πυρός: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πῠρός:''' <b class="num">I</b> gen. к [[πῦρ]].<br /><b class="num">[[πυρός|πῡρός]]:</b> <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> пшеница Hom., Her., Thuc., Arph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> пшеничное зерно Arst.
|elrutext='''πῠρός:'''<br /><b class="num">I</b> gen. к [[πῦρ]].<br /><b class="num">[[πυρός|πῡρός]]:</b> <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> пшеница Hom., Her., Thuc., Arph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> пшеничное зерно Arst.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:00, 31 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρός Medium diacritics: πυρός Low diacritics: πυρός Capitals: ΠΥΡΟΣ
Transliteration A: pyrós Transliteration B: pyros Transliteration C: pyros Beta Code: puro/s

English (LSJ)

(in dialects also σπυρός (q. v.)), ὁ,

   A wheat, Triticum vulgare, μελίφρονα, μελιηδέα πυρόν, Il.8.188, 10.569; κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ground it, Od.20.109; given to geese, 19.536: pl., with other grains, πυροί τε ζειαί τε ἰδ' εὐρυφυὲς κρῖ λευκόν 4.604; πυροὶ καὶ κριθαί 9.110, 19.112, cf. Il.11.69, IG12.76.38, al., Hdt.2.36, 4.33, Ar.V.1405, Pax 1145, Av.580, Th.6.22, D.19.145, Thphr.HP8.4.3, Dsc.2.85, etc.    2 a grain of wheat, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμήν Arist.GA728b35, cf. Plu.in Hes.84.    3 π. ἄγριος,= χελιδόνιον τὸ μικρόν, Dsc.2.181. (Cf. Lith. pūraĩ (pl.) 'wheat', and perh. πυρήν.)

German (Pape)

[Seite 824] ὁ, der Weizen; ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, Od. 20, 109; als Pferdefutter, Il. 10, 569; gew. im plur., vgl. Od. 4, 604; neben κριθαί, 9, 110. 19, 112; Futter der Gänse, ib. 536; Ar.; u. in Prosa, wie Plat. Menex. 238 a u. Folgde überall. – Man findet Zusammenhang mit πῦρ, Feuer, in der gelben Farbe; aber υ ist der Quantität nach verschieden.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρός: ὁ, σῖτος, μελιηδέα, μελίφρονα πυρὸν Ἰλ. Θ. 188, Κ. 569· ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, ἤλεσαν (ὁ ἀληλεσμένος σῖτος ἐκαλεῖτο ἀλείατα ἢ ἄλευρα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄλφιτα τὴν ἀληλεσμένην δηλ. κριθήν, πρβλ. ὡσαύτως μῆλοψ), Ὀδ. Υ. 109· δίδοται δὲ εἰς τοὺς ἵππους, Τ. 536· ἐν τῷ πληθ., μνημονεύεται μετ’ ἄλλων σιτηρῶν, πυροί τε ζειαί τε ἰδ’ εὐρυφυὲς κρῖ λευκὸν Δ. 604· πυροὶ καὶ κριθαὶ Ι. 110., Τ. 112· θερίζεται δὲ διὰ δρεπάνου, Ἰλ. Λ. 67· κἑξ.· - οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 36., 4. 33, Ἀριστοφ. Σφ. 1405, Εἰρ. 1145, Ὄρν. 580, Θουκ. 6. 22, Δημ. 386. 4. 4) κόκκος σίτου, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 16. (Ἐντεῦθεν πυρνός, πύρινος, κτλ.· ὁ Κούρτ. παραβάλλει Σλαυ. pyr-o (ὄλυρα), Βοημ. pyr (ἄγρωστις), Λεττ. pûr-ji (triticum), Λιθ. pyr-agus (σίτινος ἄρτος).)

French (Bailly abrégé)

1gén. de πῦρ.
2οῦ (ὁ) :
blé, froment, plante.
Étymologie: DELG lit. purai « blé d’hiver », puras « grain de blé », termes apparentés en slave, mais désignant d’autres espèces de céréales ; terme i.-e.

Spanish

trigo

Greek Monolingual

(I)
και σπυρός, ὁ, Α
1. το σιτάρι, ο σίτος
2. κόκκος σιταριού
3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» — το φυτό χελιδόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία του σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pūro- «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν διάφορα είδη δημητριακών (πρβλ. λιθουαν, pūraī «σίτος», ρωσ. pyro «κεχρί», αγγλοσαξ. fyrs «άγρωστις»). Έχουν διατυπωθεί, επίσης, διάφορες απόψεις, οι οποίες παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως λ. χ, η σύνδεση της λ. με το λατ. pavio «χτυπώ» και το λιθουαν. piauti «κόβω, αλέθω, δέρνω» ή η άποψη ότι πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με ευρεία διάδοση. Ο δωρ. τ. σπυρός εμφανίζει αρκτικό -σ-, το οποίο προέρχεται, κατά μία άποψη, από κάποια αρχαϊκού τύπου εναλλαγή (πρβλ. πέλεθος: σπέλεθος, πύραθος: σπύραθος), ενώ, κατ' άλλη άποψη, από αναλογική επίδραση τών σῖτος, σπόρος, σπέρμα. Τέλος, από την οικογένεια της λ. πυρός, η οποία πολύ νωρίς αντικαταστάθηκε από αυτήν του σῖτος, μόνο το παρ. πυρήν διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην επιστημονική ορολογία].
(II)
-ή, -ό, Ν
(στον Ερωτόκρ.) πυρώδης, διάπυρος, φλογερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ κατά τα επίθ. σε -ος (πρβλ. χρυσός: αρχ. χρυσοῦς)].

Greek Monotonic

πῡρός: ὁ, σιτάρι, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρός:
I gen. к πῦρ.
πῡρός: II
1) пшеница Hom., Her., Thuc., Arph. etc.;
2) пшеничное зерно Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πῡρός -οῦ, ὁ, meestal plur., tarwe.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: (grain of) wheat (Il.).
Other forms: mostly pl. πυροί (Schwyzer-Debr. 43, Chantraine Gramm. hom. 2, 30), Dor. (Cos, Thera, Syracuse a.o.) σπυρός.
Compounds: Compp., e.g. πυρο-φόρος wheat-bearing (Il.), διόσ-πυρον n. the cherry-like fruit of Celtis australis (Thphr.), -πυρος m. = λιθόσπερμον (Dsc.; Strömberg Pfl.namen 128 a. 138); on the gender cf. βούτυρον, -ος (s.v.).
Derivatives: Dimin. πυρίδια pl. n. (Ar., pap.); the adj. πύρ-ινος (E., X., hell.), -ικός (pap.), -ώδης (Str.), -άμινος (Hes. fr. 117 a.o.; after κυάμ-, σησάμ-ινος; Forbes Mnem. 4 : 11, 157) of wheat, -αμίς, -αμοῦς (s. v.); the subst. πυρ-ίτης ἄρτος wheat-bread (Aët.), αὑτο-πυρίτης (Phryn. Com., Hp.) = αὑτό-πυρος a. o. (Redard 90). -- Also πυρήν, -ῆνος m. pip, stone of fruit (Ion., Arist., hell.; Solmsen Wortforsch. 125f.) with ἀ-πύρην-ος pitless (Ar. Fr. 118, Thphr. etc.) a.o.; πυρην-ίς (Tanagra IIIa; wr. πουρεινις), -ιον (Thphr.), -ίδιον (Delos IIIa, pap.) kernel, knag, knob; also πυρην-άδες f. pl. n. of guild in Ephesos (inscr.); -ώδης pit-like (Thphr.).
Origin: IE [Indo-European] [850] *puH-ro- (peh₁u-, puh₁-?) corn, wheat
Etymology: Old designation of wheat, which is also retained in Balto-Slav., e.g. Lith. pūraĩ pl. winter corn, sg. pũras m. single corn of winter corn, SCr. pȉr m. spelt, Russ.-CSl. pyro ὄλυρα, κέγχρος', Russ. pyréj dog-grass, Triticum repens; to this from Germ. OE fyrs dog-grass (deviating stem; cf. Specht Ursprung 69). Skt. pūraḥ m. cake remains far (Mayrhofer KEWA s.v. w. lit.). On the facts Schrader-Nehring Reallex. 2, 647. -- Anlaut. σ- in σπυρός perh. from σῖτος or from σπόρος, σπέρμα (Fraenkel Phil. 97, 169 f., IF 59, 304 f.). Further forms w. lit. in Fraenkel and Vasmer s.vv.; also WP. 2, 83 and Pok. 850. -- Orig. old Wanderwort (Schwyzer 58 n. 3 with Güntert a.o.)? After Nieminen KZ 74, 170f. as "what is beaten , what is threshed" to IE *pēu-, pǝu- (Pok. 827) beat, hew cutting in Lith. piáuti cut, mow, Lat. paviō beat; worth considering.

Middle Liddell

πῡρός, οῦ, ὁ,
wheat, Hom.; also in pl., Od., etc.