ὑπερβατός: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1  ;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut traverser <i>ou</i> franchir;<br /><b>2</b> qui dépasse toute mesure ; excessif, énorme, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut traverser <i>ou</i> franchir;<br /><b>2</b> [[qui dépasse toute mesure]] ; excessif, énorme, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:10, 7 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβᾰτός Medium diacritics: ὑπερβατός Low diacritics: υπερβατός Capitals: ΥΠΕΡΒΑΤΟΣ
Transliteration A: hyperbatós Transliteration B: hyperbatos Transliteration C: ypervatos Beta Code: u(perbato/s

English (LSJ)

ή, όν, later ός, όν (v. infr.), A that can be passed or crossed, scaleable, of a wall, Th.3.25, PEnteux. 13.5 (iii B. C.); accessible to trespassers, PFay.110.9 (i A. D.); ἐξ ὑπερβατῶν PRyl.138.16 (i A. D.). 2 transposed, of words, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι . . τὸ ἀλαθέως Pl.Prt.343e; σύνθεσις ὀνομάτων ὑπερβατή Arist.Rh.Al.1435a37; νοήσεις ὑπερβατοί thoughts expressed in inverted phrases, D.H.Th.52. Adv. ὑπερβατῶς = in inverted order, Arist.Rh. Al.1438a28, Str.8.3.10, 8.6.7; so δι' ὑπερβατοῦ D.H.Th.31; cf. foreg. 3 Subst. ὑπερβατός, ὁ, name of a βρόχος, Heraclasap.Orib. 48.18.1. II Act., going beyond, τῶνδ' ὑπερβατώτερα going far beyond these, A.Ag.428 (lyr.); extravagant, ἐνύπνια Arist.Div.Somn. 463b1. Adv. ὑπερβατῶς = miraculously, δημιουργεῖται Hp. de Arte 11.

German (Pape)

[Seite 1192] adj. verb. zu ὑπερβαίνω; 1) überschritten, übertreten, zu übersteigen, ᾗ ὑπερβατὸν ἦν τὸ περιτείχισμα, Thuc. 3, 25. – 2) umgesetzt, verstellt, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι ἐν τῷ ᾄσματι τὸ ἀλαθέως, Plat. Prot. 343 e; bes. von der Wortstellung, λέξις ὑπερβατή, Arist. rhet. Alex. 26; auch ὑπερβατῶς δηλοῦν, ib. 31; wenn die Wörter nicht in ihrer natürlichen Ordnung, sondern durch einander geworfen stehen; dah. ὑπερβατῶς δέξασθαί τι, Etwas nach solcher verkehrten Wortfolge verstehen und erklären, Gramm.; ὑπερβαταὶ νοήσεις, in verkehrter Wortfolge ausgedrückte Gedanken, D. Hal. iud. Thuc. 52. – 3) akt., überschreitend, übertreffend, τάδ' ἐστὶ καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα, Aesch. Ag. 428; dah. vorzüglich, ausgezeichnet; auch im tadelnden Sinne, über Maaß und Ziel hinausgehend, ausschweifend, Sp. ὑπερβεβλημένως, adv. part. perf. pass. zu ὑπερβάλλω, auf eine übertriebene od. übermäßige Weise, Arist. eth. 3, 10 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut traverser ou franchir;
2 qui dépasse toute mesure ; excessif, énorme, extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβᾰτός: 3
1 переходимый, (без труда) преодолимый (τὸ περιτείχισμα Thuc.);
2 превышающий, превосходящий: τάδ᾽ ἐστὶ καὶ τῶνδ᾽ ὑπερβατώτερα Aesch. они таковы, а, пожалуй, и больше того;
3 переставленный, перемещенный: ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι ἐν τῷ ᾄσματι Plat. повидимому, (это слово) в песне переставлено; σύνθεσις τῶν ὀνομάτων ὑπερβατή Arst. обратный или неправильный порядок слов;
4 необычайный, невероятный (τὰ ἐνύπνια Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβᾰτός: -ή, -όν, μεταγεν., ός, όν, (ἴδε κατωτ.), ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπερβαίνω, ὃν δύναταί τις νὰ ὑπερβῇ, νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τείχους, Θουκ. 3. 25. 2) μετατεθειμένος, ἐπὶ λέξεων, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι... τὸ ‘ἀλαθέως’ Πλάτ. Πρωταγ. 343Ε· σύνθεσις ὑπερβατὴ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 26, 1 καὶ 3· νοήσεις ὑπερβατοί, νοήματα ἐκφερόμενα ἐν ἀντιστρόφοις φράσεσι, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 52· - οὕτως ἐπίρρ. -τως, = καθ’ ὑπερβατόν, ἐν ἀντιστρόφῳ τάξει, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31, 5, Στράβ. 342, 370· οὕτω, δι’ ὑπερβατοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 31· πρβλ. ὑπερβατόν. 3) ὃν παρέρχεταί τις ἐν παρόδῳ ἢ διὰ βραχέων· - Ἐπίρρ. -τῶς, συντόμως, ἐν παρόδῳ, Ἱππ. 7. 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑπερβαίνων, προχωρῶν πέραν ἢ περαιτέρω, τῶν δ’ ὑπερβατώτερα, περαιτέρω τούτων, Αἰσχύλ. 428· ἔκτακτος, ἀσυνήθης, ἐνύπνια Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 1, 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπερβατός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπερβαίνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει
2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν
(γραμμ.-ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις της πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή συναποτελούν ενιαίο σύνολο, χωρίζονται και απομακρύνονται μεταξύ τους, με την παρεμβολή άλλων λέξεων, που είναι άσχετες ή, τουλάχιστον όχι τόσο συνδεδεμένες με αυτές, όπως λ.χ. στις φράσεις «με τη δική σου ήρθα στον κόσμο τη λατρεία» ή «μὴ λέγετε ὡς ὑφ' ἑνὸς τοιαῦτα πέπονθ' ἡ Ἑλλὰς ἀνθρωπου»
νεοελλ.
φρ. α) «υπερβατό διάστημα»
μουσ. κάθε διάστημα μεγαλύτερο του συνεχούς διαστήματος δευτέρας
β) «σχήμα υπερβατό» — το υπερβατό
αρχ.
1. αυτός που υπερβαίνει κάτι, που προχωρεί πιο πέρα από κάτι («τὰ δ' ἔστι καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα», Αισχύλ.)
2. ασυνήθιστος, παράξενος («ὑπερβατὰ ἐνύπνια», Αριστοτ.)
3. φρ. «νοήσεις ὑπερβαταί» — νοήματα που εκφέρονται σε αντίστροφες φράσεις (Διον. Αλ.).
επίρρ...
ὑπερβατῶς Α
1. σύντομα, εν παρόδω
2. αντίστροφη σειρά.

Greek Monotonic

ὑπερβᾰτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ὑπερβαίνω,
I. 1. διαβατός ή αυτός που μπορεί να τον ανέβει κάποιος, κλιμακωτός, αναρριχήσιμος, λέγεται για τείχος, σε Θουκ.
2. μετατιθέμενος, χρησιμ. για λέξεις, σε Πλάτ.
II. Ενεργ., αυτός που πηγαίνει παραπέρα, τῶνδ' ὑπερβατώτερα, αυτά που πηγαίνουν πιο πέρα από εκείνα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑπερ-βᾰτός, ή, όν verb. adj. of ὑπερβαίνω
I. to bepassed or crossed, scaleable, of a wall, Thuc.
2. transposed, of words, Plat.
II. act. going beyond, τῶνδ' ὑπερβατώτερα going far beyond these, Aesch.