ἐφημερία: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efimeria
|Transliteration C=efimeria
|Beta Code=e)fhmeri/a
|Beta Code=e)fhmeri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[division]] of the priests [[for the daily service of the temple]], <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ch.</span> 23.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ne.</span>23.30</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>1.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> the [[service]] itself, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Es.</span>1.16</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[division]] of the priests [[for the daily service of the temple]], <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ch.</span> 23.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ne.</span>23.30</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>1.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> the [[service]] itself, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Es.</span>1.16</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:10, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφημερία Medium diacritics: ἐφημερία Low diacritics: εφημερία Capitals: ΕΦΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: ephēmería Transliteration B: ephēmeria Transliteration C: efimeria Beta Code: e)fhmeri/a

English (LSJ)

ἡ, A division of the priests for the daily service of the temple, LXX 1 Ch. 23.6, Ne.23.30, Ev.Luc.1.5. 2 the service itself, LXX 1 Es.1.16.

German (Pape)

[Seite 1117] ἡ, die Reihe nach der Tagesordnung, LXX., N. T

Greek (Liddell-Scott)

ἐφημερία: ἡ, τάξις ἢ σειρὰ ἱερέων οἵτινες ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα κατὰ περιόδους ἐξετέλουν τὴν ἱερατικὴν αὑτῶν ὑπηρεσίαν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 5, πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ), καλουμένη πατριὰ ὑπὸ Ἰωσήπου ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 14, 7· πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ, 4). - Κατὰ Σουΐδ.: «ἐφημερία, ἡ πατριά, λέγεται δὲ καὶ ἡ τῆς ἡμέρας λειτουργία». 2) ἱερατικὴ ὑπηρεσία ἐν ὡρισμένῃ σειρᾷ ἡμερῶν, Ἑβδ. (Νεεμ. ΙΓ΄, 30 κτλ.). 3) ἡ καθ’ ἑκάστην τελουμένη λειτουργία ἱερέως ἢ ἱερομονάχου ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Βασίλ. ΙΙΙ. 645Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 service quotidien des prêtres dans le temple chez les Juifs;
2 ordre de succession des prêtres pour le service du temple pendant le jour SEPT.
Étymologie: ἐφήμερος.

English (Strong)

from ἐφήμερος; diurnality, i.e. (specially) the quotidian rotation or class of the Jewish priests' service at the Temple, as distributed by families: course.

English (Thayer)

ἐφημερίας, ἡ (efeemerios], ἐφημεριον, by day, lasting or acting for a day, daily), a word not found in secular authors; the Sept. in Chronicles and Nehemiah;
1. a service limited to a stated series of days (cf. German Tagdienst, Wochendienst); so used of the service of the priests and Levites: Wöchnerzunft): Josephus calls πατριαί and ἐφημεριδες, Antiquities 7,14, 7; de vita sua1; Suidas, ἐφημερία. ἡ πατριά λέγεται δέ καί ἡ τῆς ἡμέρας λειτουργία. Cf. Fritzsche, commentary on 3Esdras, p. 12. (BB. DD. under the word <TOPIC:Priest> Priests; Edersheim, Jesus the Messiah, book ii., chapter iii.)

Greek Monolingual

η (Α ἐφημερία)
νεοελλ.
1. υπηρεσία ημέρας, επίβλεψη κατά τη διάρκεια της ημέρας
2. η περίοδος κατά την οποία ο ιερέας εκτελεί τα καθήκοντά του στον ναό εναλλασσόμενος με τους άλλους ιερείς που υπηρετούν μαζί του στον ναό
3. η ενορία του ιερέα, το σύνολο τών ενοριτών του ναού στον οποίο διακονεί κάποιος ιερέας
αρχ.
1. τάξη ιερέων οι οποίοι τελούσαν την ιεροτελεστία στον ναό της Ιερουσαλήμ κάθε εβδομάδα
2. η υπηρεσία τών ιερέων αυτών στον ναό
3. φρ. «κατὰ ἐφημερίας» ή «ἐξ ἐφημερίας» — εκ περιτροπής, κατ' εναλλαγήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφήμερος. Με τη νεοελλ. σημασία 2 και 3 < εφημέριος].

Greek Monotonic

ἐφημερία: ἡ (ἐφ'ἡμέραν), λέγεται για ιερείς, σειρά της καθημερινής ιερουργίας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐφημερία: ἡ (у евр. первосвященников) очередь в совершении богослужения NT.

Middle Liddell

ἐφημερία, ἡ,
ἐφ' ἡμέραν, for the daily service of the temple, NTest.

Chinese

原文音譯:™fhmer⋯a 誒弗-誒姆里阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-日 相當於: (מַחֲלֹקֶת‎) (מִשְׁמֶרֶת‎)
字義溯源:日誌,值班,班次,班;源自(ἐφήμερος)=每日的);由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἡμέρα)*=日)組成
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 班(1) 路1:8;
2) 班次(1) 路1:5