πταῖσμα: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[defeat]], [[disappointment]], [[disaster]], [[failure]], [[frustration]], [[stumble]], [[blow of fortune]], [[fall]], [[set back]]
|woodrun=[[defeat]], [[disappointment]], [[disaster]], [[failure]], [[frustration]], [[stumble]], [[blow of fortune]], [[fall]], [[set back]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σφάλμα]]). Ἀπό τό [[πταίω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 14:40, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πταῖσμα Medium diacritics: πταῖσμα Low diacritics: πταίσμα Capitals: ΠΤΑΙΣΜΑ
Transliteration A: ptaîsma Transliteration B: ptaisma Transliteration C: ptaisma Beta Code: ptai=sma

English (LSJ)

ατος, τό, (πταίω)
A stumble, trip, false step, mistake, Thgn. 1222 (pl.); of a horse, Plu.2.549c, etc.; in writing, Longin.33.4 (pl.).
2 error, fault, J.AJ7.7.1; τῆς ἀνοσιουργίας ἀσεβῆ πταίσματα Iamb. Myst.3.31.
II failure, misfortune, euphemism for defeat, ἢν σφέας καταλάβῃ π. πρὸς τὸν Πέρσην Hdt.7.149; συμβαίνει π. [τινί] D.10.13, cf. Aeschin.3.164; ἄν τι γένηται πταῖσμα D.Ep.3.18; τὸ τῆς τύχης πταῖσμα Phld. Vit.p.22J.; περὶ τὴν ναυμαχίαν D.S.11.15.

German (Pape)

[Seite 807] τό, Anstoß, Verstoß, Versehen, Theogn. 1226; Unfall, Niederlage, πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 149, μικρὸν πταῖσμα πάντα ἀνεχαίτισε, Dem. 2, 9, vgl. 11, 7, εἴ τι πταῖσμα συμβήσεται Ἀλεξάνδρῳ, Aesch. 3, 164; Folgde, wie Luc. pro laps. 1; τὰ πλουσίων πταίσματα, Hdn. 7, 3, 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
faux pas, d'où fig.
1 faute, erreur, méprise;
2 accident, revers.
Étymologie: πταίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πταῖσμα -ατος, τό [πταίω] tegenslag, nederlaag.

Russian (Dvoretsky)

πταῖσμα: ατος τό
1) ошибка, промах (τὸ π. καὶ ἡ ἁμαρτία Plut.);
2) неудача, поражение, провал, Her., Dem., Aeschin., Diod.

Greek Monolingual

το / πταῑσμα, ΝΜΑ, και φταίσμα Ν, και πταίμα Α πταίω / φταίω]
1. ενέργεια και το αποτέλεσμα του πταίω, φταίξιμο, υπαιτιότητα, σφάλμα
2. παράπτωμα
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) παράπτωμα της βούλησης που συνεπάγεται κατά νόμο την ευθύνη του προσώπου, η οποία συνδέεται με την υποχρέωση αποκατάστασης της ζημιάς που προκάλεσε κανείς λόγω πταίσματός του, με αδικοπραξία ή κατά την εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεών του, παράπτωμα που έχει δύο βασικές μορφές, τον δόλο και την αμέλεια
2. (ποιν. δίκ.) κάθε πράξη η οποία τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο
3. το πταισματοδικείο
αρχ.
1. πρόσκομμα, σκόνταμα
2. σφάλμα στη γραφή
3. ελάττωμα
4. χτύπημα ή μώλωπας στα δάχτυλα τών ποδιών
5. (μτφ. και κατ' ευφημισμό) αποτυχία, ήττα («ἤν σφέας καταλάβῃ πταῑσμα πρὸς τὸν Πέρσην», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

πταῖσμα: τό,
I. παραπάτημα, σκόνταμα, σφάλμα, λάθος, σε Θέογν.
II. αποτυχία, δυστυχία, συντριβή, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πταῖσμα: τό, (πταίω) πρόσκομμα, σφάλμα, «σκόνταμμα», λάθος, Θέογν. 1226, Πλούτ. 2. 549C, κτλ.· σφάλμα ἐν τῇ γραφῇ, Λογγῖν. 33. ΙΙ. ἀποτυχία, δυστύχημα, κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ ἥττης, ἤν σφεας καταλάβῃ πτ. πρὸς τὸν Πέρσην Ἡρόδ. 7. 149· συμβαίνει πτ. τινι Δημ. 135. 2, πρβλ. Αἰσχίν. 77. 13· γίγνεται πτ. Δημ. 1479. 3· περὶ τὴν ναυμαχίαν Διόδ. 11. 15· ἰδὲ πταίω ΙΙ.

Middle Liddell

πταῖσμα, ατος, τό,
I. a stumble, trip, false step, Theogn.
II. a failure, misfortune, defeat, Hdt., Dem., etc. [from πτάξ

English (Woodhouse)

defeat, disappointment, disaster, failure, frustration, stumble, blow of fortune, fall, set back

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σφάλμα). Ἀπό τό πταίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.