ἀπιστία: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apistia
|Transliteration C=apistia
|Beta Code=a)pisti/a
|Beta Code=a)pisti/a
|Definition=Ion. [[ἀπιστίη]], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unbelief]], [[distrust]], <b class="b3">πίστεις . . δμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας</b> beliefs and [[disbeliefs]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>372</span>; πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα <span class="bibl">Thgn.831</span> [ῑ]; τῶν θείων τὰ πολλὰ ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γινώσκεσθαι <span class="bibl">Heraclit.86</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>493c</span>; τοῖσι παρεοῦσι ἀ. πολλὴ ὑπεκέχυτο <span class="bibl">Hdt.3.66</span>, cf. <span class="bibl">2.152</span>; ὑπὸ ἀπιστίης <span class="bibl">Id.3.153</span>, al.; <b class="b3">ὑπὸ ἀπιστίας μὴ γενέσθαι τι</b> from [[disbelief]] that... <span class="bibl">Id.1.68</span>; <b class="b3">ἀπιστία πρὸς ἑαυτόν</b> [[lack]] of [[self-confidence]], <span class="bibl">Th.8.66</span>; ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1606</span>; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>268</span>; [[ἀπιστίαν ἔχειν]] περί τινος = to [[be in doubt]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>107b</span>; σώφρων ἀ. <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1617</span>; <b class="b3">πρὸς ἀπιστίαν τοῦ κατηγόρου</b> to [[discredit]] him, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1398a10</span>; ἡ ἀπιστία ἡ πρὸς ἀλλήλους <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span> 1297a4</span>; ἀπιστία ἡ καθ' αὑτοῦ Longin.38.2; πρός τι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>258c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of things, τὰ εἰρημένα ἐς ἀπιστίαν πολλὴν ἀπῖκται <span class="bibl">Hdt.1.193</span>; <b class="b3">πολλὰς ἀπιστίας ἔχει</b> it admits of many [[doubt]]s, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>450c</span>; ὁ λόγος εἰς ἀπιστίαν καταπίπτει <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span>88d</span>; <b class="b3">καταβαλεῖν τινὰ εἰς ἀ</b>. ib.c; <b class="b3">ἀπιστίαν παρέχειν</b> ib.<span class="bibl">86e</span> (interpol.); ἀτοπία καὶ ἀπιστία [[incredibility]], <span class="bibl">Isoc.17.48</span>; ταῦτ' ἀπιστίαν ἔχει <span class="bibl">D. 10.44</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[want of faith]], [[faithlessness]], θνήσκει δὲ πίστις βλαστάνει δ' ἀπιστία <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>611</span>; [[treachery]], <span class="bibl">And.3.2</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.5.21</span>; βλέπειν ἀπιστίαν <span class="bibl">Eup.309</span>.</span>
|Definition=Ion. [[ἀπιστίη]], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unbelief]], [[distrust]], <b class="b3">πίστεις . . δμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας</b> beliefs and [[disbeliefs]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>372</span>; πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα <span class="bibl">Thgn.831</span> [ῑ]; τῶν θείων τὰ πολλὰ ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γινώσκεσθαι <span class="bibl">Heraclit.86</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>493c</span>; τοῖσι παρεοῦσι ἀ. πολλὴ ὑπεκέχυτο <span class="bibl">Hdt.3.66</span>, cf. <span class="bibl">2.152</span>; ὑπὸ ἀπιστίης <span class="bibl">Id.3.153</span>, al.; <b class="b3">ὑπὸ ἀπιστίης μὴ γενέσθαι τι</b> from [[disbelief]] that... <span class="bibl">Id.1.68</span>; <b class="b3">ἀπιστία πρὸς ἑαυτόν</b> [[lack]] of [[self-confidence]], <span class="bibl">Th.8.66</span>; ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1606</span>; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>268</span>; [[ἀπιστίαν ἔχειν]] περί τινος = to [[be in doubt]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>107b</span>; σώφρων ἀ. <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1617</span>; <b class="b3">πρὸς ἀπιστίαν τοῦ κατηγόρου</b> to [[discredit]] him, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1398a10</span>; ἡ ἀπιστία ἡ πρὸς ἀλλήλους <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span> 1297a4</span>; ἀπιστία ἡ καθ' αὑτοῦ Longin.38.2; πρός τι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>258c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of things, τὰ εἰρημένα ἐς ἀπιστίαν πολλὴν ἀπῖκται <span class="bibl">Hdt.1.193</span>; <b class="b3">πολλὰς ἀπιστίας ἔχει</b> it [[admit]]s of many [[doubt]]s, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>450c</span>; ὁ λόγος εἰς ἀπιστίαν καταπίπτει <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span>88d</span>; [[καταβαλεῖν]] τινὰ εἰς ἀπιστίαν ib.c; ἀπιστίαν [[παρέχειν]] ib.<span class="bibl">86e</span> (interpol.); [[ἀτοπία]] καὶ ἀπιστία [[incredibility]], <span class="bibl">Isoc.17.48</span>; ταῦτ' ἀπιστίαν ἔχει <span class="bibl">D. 10.44</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[want of faith]], [[faithlessness]], θνήσκει δὲ [[πίστις]] βλαστάνει δ' ἀπιστία <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>611</span>; [[treachery]], <span class="bibl">And.3.2</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.5.21</span>; βλέπειν ἀπιστίαν <span class="bibl">Eup.309</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:18, 14 October 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπιστία Medium diacritics: ἀπιστία Low diacritics: απιστία Capitals: ΑΠΙΣΤΙΑ
Transliteration A: apistía Transliteration B: apistia Transliteration C: apistia Beta Code: a)pisti/a

English (LSJ)

Ion. ἀπιστίη, ἡ, A unbelief, distrust, πίστεις . . δμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας beliefs and disbeliefs, Hes.Op.372; πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831 [ῑ]; τῶν θείων τὰ πολλὰ ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γινώσκεσθαι Heraclit.86, cf. Pl.Grg.493c; τοῖσι παρεοῦσι ἀ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Hdt.3.66, cf. 2.152; ὑπὸ ἀπιστίης Id.3.153, al.; ὑπὸ ἀπιστίης μὴ γενέσθαι τι from disbelief that... Id.1.68; ἀπιστία πρὸς ἑαυτόν lack of self-confidence, Th.8.66; ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι E.Ion1606; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας A.Ag.268; ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος = to be in doubt, Pl.Phd.107b; σώφρων ἀ. E.Hel.1617; πρὸς ἀπιστίαν τοῦ κατηγόρου to discredit him, Arist.Rh.1398a10; ἡ ἀπιστία ἡ πρὸς ἀλλήλους Id.Pol. 1297a4; ἀπιστία ἡ καθ' αὑτοῦ Longin.38.2; πρός τι Pl.Sph.258c. 2 of things, τὰ εἰρημένα ἐς ἀπιστίαν πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193; πολλὰς ἀπιστίας ἔχει it admits of many doubts, Pl.R.450c; ὁ λόγος εἰς ἀπιστίαν καταπίπτει Id.Phd.88d; καταβαλεῖν τινὰ εἰς ἀπιστίαν ib.c; ἀπιστίαν παρέχειν ib.86e (interpol.); ἀτοπία καὶ ἀπιστία incredibility, Isoc.17.48; ταῦτ' ἀπιστίαν ἔχει D. 10.44. II want of faith, faithlessness, θνήσκει δὲ πίστις βλαστάνει δ' ἀπιστία S.OC611; treachery, And.3.2, X.An.2.5.21; βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309.

German (Pape)

[Seite 291] ἡ, 1) Ungläubigkeit, Mißtrauen, Argwohn, im Ggstz von πίστις, Soph. O. C. 617; wie schon Hes. O. 370, im plur.; Theogn. 829; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας Aesch. Ag. 259; ὑπ' ἀπιστίης, aus Mißtrauen, Her. 1, 24 u. öfter; Plat. u. Folgde; = ὑποψία, Xen. An. 2, 5, 4; πρός τινα Dem. 9, 38; Zweifel, ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος Plat. Phaed. 107 b; πρός τι Soph. 258 c; von Sachen, πολλὴν ἀπιστίαν ἔχει ταῦτα Is. 1, 29, wie Plat. Rep. V, 450 c, hat, erregt Zweifel; παρέχειν Phaed. 86 e; εἰς ἀπιστίαν καταβάλλειν, καταπίπτειν, ibid. 88 c. – 2) Unglaublichkeit, Unzuverlässigkeit, Isocr. 17, 48; Unbeständigkeit, Plat. Gorg. 493 c; Treulosigkeit, πολέμου Isocr. 6, 49; πρὸς ἀνθρώπους Xen. An. 2, 5, 21 Pol. 3, 99 u. öfter. – 3) Ungehorsam? [Bei Ep. ist die penultima zuweilen lang.].

Greek (Liddell-Scott)

ἀπιστία: Ἰων. ίη, ἡ, τὸ ἀπιστεῖν, τὸ μὴ ἔχειν πίστην, ὑποψία, πίστεις… ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Ἡσ. Ἔργ. καὶ «Ἡμ. 370· πίστει χρήματ’ ὄλεσσα, ἀπιστίῃ [ῑ] δ’ ἐσάωσα Θέογν. 831· τοῖς παρεοῦσι ἀπ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. 2. 152· ὑπὸ ἀπιστίῃς ὁ αὐτ. 3. 153 κ. ἀλλ.· ὑπὸ ἀπ. μὴ γένεσθαι τι, ἐκ δυσπιστίας ὅτι..., ὁ αὐτ. 1. 68· ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι Εὐρ. Ἴων 1606· πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 268· ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος, εἶναι ἐν ἀμφιβολία, Πλάτ. Φαίδων 107B· σώφρων ἀπ. Εὐρ. Ἑλ. 1617· ἀπ. τοῦ κατηγόρου, ἔλλειψις ἐμπιστοσύνης εἰς αὐτόν, Ἀριστ. Ῥητ. 2. 23, 7· ἡ ἀπ. ἡ πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Πολιτικ. 4. 12, 5· ἀπ. κατά τινος Λογγῖν. 38. 2· πρός τι Πλάτ. Σοφ. 258C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ εἰρημένα ἐς ἀπ. πολλὴν ἀπῖκται Ἡρόδ. 1. 193· πολλὰς ἀπιστίας ἔχει, ἐπιδέχεται πολλὰς ἀμφιβολίας, Πλάτ. Πολ. 450C· ὁ λόγος εἰς ἀπ. καταπίπτει ὁ αὐτ. Φαίδων 88D· καταβάλλει τινὰ εἰς ἀπ. αὐτόθι C· ἀπ. παρέχειν αὐτόθι 86E· ἀπ. ὧν λέγει, τὸ μὴ ἀξιόπιστον τῶν λεγομένων ὑπ’ αὐτοῦ, Ἰσοκρ. 368C. ΙΙ. ἔλλειψις πίστεως, ἀπιστία, θνήσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ’ ἀπ. Σοφ. Ο. Κ. 611, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 493C· προδοσία, Ἀνδοκ. 23. 38, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 21· βλέπειν ἀπιστίαν, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 incrédulité, défiance ; invraisemblance;
2 manque de foi, perfidie.
Étymologie: ἄπιστος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.3.66
• Prosodia: [-ῐ-, pero -ῑ- en Thgn.831]
I 1descreimiento, incredulidad, falta de fe πῶς φῄς; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας ¿cómo dices? Por incredulidad no he comprendido tus palabras A.A.268, ὑπὸ δ' ἀπιστίης μὴ γενέσθαι por creer que no ocurriría Hdt.1.68, ὑπὸ ἀπιστίης αὐτὸς ... εἶδε τὸ βρέφος Hdt.3.153, οὐκ ἀπιστίᾳ σοὺς λόγους ἐδεξάμεσθα E.Io 1606, cf. τεράστιόν τε καὶ βροτοῖς ἀ. Ezech.91, cf. Plb.5.98.7, Chrysipp.Stoic.3.147
duda, falta de certeza τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι Heraclit.B 86, τὰ εἰρημένα ... ἐς ἀπιστίην πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193, ἀπιστίαν ἔτι ἔχειν ... περὶ τῶν εἰρημένων Pl.Phd.107b, πολλὰς ... ἀπιστίας ἔχει ἔτι todavía comporta muchas dudas Pl.R.450c, cf. Phd.88c, d, Grg.493c, Sph.258c, Th.1.10
en sent. relig.
esp. en lit. crist. falta de fe τῇ ἀ. ἐξεκλάσθησαν Ep.Rom.11.20, cf. Clem.Al.Strom.2.6.28.
2 desconfianza πίστεις ... ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Hes.Op.372, πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831, σώφρονος δ' ἀπιστίας (nada más útil a los mortales que) una prudente desconfianza E.Hel.1617, πρὸς ἀπιστίαν κατηγόρου Arist.Rh.1398a10, ἀ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol.1297a4, ἀ. ... πρὸς ἑαυτόν falta de confianza en sí mismo Th.8.66, cf. Hp.Praec.9, Longin.38.2.
3 c. inf. sospecha τοῖσι παρεοῦσι ἀπιστίη πολλὴ ὑπεκέχυτο τοὺς μάγους ἔχειν τὰ πράγματα Hdt.3.66.
4 inverosimilitud ἀτοπία καὶ ἀπιστία Isoc.17.48, cf. D.10.44, Is.1.29.
II perfidia, traición, deslealtad θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία S.OC 611, διά τε τὴν ἐκείνων ἀπιστίαν And.3.2, ἀπιστίας πρὸς ἀνθρώπους πράττειν X.An.2.5.21, βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309, cf. UPZ 18.5 (II a.C.), D.C.66.3
en sent. relig., LXX Sap.14.25, Ep.Rom.3.3.

English (Strong)

from ἄπιστος; faithlessness, i.e. (negatively) disbelief (lack of Christian faith), or (positively) unfaithfulness (disobedience): unbelief.

English (Thayer)

ἀπιστίας, ἡ (from ἄπιστος), want of faith and trust;
1. unfaithfulness, faithlessness (of persons betraying a trust): ἀπιστέω, 1).
2. want of faith, unbelief: shown in withholding belief in the divine power, weakness of faith: L T Tr WH ὀλιγοπιστίαν); Hesiod and Herodotus down.)

Greek Monolingual

η (AM ἀπιστία) άπιστος
1. έλλειψη χριστιανικής πίστης, το να μην πιστεύει κάποιος στον αληθινό θεό
2. έλλειψη εμπιστοσύνης, δυσπιστία
3. ανειλικρίνεια, δολιότητα
4. αναξιοπιστία
νεοελλ.
1. έλλειψη συζυγικής ή ερωτικής πίστης
2. αδίκημα κατά το οποίο ζημιώνει κάποιος από πρόθεση την περιουσία άλλου, της οποίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση εν όλω, εν μέρει ή για ορισμένη μόνο πράξη
μσν.
1. κατηγορία
2. ανυπακοή στους νόμους
3. παρασπονδία
αρχ.-μσν.
προδοσία
αρχ.
1. κάτι απίθανο, παράδοξο
2. φρ. α) «ἀπιστία πρὸς ἑαυτόν» — έλλειψη αυτοπεποίθησης
6) «ἀπιστία τοῦ κατηγόρου» — ανυποληψία.

Greek Monotonic

ἀπιστία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀπιστέω
I. 1. έλλειψη πίστης ή εμπιστοσύνης, η δυσπιστία, αμφιβολία, υπόνοια, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπὸ ἀπιστίης μὴ γενέσθαι τι, λόγω της δυσπιστίας για το ότι είχε συμβεί κάτι, σε Ηρόδ.· ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος, αμφιβάλλω, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πράγματα, ἐς ἀπιστίην ἀπῖκται, έχω γίνει αντικείμενο δυσπιστίας, είμαι αναξιόπιστος, σε Ηρόδ.· πολλὰς ἀπιστίας ἔχει, επιδέχεται πολλές αμφιβολίες, σε Πλάτ.· εἰς ἀπιστίαν καταπίπτειν, στον ίδ.
II. έλλειψη πίστης, απιστία, σε Σοφ.· δόλος, προδοσία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπιστία: ион. ἀπιστίη ἡ реже pl.
1) неверие, недоверие, неуверенность, сомнение Hes., Her., Aesch., Soph., Plat., Dem., Plut.;
2) недостоверность, неправдоподобие Xen.: πολλὴν ἀπιστίαν ἔχει ταῦτα Isocr. это крайне сомнительно;
3) неясность исхода, ненадежность, превратность (πολέμου Isocr.);
4) неверность, вероломство (πρός τινα Xen.; τινός Polyb., Plut.).

Middle Liddell

ἀπιστέω
I. disbelief, distrust, mistrust, Hes., Hdt., etc.; ὑπὸ ἀπιστίης μὴ γενέσθαι τι from disbelief that it had happened, Hdt.; ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος to be in doubt, Plat.
2. of things, ἐς ἀπιστίην ἀπῖχθαι to have become discredited, Hdt.; πολλὰς ἀπιστίας ἔχει it admits of many doubts, Plat.; εἰς ἀπ. καταπίπτειν Plat.
II. want of faith, faithlessness, unbelief, Soph.: treachery, Xen.

Chinese

原文音譯:¢pist⋯a 阿-披士提阿
詞類次數:名詞(11)
原文字根:不-相信 相當於: (זוּר‎) (כָּשַׁח‎ / שָׁכַח‎)
字義溯源:不信,不忠實,不信的態度,信不足,信心小;源自(ἄπιστος)=不信的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(πιστός)=可信賴的)組成,而 (πιστός)出自(982*=說服)。亞當不信從神的話,卻信從撒但的話,而犯罪干犯了神。這個不信從的罪,就一直傳留下來,使人類成為悖逆之子( 弗2:2),成了不信從之子。人自己沒有能力去信從神( 羅7:15),直等到神的憐憫臨到我們,神的靈叫我們悔改相信神
出現次數:總共(11);太(1);可(3);羅(4);提前(1);來(2)
譯字彙編
1) 不信(10) 太13:58; 可6:6; 可9:24; 可16:14; 羅3:3; 羅4:20; 羅11:20; 羅11:23; 提前1:13; 來3:19;
2) 不信的(1) 來3:12

English (Woodhouse)

disbelief, distrust, faithlessness, inconstancy, incredulity, treachery, untrustworthiness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)