προσαγορεύω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ἀγορεύω]]<br /><b>1.</b> [[προσφωνώ]], [[απευθύνω]] σε κάποιον [[δημόσια]] χαιρετισμό, [[εκφωνώ]] χαιρετιστήρια [[αγόρευση]]<br /><b>2.</b> [[τιτλοφορώ]] κάποιον, [[αποκαλώ]] κάποιον με τον τίτλο που έχει ή που του [[απονέμω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαιρετίζω]] («ἐν ταῑς ἐπιστολαῑς τοὺς φίλους προσαγορεύουσι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καλώ]], [[ονομάζω]] («τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεῡσαι ποιμένα λαῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> λέω [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>4.</b> [[μιλώ]] σε κάποιον, του [[απευθύνω]] τον λόγο<br /><b>5.</b> [[μιλώ]] ευφήμως για κάποιον ή για [[κάτι]] («πάσας τὰς ἡδονὰς ἀγαθὸν [[εἶναι]] προσαγορεύεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αποδίδω]]<br /><b>7.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]]<br /><b>8.</b> επικαλούμαι («τὰ τῶν θηρίων ἤθη προσαγορεύειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[προσαγορεύω]] τινὰ χαίρειν» — [[αποχαιρετώ]] κάποιον.
|mltxt=ΝΜΑ [[ἀγορεύω]]<br /><b>1.</b> [[προσφωνώ]], [[απευθύνω]] σε κάποιον [[δημόσια]] χαιρετισμό, [[εκφωνώ]] χαιρετιστήρια [[αγόρευση]]<br /><b>2.</b> [[τιτλοφορώ]] κάποιον, [[αποκαλώ]] κάποιον με τον τίτλο που έχει ή που του [[απονέμω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαιρετίζω]] («ἐν ταῑς ἐπιστολαῑς τοὺς φίλους προσαγορεύουσι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καλώ]], [[ονομάζω]] («τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεῡσαι ποιμένα λαῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> λέω [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>4.</b> [[μιλώ]] σε κάποιον, του [[απευθύνω]] τον λόγο<br /><b>5.</b> [[μιλώ]] ευφήμως για κάποιον ή για [[κάτι]] («πάσας τὰς ἡδονὰς ἀγαθὸν [[εἶναι]] προσαγορεύεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αποδίδω]]<br /><b>7.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]]<br /><b>8.</b> επικαλούμαι («τὰ τῶν θηρίων ἤθη προσαγορεύειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[προσαγορεύω]] τινὰ χαίρειν» — [[αποχαιρετώ]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσᾰγορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>-ηγόρευσα</i>· ([[αλλά]] ο Αττ. αόρ. είναι [[προσεῖπον]]), μέλ. και παρακ. <i>προσερῶ</i>, [[προσείρηκα]]· Παθ. αόρ. αʹ <i>προσηγορεύθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[απευθύνω]], [[χαιρετώ]], [[ασπάζομαι]], Λατ. [[salutare]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα</i>, στη [[δυστυχία]] δεν μας χαιρετούν, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με διπλ. αιτ., [[προσφωνώ]] ή [[χαιρετώ]] κάποιον, <i>Δίκανδέ νιν προσαγορεύομεν</i>, σε Αισχύλ.· τὸν αὐτὸν [[πατέρα]] [[προσαγορεύω]], σε Ξεν.· με απαρ., [[προσαγορεύω]] τινὰ χαίρειν, [[χαιρετώ]] ή [[αποχαιρετώ]] κάποιον με [[προσφώνηση]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[καλώ]] με το όνομα, [[αποκαλώ]], <i>τὸνἈγαμέμνονα</i>, [[προσαγορεύω]] ποιμένα λαῶν, σε Ξεν.· <i>τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις</i>, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰγορεύω Medium diacritics: προσαγορεύω Low diacritics: προσαγορεύω Capitals: ΠΡΟΣΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: prosagoreúō Transliteration B: prosagoreuō Transliteration C: prosagoreyo Beta Code: prosagoreu/w

English (LSJ)

Att. aor. being προσεῖπον, fut. and pf. προσερῶ, προσείρηκα (but προσαγορεῦσαι occurs in X.Mem.3.2.1,

   A προσαγορεύσομεν Pl.Tht.147e), aor. Pass. προσερρήθην (but προσηγορεύθην A.Pr.834, Anaxil.21.4, Philem.101.6); coupled with προσείποις, προσρητέον in Pl.Tht.152d, 182d sq.:—address, greet, ἀλλήλους Hdt.1.134, 2.80; δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα in misfortune we are not spoken to, Th.6.16; π. τοὺς νέους δι' εὐχῆς Pl.Lg.823d; πόρρωθεν π. Thphr.Char.5.2; ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς τοὺς φίλους π. Pl.Ep.315b.    2 c. dupl. acc., address or greet as so and so, Δίκαν δέ νιν προσαγορεύομεν βροτοί A.Ch.950 (lyr.); τὸν αὐτὸν πατέρα π. X.Cyr.8.7.14; βασιλέα π. τινά Plu.Aem.8:—Pass., ὑφ' ὧν προσηγορεύθης ἡ Διὸς δάμαρ A.Pr.834; -αγορευθεὶς αὐτοκράτωρ, Lat. imperator consalutatus, Plu.Pomp.8, etc.    3 simply, call by name, call so and so, τὸν Ἀγαμέμνονα π. ποιμένα λαῶν X.Mem.3.2.1; τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις; Pl.R.428d, cf. Grg.474e, Sph.216c, Lycurg. 26; π. τινὰ ὀνόματι Antipho 6.40, cf. Pl.Plt.291e, Tht.147e, etc.; ὀνομαστὶ π. X.Cyr.5.3.47; τοῦτο τοὔνομα π. σφᾶς αὐτούς Plb.1.8.1:— Pass., to be called, Hecat.129J., etc.; π. ἑταίρα Anaxil. l. c.; λίθος Philem. l.c.; freq. in Pl., R.597e, Phlb.54a; τῷ τοῦ ὅλου ὀνόματι, ἑνὶ ὀν. π., Id.Smp.205c, Sph.219b, etc.    4 c. inf., πάσας ἡδονὰς ἀγαθὸν εἶναι προσαγορεύεις Id.Phlb.13b, cf. Prt.325a; π. τινὰ χαίρειν bid one hail or farewell, Ar.Pl.323, Pl.Lg.771a; also μετὰ τοῦ χαίρειν π. τινά Plu.Phoc.17.    II appeal to, in argument, τὰ τῶν θηρίων ἤθη dub. in Plu.2.493c.

German (Pape)

[Seite 747] 1) anreden, anrufen, u. nach den VLL. wie B. A. 14 bes. = ἀσπάζεσθαι, begrüßen; Δίκην δέ νιν προσαγορεύομεν, Aesch. Ch. 938; ὑφ' ὧν προσηγορεύθης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ μέλλουσ' ἔσεσθαι, Prom. 834, du wurdest als die künftige Gemahlinn begrüßt; Ar. Plut. 323; Her. 1, 134; ὥςπερ δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα, Thuc. 6, 16; Plat. Charmid. 164 e u. A. – 2) benennen, nennen; οὐκοῦν καὶ τἄλλα πάντα καλὰ προσαγορεύεις, Plat. Gorg. 474 e; τοὺς φιλοσόφους τοιούτους, so nenne ich die Philosophen, Soph. 216 c; πολλοῖς ὀνόμασι ταὐτὸν τοῦτο ἑκάστοτε προσαγορεύομεν, 251 a, u. öfter; auch pass., sowohl ἑνὶ προσαγορεύεσθαι ὀνόματι, 219 b, als οὐκ ἀναγκαῖον αὐτῷ προσαγορεύεσθαι τοὔνομα, Polit. 259 a (vgl. noch πάσας ἡδονὰς ἀγαθὸν εἶναι προσαγορεύεις, Phil. 13 c, u. Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 141); τοῦτό σε πρ., so nenne ich dich, Xen. Cyr. 7, 2, 9; Folgde; auch τινί τι, Einem Etwas zusprechen, beilegen, Plat. Theaet. 147 d u. Folgde; τοῦτο τοὔνομα προσηγόρευσαν σφᾶς αὐτούς, Pol. 1, 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰγορεύω: τούτου ὁ Ἀττ. ἀόρ. εἶναι προσεῖπον, μέλλ. καὶ πρκμ. προσερῶ, προσείρηκα· (ἀλλ’ ἀπαντᾷ προσαγορεῦσαι ἐν τοῖς Ἀπομνημ. Ξενοφ. 3. 2, 1, προσαγορεύσομεν Πλάτ. Θεαίτ. 147Ε), παθ. ἀόρ. προσερρήθην (ἀλλὰ προσηγορεύθην Αἰσχύλ Πρ. 834, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 2. 4, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 16)· ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 1, Πλάτ. Θεαίτ. 152D, 182D κἑξ., ἔνθα προσαγορεύω, προσεῖπον, κτλ., ἀπαντῶσι πλησίον ἀλλήλων. Προσφωνῶ, χαιρετίζω, ἀσπάζομαι, λατ. salutare, τινὰ Ἡρόδ. 1. 134, 2. 80· δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα, ἐν δυστυχίᾳ ὄντας δὲν χαιρετίζουσιν ἡμᾶς, Θουκ. 6. 16· πρ. τινὰ δι’ εὐχῆς Πλάτ. Νόμ. 823D· πόρρωθεν πρ. Θεοφρ. Χαρ. 3· ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς τοὺς φίλους πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 315Β. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., προσφωνῶ τινα ἢ χαιρετίζω ὀνομάζων, ὀνομάζω, καλῶ, λέγω, ὑφ’ ὧν προσηγορεύθης ἡ Διὸς δάμαρ Αἰσχύλ. Πρ. 834· Δίκαν δέ νιν προσαγορεύομεν βροτοὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 950· τὸν αὐτὸν πατέρα πρ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· βασιλέα πρ. τινὰ Πλουτ. Αἰμίλ. 8, πρβλ. Πομπ. 8, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρ., πάσας ἡδονὰς ἀγαθὸν εἶναι προσαγορεύεις Πλάτ. Φίληβ. 13Β, πρβλ. Πρωτ. 325Α· πρ. τινὰ χαίρειν, χαιρετίζειν ἢ ἀποχαιρετίζειν τινά, Ἀριστοφ. Πλ. 323, Πλάτ. Νόμ. 771Α· οὕτω, μετὰ τοῦ χαίρειν πρ. τινὰ Πλουτ. Φωκ. 17. 3) καλῶ κατ’ ὄνομα, ὀνομάζω…, τὸν Ἀγαμέμνονα πρ. ποιμένα λαῶν Ξεν. Ἀπομν. 3. 2, 1· τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις; Πλάτ. Πολ. 428D, πρβλ. Γοργ. 474Ε, Σοφ. 216C, Λυκοῦργ. 151. 16· πρ. τινὰ ὀνόματι Ἀντιφῶν 146. 7, Πλάτ. Πολιτ. 291Ε, κτλ.· ὀνομαστὶ πρ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 47· τοῦτο τοὔνομα πρ. σφᾶς αὐτοὺς Πολύβ. 1. 8, 1. ― Παθ., καλοῦμαι, ἐκ τῆς ἑταιρίας ἑταίρα τοὔνομα προσηγορεύθη Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 2· λίθος Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 16· συχν. παρὰ Πλάτ., ὡς ἐν Πολ. 579Ε, ἐν Φιλήβ. 54Α· τῷ ὀνόματί τινος, ἑνὶ ὀν. πρ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 205C, Σοφ. 219Β, κτλ. ΙΙ. ἀποδίδω εἴς τινα, τινί τι Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 147D. ΙΙΙ. δηλῶ, λέγω, μνημονεύω, «ἀναφέρω», τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 719Ε.

French (Bailly abrégé)

1 parler à, dire à ; abs. saluer. acc.;
2 appeler de tel ou tel nom : τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεύειν ποιμένα λαῶν XÉN appeler Agamemnon un pasteur de peuples ; βασιλέα προσαγορεύειν τινά PLUT saluer qqn du titre de roi.
Étymologie: πρός, ἀγορεύω.

English (Strong)

from πρός and a derivative of ἀγορά (mean to harangue); to address, i.e. salute by name: call.

English (Thayer)

1st aorist passive participle προσαγορευθείς; to speak to, to address, accost, salute (Aeschyl, Herodotus, Aristph., Xenophon, Plato, others); especially to address or accost by some name, call by name: τινα with a predicate accusative, and in the passive with a predicate nominative (τινα or τί with a predicate accusative, Xenophon, mem. 3,2, 1; Γάϊος Ἰούλιος Καῖσαρδιά τάς πράξεις προσαγορευθείς Θεός, Diodorus 1,4; add (φρούριον ... Καισάρειαν ὑπ' αὐτοῦ προσαγορευθεν, Josephus, Antiquities 15,8, 5.) Cf. Bleek, Brief an d. Hebrews 2:2, p. 97f.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἀγορεύω
1. προσφωνώ, απευθύνω σε κάποιον δημόσια χαιρετισμό, εκφωνώ χαιρετιστήρια αγόρευση
2. τιτλοφορώ κάποιον, αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο που έχει ή που του απονέμω
αρχ.
1. χαιρετίζω («ἐν ταῑς ἐπιστολαῑς τοὺς φίλους προσαγορεύουσι», Πλάτ.)
2. καλώ, ονομάζω («τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεῡσαι ποιμένα λαῶν», Ξεν.)
3. λέω κάτι επί πλέον
4. μιλώ σε κάποιον, του απευθύνω τον λόγο
5. μιλώ ευφήμως για κάποιον ή για κάτι («πάσας τὰς ἡδονὰς ἀγαθὸν εἶναι προσαγορεύεις», Πλάτ.)
6. αποδίδω
7. μνημονεύω, αναφέρω
8. επικαλούμαι («τὰ τῶν θηρίων ἤθη προσαγορεύειν», Πλούτ.)
9. φρ. «προσαγορεύω τινὰ χαίρειν» — αποχαιρετώ κάποιον.

Greek Monotonic

προσᾰγορεύω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα· (αλλά ο Αττ. αόρ. είναι προσεῖπον), μέλ. και παρακ. προσερῶ, προσείρηκα· Παθ. αόρ. αʹ προσηγορεύθην·
1. απευθύνω, χαιρετώ, ασπάζομαι, Λατ. salutare, σε Ηρόδ. — Παθ., δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα, στη δυστυχία δεν μας χαιρετούν, σε Θουκ.
2. με διπλ. αιτ., προσφωνώ ή χαιρετώ κάποιον, Δίκανδέ νιν προσαγορεύομεν, σε Αισχύλ.· τὸν αὐτὸν πατέρα προσαγορεύω, σε Ξεν.· με απαρ., προσαγορεύω τινὰ χαίρειν, χαιρετώ ή αποχαιρετώ κάποιον με προσφώνηση, σε Αριστοφ.
3. καλώ με το όνομα, αποκαλώ, τὸνἈγαμέμνονα, προσαγορεύω ποιμένα λαῶν, σε Ξεν.· τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις, σε Πλάτ.