πλησμονή: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plismoni | |Transliteration C=plismoni | ||
|Beta Code=plhsmonh/ | |Beta Code=plhsmonh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a being filled]], [[satiety]], opp. [[ἔνδεια]], [[κένωσις]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>571e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Smp.</span>186c</span>; esp. with food, [[repletion]], [[surfeit]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>2.4</span>; οὔτε π. οὔτε μέθη <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.2.40</span>, cf. Phld.<span class="title">Mus.</span>p.62K.; ἐς πλησμονάς <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span> 1211</span>; ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ' οὔ <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>895</span>; ἐσθίειν εἰς π. <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>16.3</span>: c. gen., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων ἐστὶ πάντων π. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>189</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.1.20</span>; π. ὑγροῦ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>7.62</span>; τιμῆς τε καὶ νίκης <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>586d</span>, etc.; also π. περί τι <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>837c</span>; π. ἀπό τινος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nigr.</span>33</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[abundance]], <span class="bibl">LXX<span class="title">Pr.</span>3.10</span>, <span class="title">Gp.</span>1.10.8 (pl.).</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a being filled]], [[satiety]], opp. [[ἔνδεια]], [[κένωσις]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>571e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Smp.</span>186c</span>; esp. with food, [[repletion]], [[surfeit]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>2.4</span>; οὔτε π. οὔτε μέθη <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.2.40</span>, cf. Phld.<span class="title">Mus.</span>p.62K.; ἐς πλησμονάς <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span> 1211</span>; ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ' οὔ <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>895</span>; ἐσθίειν εἰς π. <span class="bibl">[[LXX]]<span class="title">Ex.</span>16.3</span>: c. gen., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων ἐστὶ πάντων π. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>189</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.1.20</span>; π. ὑγροῦ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>7.62</span>; τιμῆς τε καὶ νίκης <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>586d</span>, etc.; also π. περί τι <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>837c</span>; π. ἀπό τινος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nigr.</span>33</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[abundance]], <span class="bibl">[[LXX]]<span class="title">Pr.</span>3.10</span>, <span class="title">Gp.</span>1.10.8 (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 15 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A a being filled, satiety, opp. ἔνδεια, κένωσις, Pl.R.571e, Smp.186c; esp. with food, repletion, surfeit, Hp.Aph.2.4; οὔτε π. οὔτε μέθη X.Cyr.4.2.40, cf. Phld.Mus.p.62K.; ἐς πλησμονάς E.Tr. 1211; ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ' οὔ Id.Fr.895; ἐσθίειν εἰς π. LXXEx.16.3: c. gen., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων ἐστὶ πάντων π. Ar.Pl.189, cf. Isoc.1.20; π. ὑγροῦ Hp.Aph.7.62; τιμῆς τε καὶ νίκης Pl.R.586d, etc.; also π. περί τι Id.Lg.837c; π. ἀπό τινος Luc.Nigr.33. II abundance, LXXPr.3.10, Gp.1.10.8 (pl.).
German (Pape)
[Seite 635] ἡ, Anfüllung, Fülle, Überfluß, Sättigung; Ar. Plut. 189; im plur., Eur. Troad. 1211; in Prosa: πλησμονὴ γίγνοιτο τῆς συνουσίας, Plat. Couv. 141 c, u. öfter; Gegensatz ἔνδεια, Rep. IX, 571 e, κένωσις, Conv. 186 c; ἁπάντων, Isocr. 1, 20; τὰς πλησμονὰς ἀγαπᾷν, 1, 46; Xen. Mem. 3, 11, 14 u. öfter, u. Sp., bes. von Übersättigung mit Speise, Pol. 2, 19, 4; ἡ ἀπό τινος πλ., Luc. Nigr. 33.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
plénitude, rassasiement, satiété.
Étymologie: πλήθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλησμονή -ῆς, ἡ [πλήθω] het vol zijn, verzadiging (van een verlangen of behoefte):; ἐς πλησμονάς tot aan verzadiging (d.w.z. tot in het extreme) Eur. Tr. 1211; met gen. verzadiging met/door; ook met περί + acc., met ἀπό + gen.; het zich vol eten, (te) veel eten.
Russian (Dvoretsky)
πλησμονή: ἡ
1) наполнение (π. καὶ κένωσις Plat.);
2) насыщение, удовлетворение (π. τινος и περί τι Plat.; τῆς σαρκός NT);
3) пресыщение (μήτε ἔνδεια μήτε π. Plat.): ἐς πλησμονάς Eur. до пресыщения.
English (Strong)
from a presumed derivative of πλήθω; a filling up, i.e. (figuratively) gratification: satisfying.
English (Thayer)
πλησμονῆς, ἡ (πίμπλημι (cf. Winer's Grammar, 94 (89))), repletion, satiety (Vulg. saturitas): πρός πλησμονήν σαρκός, for the satisfying of the flesh, to satiate the desires of the flesh (see σάρξ, 4), R. V.) render the phrase against (i. e. for the remedy of) the indulgence of the flesh; see Lightfoot at the passage, and πρός. I:1c.). (Aristophanes, Euripides, Xenophon, Plato, Plutarch, others; the Sept..)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. (σχετικά με τροφή) κορεσμός, χόρτασμα
2. αφθονία, πληθώρα, πολύ μεγάλη ποσότητα («υπήρξε πλησμονή σφαγίων το Πάσχα στην αγορά»)
αρχ.
τέλεια πλήρωση, γέμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ- του πίμ-πλ-ημι (πρβλ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + κατάλ. -μονή (< -μων), πρβλ. πη-μονή: πῆμα, φλεγ-μονή: φλέγμα.
Greek Monotonic
πλησμονή: ἡ (πίμ-πλημι), γέμισμα, πλήρωση ή ικανοποίηση, η κατάσταση του κορεσμού, ιδίως λέγεται για το φαγητό, πλήρωση του στομάχου, κορεσμός, κόρος, σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., τῶν ἄλλων ἐστι πλησμονή, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πλησμονή: ἡ, (πίμπλημι) ὡς καὶ νῦν, ἐντελὴς πλήρωσις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδεια, κένωσις, Πλάτ. Πολ. 571Ε, Συμπ. 186C· μάλιστα ἐπὶ τροφῆς, ἔμπλησις, χορτασμός, κόρος, Ἱππ. Ἀφ. 1244· οὔτε πλ. οὔτε μέθη Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40, κτλ.· ἐς πλησμονὰς Εὐρ. Τρῳ. 1211· ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ’ οὔ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 887· ― μετὰ γεν., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων πάντων ἐστὶ πλ. Ἀριστοφ. Πλ. 189, πρβλ. Ἰσοκρ. 6Β· πλ. ὑγροῦ Ἱππ. Ἀφ. 1260· τιμῆς τε καὶ νίκης Πλάτ. Πολ. 586C, κτλ.· ὡσαύτως, π. περί τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837C· πλ. ἀπό τινος Λουκ. Νιγρ. 33. ΙΙ. ἀφθονία, πλῆθος, Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 10), Γεωπ. 1. 10, 8.
Middle Liddell
πλησμονή, ἡ, πίμπλημι
a filling or being filled, satiety; especially of food, repletion, satiety, surfeit, Eur., Xen.:—c. gen., τῶν ἄλλων ἐστι πλ. Ar.
Chinese
原文音譯:plhsmon» 普累士摩尼
詞類次數:名詞(1)
原文字根:滿的-停留(著) 相當於: (מָלֵא) (שָׂבַע)
字義溯源:滿足,完滿,滿足感,放任,情慾;源自(πίμπλημι)*=充滿)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 情慾(1) 西2:23
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=χορτασμός). Ἀπό τό πίμπλημι (=γεμίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.