πρώην: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> avant-hier ; <i>p. ext.</i> | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> avant-hier ; <i>p. ext.</i> l'autre jour;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tout dernièrement, tout récemment ; χθὲς καὶ [[πρώην]], [[πρώην]] [[τε]] καὶ [[χθές]] hier et avant-hier, <i>càd</i> tout récemment, depuis peu ; [[ἄρτι]] καὶ [[πρώην]] PLUT <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 5 September 2022
English (LSJ)
Dor. πρώᾱν Theoc.5.4,15.15; contr. πρῶν Call.Fr.84, Herod.5.62; πρᾶν Theoc.2.115:—A lately, just now, Il.5.832, 24.500, Ar.Fr.408, Alex.258, Herod.l.c., UPZ42.25 (ii B.C.), Cic.Att.6.4.3, etc.; in a book, above, Arist.EN1104b18. 2 long ago, Procop.Gaz. Pan.p.505 B.; Ἀγησίλαος ὁ π. ib.p.514 B. II more definitely, the day before yesterday, οὐ . . χθές, ἀλλὰ π. Th.3.113; μέχρι οὗ π. τε καὶ χθές till yesterday or the day before, i.e. till very lately, Hdt.2.53; π. καὶ χθές D.44.42; χθές τε καὶ π. Ar.Ra.726; χθὲς καὶ π. Pl.Lg.677d; τὰ ἐχθὲς καὶ π. Id.Grg.470d; ἐχθὲς καὶ π. Isoc.6.27; ἄρτι καὶ π., ὀψὲ καὶ π., Plu.Brut.1, 2.394b. (The first syllable of πρώαν is short in Theoc. ll.cc.; πρόαν is written in 15.15 (codd. opt.), v.l. in 4.60.)
German (Pape)
[Seite 802] dor. πρώαν, auch πρών, Callim., adv., neulich, kürzlich, vor kurzem; Il. 5, 832. 24, 500; μέχρι οὗ πρώην τε καὶ χθές, d. i. bis zur jüngst vergangenen Zeit, bis vor ganz kurzer Zeit, Her. 2, 53; also eigtl. vorgestern, Thuc. 3, 113; Xen. Cyr. 2, 2, 2; τὸν πρώην καὶ χθὲς ἐγγραφέντα, Dem. 44, 42; Pol. 9, 31, 4 u. Sp., wie Luc. D. D. 5, 2. – [In der dor. Form πρώαν scheint die erste Sylbe zuweilen kurz gebraucht zu sein, Theocr. 4, 60. 5, 4. 15, 16.] – Es ist eigtl. mit ι subscr. zu schreiben, da es als acc. sing. πρωΐην, sc. ὥραν, von πρώϊος herzuleiten.
Greek (Liddell-Scott)
πρώην: (ὀρθότ. πρῴην, ἴδε περὶ τὸ τέλος), Δωρ. πρώᾱν Θεόκρ. 4. 60., 2. 4., 15· συνηρ. πρῶν Καλλ. Ἀποσπ. 84· - νεωστί, ἀρτίως, Λατιν. nuper, Ἰλ. Ε. 832, Ω. 500, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 355., Ἄλεξ. ἐν «Χορηγίδι» 1. κτλ. II. ἐπὶ μᾶλλον ὡρισμένης σημασίας, κατὰ τὴν πρὸ τῆς χθὲς ἡμέραν, προχθές, οὐ... χθές, ἀλλὰ πρ. Θουκ. 3. 113· ἐντεῦθεν, αἱ φράσεις, μέχρι οὗ πρώην τε καὶ χθὲς Ἡρόδ. 2. 53.· ὡσαύτως, πρώην καὶ χθὲς Δημ. 1093. 3· χθές τε καὶ πρώην Ἀριστοφ. Βάτρ. 726· χθὲς καὶ πρ. Πλάτ. Νόμ. 677D· τὰ χθὲς καὶ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 470D· ἐχθὲς καὶ πρ. Ἰσοκρ. 121Β· ἄρτι καὶ πρ., ὀψὲ καὶ πρ. Πλουτ. Βροῦτ. 1., 2. 394C· ἴδε πρωιζός, καὶ πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 323. (Τὸ πρώην φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ πρωίην (ἐξυπακ. τοῦ ὥραν), ἑνικ. αἰτ. θηλ. τοῦ πρώιος· εἰ οὕτως ἔχει, ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι πρῴην). [πρω- κεῖται ὡς βραχεῖα παρὰ Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.].
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avant-hier ; p. ext. l'autre jour;
2 p. ext. tout dernièrement, tout récemment ; χθὲς καὶ πρώην, πρώην τε καὶ χθές hier et avant-hier, càd tout récemment, depuis peu ; ἄρτι καὶ πρώην PLUT m. sign.
Étymologie: πρό.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και πρῴην και δωρ. τ. πρώαν και πρᾱν και συνηρ. τ. πρῶν ή πρῷν και πρόαν Α
επίρρ. νεοελλ.
1. άλλοτε
2. τέως («ο πρώην δήμαρχος»)
μσν.
φρ. «ἐκ πρώην» — από παλιά
μσν.-αρχ.
προχθές («χθές τε καὶ πρώην», Αριστοφ.)
αρχ.
1. μόλις πριν από λίγο, πρόσφατα, άρτι
2. (σε βιβλίο) πιο πάνω, παραπάνω
3. προ πολλού, πριν από πολύ καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επιρρ. πρώην και πρωί έχουν σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό, με εκτεταμένο το φωνήεν της ρίζας (πρβλ. λατ. prō, βλ. και λ. προ) και μπορούν να παραβληθούν με τα επίσης χρονικής σημασίας: αρχ. άνω γερμ. fruo «το πρωί», γερμ. fruh «νωρίς», αρχ. ινδ. prā-tar- «νωρίς». Το επίρρ. πρώην προήλθε πιθ. από την αιτ. θηλ. ενός αρχ. επιθ. ή σχηματίστηκε αναλογικά προς άλλα επιρρ. προερχόμενα από αιτιατικές (πρβλ. ἄντην, δήν, πλήν). Ο τ. πρῴην κατά τον τ. πρῴ του επιρρ. πρωί, ο τ. πρόᾱν < πρώᾱν / πρώην, με βράχυνση του -ω- για μετρικούς λόγους, ενώ, τέλος, ο τ. πρᾶν < πρόαν, με συναίρεση].
Greek Monotonic
πρώην: Δωρ. πρώᾱν (πρωί),
I. πρόσφατα, προ ολίγου, Λατ. nuper, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. προχθές, οὐ χθές, ἀλλὰ πρώην, σε Θουκ.· πρώην τε καὶ χθές, μέχρι προχθές, μέχρι πρότινος, σε Ηρόδ.· ομοίως, χθές τε καὶ πρώην, σε Αριστοφ.· πρώην καὶ χθές, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώην en πρῴην, Dor. πρόᾱν, πρᾶν [πρό] adv., onlangs:; τὸν σὺ πρῴην κτεῖνας die jij onlangs gedood hebt Il. 24.500; eergisteren:; οὐδενὶ ἐμαχόμεθα χθές, ἀλλὰ πρῴην wij hebben gisteren met niemand gevochten, maar wel eergisteren Thuc. 3.113.4; spreekw.. π. τε καὶ χθές gisteren en eergisteren Hdt. 2.53.1.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: lately, the day before yesterday (Il.).
Other forms: πρῴην (Il.), πρῶν (Call. fr., Herod.), Dor. πρώαν, πρόαν, πρᾶν (Theoc.; on the phonetics Schwyzer 250)
Compounds: As 1. member a.o. in πρῳηρότης m. early plougher (Hes.; like ὀψ-αρότης; s. ὀψέ); often in Thphr., e.g. πρωΐ-καρπος with early fruit, comp. πρωϊκαρπό-τερος (s. Strömberg Theophrastea 162 f.).
Derivatives: Besides πρωί (Il.), Att. πρῴ (πρῳ̃, πρῶϊ) early, in the morning. -- Comp. forms: πρωΐ- (πρῴ-)τερος, -τατος, usually (after παλαί-τερος a.o.), -αίτερος, -αίτατος (IA.). Other derivv.: πρώϊος, πρῳ̃ος at an early time (Ο 470), πρωΐα f. early time, morning (Aristeas, NT; after ὀψία); for it youngatt. πρώ-ϊμος (X., Arist., pap. a. inscr.; Arbenz 76: ὄψιμος; also πρό-ϊμος after πρό); hell. -ϊνός (Chantraine Form. 200f.); πρωϊζά Adv. the day before yesterday (Β 303, to πρώην after χθιζά), very early (Theoc. 18, 9; to πρωΐ); πρωΐθεν from early in the morning (LXX).
Origin: IE [Indo-European] [814] *pro early, in the morning
Etymology: Both πρώην and πρωΐ presuppose an adv. *πρώ, which agrees with OHG fruo early in the morning and is confirmed by Skt. prā-tár early, in the morning. Formally identical also Lat. prō for, before, Av. frā forward, in front beside fra = πρό (s.v.). -- As example of πρώην, -αν may have served frozen acc. like δήν, δάν, πλήν, πλάν, ἀκμήν, unless one sees in these an old adj. in fem. acc.; πρῴην after πρῴ. Thus πρω-ΐ after locatives like ἦρι, πέρυσι, ἀντί; basic forms as *πρωϜαν, *πρωϜιαν, *πρωϜι (thus still Mezger Word 2, 231) are unnecessary and cannot be subtsantiated. To πρωΐ the adjective πρώϊ-ος (= OHG fruoi früh'; so fruo = πρωΐ?), which, taken as πρώ-ϊος, induced πρώ-ϊμος, -ινός (s. ab.). -- Further details in Schwyzer 621 f. and 461; older lit. in Bq and WP. 2, 36 (Pok. 814).
Middle Liddell
[πρωί]
I. lately, just now, Lat. nuper, Il., etc.
II. the day before yesterday, οὐ χθές, ἀλλὰ πρ. Thuc.; πρώην τε καὶ χθές till yesterday or the day before, i. e. till very lately, Hdt.; so, χθές τε καὶ πρώην Ar.; πρώην καὶ χθές Dem.
Frisk Etymology German
πρώην: {prṓēn}
Forms: πρῴην (seit Il.), πρῶν (Kall. Fr., Herod.), dor. πρώαν, πρόαν, πρᾶν (Theok.; zum Lautlichen Schwyzer 250)
Meaning:’kürzlich, vorgestern’.
Derivative: Daneben πρωί̄ (seit Il.), att. πρῴ (πρῳ̃, πρῶϊ) früh, morgens; als Vorderglied u.a. in πρῳηρότης m. Frühpflüger (Hes.; wie ὀψαρότης; s. ὀψέ); oft bei Thphr., z.B. πρωΐκαρπος mit frühen Früchten, Komp. πρωϊκαρπότερος (s. Strömberg Theophrastea 162 f.). — Steigerungsformen: πρωΐ- (πρῴ-)τερος, -τατος, gew. (nach παλαίτερος u.a.), -αίτερος, -αίτατος (ion. att.). Sonstige Abl.: πρώϊος, πρῳ̃ος frühzeitig (seit Ο 470), πρωΐα f. Frühstunde, Morgen (Aristeas, NT u.a.; nach ὀψία); dafür jungatt. πρώϊμος (X., Arist., Pap. u. Inschr.; Arbenz 76: ὄψιμος; auch πρόϊμος nach πρό); hell. u. sp. -ϊνός (Chantraine Form. 200f.); πρωϊζά Adv. vorgestern (Β 303, zu πρώην nach χθιζά), sehr früh (Theok. 18, 9; zu πρωΐ); πρωΐθεν von früh morgens (LXX).
Etymology: Sowohl πρώην wie πρωΐ setzen ein Adv. *πρώ voraus, das zu ahd. fruo in der Frühe stimmt und von aind. prā-tár früh, morgens bestätigt wird. Damit formal identisch auch lat. prō vor, für, aw. frā vorwärts, voran neben fra = πρό (s.d.). — Als Vorbild von πρώην, -αν konnten erstarrte Akk. wie δήν, δάν, πλήν, πλάν, ἀκμήν dienen, wenn man nicht darin ein altes Adj. im Fem. Akk. sehen will; πρῴην nach πρῴ. Ebenso πρωΐ nach Lokativen wie ἦρι, πέρυσι, ἀντί; Grundformen wie *πρωϝαν, *πρωϝιαν, *πρωϝι (letzteres noch Mezger Word 2, 231) sind entbehrlich und durch nichts zu erhärten. Zu πρωΐ durch Adjektivierung πρώϊος (= ahd. fruoi’früh’; somit fruo = πρωΐ?), das, als πρώϊος aufgefaßt, πρώϊμος, -ινός (s.o.) mit sich zog. — Weitere Einzelheiten bei Schwyzer 621 f. und 461; ält. Lit. bei Bq und WP. 2, 36 (Pok. 814).
Page 2,607-608