εὐφυής: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=effyis | |Transliteration C=effyis | ||
|Beta Code=eu)fuh/s | |Beta Code=eu)fuh/s | ||
|Definition=ές, (φυή) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[well-grown]], [[shapely]], μηροί <span class="bibl">Il.4.147</span>; πτελέη <span class="bibl">21.243</span>; | |Definition=ές, (φυή) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[well-grown]], [[shapely]], μηροί <span class="bibl">Il.4.147</span>; πτελέη <span class="bibl">21.243</span>; [[κλάδος]], of ivy, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>88</span>; πρόσωπον <span class="bibl">Id.<span class="title">Med.</span>1198</span>; ὀδόντες <span class="bibl">Alex. 98.20</span>; μαζοί <span class="title">AP</span>5.55 (Diosc.); [[suitably formed]], πόδες <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>691b15</span>; <b class="b3">χορείας εὐφυὴς βάσις</b> [[well-ordered]], [[graceful]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>968</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[of good natural disposition]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.6.13</span>, al., <span class="bibl">Arist. <span class="title">EN</span>1114b8</span>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>29.4</span>; of horses and dogs, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.1.3</span> (Sup.), <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>2.87a</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[naturally suited]] or [[adapted]], πρός τι <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>455b</span>; πρὸς τὰς τέχνας <span class="bibl">Isoc.4.33</span> (Sup.); εἴς τι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>327b</span> (Sup.); οὐκ εὐ. λέγειν <span class="bibl">Aeschin.1.181</span>; εὐ. τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>409e</span>; -έστατος τὴν γνώμην <span class="bibl">Isoc.9.41</span>: rarely in bad sense, εὐ. πρὸς ἀγονίαν <span class="bibl">Arist. <span class="title">GA</span> 748b8</span>. Adv., <b class="b3">εὐφυῶς ἔχει</b> c. inf., <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1321a9</span>; <b class="b3">εὐ. ἔχειν πρὸς</b>… ib. <span class="bibl">1303b8</span>: Comp. -έστερον, ἔχειν <span class="bibl">D.61.42</span>; also -εστέρως <span class="bibl">Hierocl. p.27A.</span> </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> of place, [[well situated]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">PA</span>666a14</span> (Sup.); of time, καιρὸς εὐ. πρὸς σωτηρίαν <span class="bibl">Plb.1.19.12</span>. Adv. -ῶς<b class="b3">, κεῖσθαι πρὸς</b>... <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1327a33</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[naturally clever]], like [[εὐτράπελος]], euphem. for [[βωμολόχος]], <span class="bibl">Isoc.7.49</span>, <span class="bibl">15.284</span>; <b class="b3">σοφιστὴς εὐ</b>. <span class="bibl">Alex.36.4</span>, cf. <span class="bibl">135.13</span>; [[εὐφυής]] [[a man of genius]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Po.</span>1455a32</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>1390b28</span>; opp. [[γεγυμνασμένος]], ib.<span class="bibl">1410b8</span>; of hounds, <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>608a27</span> (Comp.). Adv. [[εὐφυῶς]] [[cleverly]], [[skilfully]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>401c</span>; κολακεύειν <span class="bibl">Antiph.144.2</span>; ὀψοποιεῖν <span class="bibl">Alex.24.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 08:35, 8 July 2020
English (LSJ)
ές, (φυή)
A well-grown, shapely, μηροί Il.4.147; πτελέη 21.243; κλάδος, of ivy, E.Fr.88; πρόσωπον Id.Med.1198; ὀδόντες Alex. 98.20; μαζοί AP5.55 (Diosc.); suitably formed, πόδες Arist.PA691b15; χορείας εὐφυὴς βάσις well-ordered, graceful, Ar.Th.968 (lyr.). II of good natural disposition, X.Mem.1.6.13, al., Arist. EN1114b8, Thphr. Char.29.4; of horses and dogs, X.Mem.4.1.3 (Sup.), Jul. Or.2.87a. 2 naturally suited or adapted, πρός τι Pl.R.455b; πρὸς τὰς τέχνας Isoc.4.33 (Sup.); εἴς τι Pl.Prt.327b (Sup.); οὐκ εὐ. λέγειν Aeschin.1.181; εὐ. τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς Pl.R.409e; -έστατος τὴν γνώμην Isoc.9.41: rarely in bad sense, εὐ. πρὸς ἀγονίαν Arist. GA 748b8. Adv., εὐφυῶς ἔχει c. inf., Id.Pol.1321a9; εὐ. ἔχειν πρὸς… ib. 1303b8: Comp. -έστερον, ἔχειν D.61.42; also -εστέρως Hierocl. p.27A. 3 of place, well situated, Arist. PA666a14 (Sup.); of time, καιρὸς εὐ. πρὸς σωτηρίαν Plb.1.19.12. Adv. -ῶς, κεῖσθαι πρὸς... Arist. Pol.1327a33. III naturally clever, like εὐτράπελος, euphem. for βωμολόχος, Isoc.7.49, 15.284; σοφιστὴς εὐ. Alex.36.4, cf. 135.13; εὐφυής a man of genius, Arist. Po.1455a32, cf. Rh.1390b28; opp. γεγυμνασμένος, ib.1410b8; of hounds, Id.HA608a27 (Comp.). Adv. εὐφυῶς cleverly, skilfully, Pl.R.401c; κολακεύειν Antiph.144.2; ὀψοποιεῖν Alex.24.1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui pousse bien :
1 bien venu, fort, vigoureux;
2 heureusement né, qui a d’heureuses dispositions ; οἱ εὐφυεῖς les gens d’esprit;
Cp. εὐφυέστερος, Sp. εὐφυέστατος.
Étymologie: εὖ, φύω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐφυής, -ές)
αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη»)
μσν.
ταιριαστός
αρχ.
1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)
2. (για πράγματα) καλά ή κατάλληλα σχηματισμένος, καλοκατασκευασμένος, χαριτωμένος («πρῶτον εὐκύκλου χορείας εὐφυᾱ στῆσαι βάσιν» — κατ' αρχάς θα χορέψουν σε ωραίο κύκλο με κατάλληλο, χαριτωμένο βηματισμό, Αριστοφ.)
3. αυτός που έχει καλή προδιάθεση, που αρμόζει από τη φύση του σε κάτι, κατάλληλος για κάτι («οὕτως ἔλεγες τὸν μὲν εὐφυῆ πρός τι εἶναι, τὸν δὲ ἀφυῆ», Πλάτ.)
4. (για τόπο ή χρόνο) ευνοϊκός, κατάλληλος (α. «εὐφυέστατος δὲ τῶν τόπων ὁ μέσος», Αριστοτ.
β. «νομίσας ἔχειν εὐφυῆ καιρὸν πρὸς σωτηρίαν», Πολ.)
5. (κατ' ευφ.) προικισμένος με οξύ νου, οξύνους, εφευρετικός («καὶ τοὺς εὐτραπέλους δὲ καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὕς νῡν εὐφυεῑς προσαγορεύουσιν, ἐκεῑνοι δυστυχεῑς ἐνόμιζον», Ισοκρ.)
6. αυτός που έχει μεγάλες πνευματικές ικανότητες, ιδιοφυής ή μεγαλοφυής («εὐφυοῡς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῡ», Αριστοτ.). Επιρρ. ευφυώς (ΑΜ εὐφυῶς)
έξυπνα, κατάλληλα, επιδέξια (α. «απάντησε ευφυώς» β. «τοὺς δημιουργοὺς τοὺς εὐφυῶς δυναμένους ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῡ φύσιν», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
αρμόδια, κατάλληλα
αρχ.
(για τόπο) κατάλληλα, ευνοϊκά («εὐφυώς κείμενα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φυής (< φυή ή φύος < φύομαι «γίνομαι μεγάλος, προκόβω, προοδεύω»), πρβλ. αυτο-φυής, ιδιο-φυής].
Greek Monotonic
εὐφυής: -ές (φυή),·
I. καλοαναθρεμμένος, ευτραφής, καλοσχηματισμένος, όμορφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. 1. αυτός που έχει καλή διάθεση εκ φύσεως, ευφυής, έξυπνος, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα και σκύλους, στον ίδ.
2. φυσικά προσαρμοσμένος, ταιριαστός ή ευπροσάρμοστος, προσαρμόσιμος, εἴς ή πρός τι, σε Πλάτ.· με απαρ., εὐφυὴς λέγειν, σε Αισχίν.· επίρρ. εὐφυῶς, σε Δημ.
III. λέγεται για θετικά φυσικά χαρίσματα, έξυπνος, σε Αριστ.· επίρρ. εὐφυῶς, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐφῠής:
1) разросшийся (κλάδος Eur.);
2) высокий (πτελέη Hom.);
3) хорошо развитой, мощный (μηροί Hom.);
4) цветущий, полный или красивый (πρόσωπον Eur.);
5) стройный, изящный (χορείας βάσις Arph.);
6) (тж. τῇ φύσει εὐ. Arst.) одаренный от природы хорошими качествами, хорошей породы (ἵπποι Xen.; κύνες Arst.);
7) одаренный, способный, даровитый (ποιητής Plut.; πρός τι Plat., Isocr., Plut., εἴς τι Plat. и ποιεῖν τι Aeschin.): οἱ ευφυεῖς τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς Plat. одаренные в физическом и духовном отношениях;
8) благоприятный, удобный, пригодный (καιρὸς εὐ. πρός τι Arst., Polyb.; τόπος εὐ. παρατάξαι φάλαγγα Plut.).
Middle Liddell
εὐ-φυής, ές [φυή]
I. well-grown, shapely, goodly, Il., Eur.
II. of good natural disposition, Xen.; of horses and dogs, Xen.
2. naturally suited or adapted, εἴς or πρός τι Plat.; c. inf., εὐφυὴς λέγειν Aeschin.:— adv. εὐφυῶς Dem.
III. of good natural parts, clever, Arist.:—adv. εὐφυῶς, Plat.
English (Woodhouse)
comely, quick, well-grown, adapted for, adapted, capable of, fit for, having natural ability, of intellect, possessed of good qualifications, possessed of natural gifts, qualified by nature, with good abilities