [[ακουμπώ]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]] με όλη μου τη [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> <i>έρειδε</i><br />[[παράγγελμα]] που δίνεται στους κωπηλάτες της πολεμικής λέμβου<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ερείδομαι</i><br />στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω [[πεποίθηση]] («ερείδομαι στη γνωστή ειλικρίνειά σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θλίβω]], [[πιέζω]], ωθώ<br /><b>2.</b> [[στυλώνω]], [[υποστηρίζω]], [[ενισχύω]]<br /><b>3.</b> [[στερεώνω]], [[θεμελιώνω]], [[φυτεύω]]<br /><b>4.</b> [[πιέζω]] με [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ρίχνω]], [[εξακοντίζω]], [[εκσφενδονίζω]]<br /><b>6.</b> [[στοιχηματίζω]]<br /><b>7.</b> επιτίθεμαι, [[εναντιώνομαι]] σε κάποιον, «του ρίχνομαι»<br /><b>8.</b> [[πέφτω]] με τα μούτρα σε [[κάτι]], [[κυρίως]] στο [[φαγητό]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐρείδομαι</i><br />[[είμαι]] καλά στερεωμένος, μπηγμένος («λᾱε [[ἐρηρέδαται]]» — οι πέτρες ήταν καλά μπηγμένες, στερεωμένες, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐρείδομαι</i><br />[[συναγωνίζομαι]], [[μάχομαι]]<br /><b>11.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἐρεισάμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που [[πατά]] [[γερά]], που έχει ακλόνητη [[θέση]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐρείδω]] πληγήν» — [[μπήγω]] [[κάτι]] στο [[δέρμα]] και [[δημιουργώ]] [[τραύμα]]<br />β) «ἀλλήλῃσιν ἐρείδουσαι» — στηριζόμενες, στοιβαγμένες ή μια [[πάνω]] στην [[άλλη]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «οὔδεϊ χαῖται [[ἐρηρέδαται]]» — τα μαλλιά που φθάνουν στο [[έδαφος]], που πέφτουν [[χάμω]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] σε [[ξηρά]], [[προσαρμόζω]], [[καθίζω]] («ἡ μὲν [[πρῷρα]] ἐρείσασα ἔμεινεν [[ἀσάλευτος]]», ΚΔ)<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]], όπως [[προηγουμένως]]: [[ναυαγώ]], [[πέφτω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>15.</b> <b>(αμετάβ.)</b> (για [[ασθένεια]]) [[προσβάλλω]] ορισμένο [[μέρος]]<br /><b>16.</b> [[καταθέτω]] [[κάτι]] [[απέναντι]] σε [[άλλο]], [[θέτω]] ως έπαθλο («ἄγε καὶ τύ τιν’ εὔβοτον ἀμνὸν ἔρειδε» — έλα [[φέρε]] και κατάθεσε και συ, ως έπαθλο, ένα καλοθρεμμένο [[αρνί]], <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Ο [[συσχετισμός]] του τ. [[ερείδω]] με το λατ. <i>ridica</i> «[[υπόστημα]], [[πάσσαλος]] αμπελιού» δεν φαίνεται πολύ [[πιθανός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>έρεισις</i>, [[έρεισμα]], [[ερειστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντερείδω]], [[απερείδω]], [[διερείδω]], [[ενερείδω]], [[εξερείδω]], [[επερείδω]], [[προσερείδω]], [[συνερείδω]], [[υπερείδω]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐρείδω)
στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω
νεοελλ.
1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη
2. ναυτ. φρ. έρειδε
παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες της πολεμικής λέμβου
3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι
στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη γνωστή ειλικρίνειά σου»)
αρχ.
1. θλίβω, πιέζω, ωθώ
2. στυλώνω, υποστηρίζω, ενισχύω
3. στερεώνω, θεμελιώνω, φυτεύω
4. πιέζω με δύναμη
5. ρίχνω, εξακοντίζω, εκσφενδονίζω
6. στοιχηματίζω
7. επιτίθεμαι, εναντιώνομαι σε κάποιον, «του ρίχνομαι»
8. πέφτω με τα μούτρα σε κάτι, κυρίως στο φαγητό
9. παθ. ἐρείδομαι
είμαι καλά στερεωμένος, μπηγμένος («λᾱε ἐρηρέδαται» — οι πέτρες ήταν καλά μπηγμένες, στερεωμένες, Ομ. Ιλ.)
10. μέσ. ἐρείδομαι
συναγωνίζομαι, μάχομαι
11. (μτχ.) ἐρεισάμενος, -η, -ον
αυτός που πατά γερά, που έχει ακλόνητη θέση
12. φρ. α) «ἐρείδω πληγήν» — μπήγω κάτι στο δέρμα και δημιουργώ τραύμα
β) «ἀλλήλῃσιν ἐρείδουσαι» — στηριζόμενες, στοιβαγμένες ή μια πάνω στην άλλη, Ομ. Οδ.)
γ) «οὔδεϊ χαῖται ἐρηρέδαται» — τα μαλλιά που φθάνουν στο έδαφος, που πέφτουν χάμω, Ομ. Ιλ.)
13. (για πλοίο) πέφτω σε ξηρά, προσαρμόζω, καθίζω («ἡ μὲν πρῷρα ἐρείσασα ἔμεινεν ἀσάλευτος», ΚΔ)
14. μέσ. με την ίδια σημασία, όπως προηγουμένως: ναυαγώ, πέφτω στην ξηρά
15. (αμετάβ.) (για ασθένεια) προσβάλλω ορισμένο μέρος
16. καταθέτω κάτι απέναντι σε άλλο, θέτω ως έπαθλο («ἄγε καὶ τύ τιν’ εὔβοτον ἀμνὸν ἔρειδε» — έλα φέρε και κατάθεσε και συ, ως έπαθλο, ένα καλοθρεμμένο αρνί, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Ο συσχετισμός του τ. ερείδω με το λατ. ridica «υπόστημα, πάσσαλος αμπελιού» δεν φαίνεται πολύ πιθανός.
ΠΑΡ. έρεισις, έρεισμα, ερειστικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. αντερείδω, απερείδω, διερείδω, ενερείδω, εξερείδω, επερείδω, προσερείδω, συνερείδω, υπερείδω].