ἀστεμφής: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astemfis | |Transliteration C=astemfis | ||
|Beta Code=a)stemfh/s | |Beta Code=a)stemfh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀστεμφές,<br><span class="bld">A</span> [[unmoved]], [[unshaken]], βουλή Il.2.344; βίη A.R.4.1375; <b class="b3">ἀστεμφὲς ἔχεσκε [τὸ σκῆπτρον]</b> he held it [[stiff]], Il.3.219; οὐδός Hes.''Th.''812; ἀ. οἵη νέκυς Opp.''H.''2.70. Adv., <b class="b3">ὑμεῖς ἀστεμφέως ἐχέμεν</b> you hold fast! Od.4.419, cf. 459; ἀστεμφῶς τὸν βίον διενήξατο Marin. ''Procl.''15: neut. [[ἀστεμφές]] as adverb, [[stiffly]], [[starkly]], Mosch.4.113; <b class="b3">νεφέλαι.. ἀ. μελανεῦσαι</b> dark [[without relief]], Arat.878.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[stiff]], ποιηταὶ σκληροὶ καὶ ἀ. Ar.''Fr.''579; ἀ. τελαμών [[unflinching]], Theoc.13.37; as pr. n. of a Titan, Emp.123.<br><span class="bld">3</span> metaph., of a trap, [[relentless]], AP6.296 (Leon.); [[ζυγός]], [[δεσμός]], Opp.''H.''1.417, 2.84; νύξ ''AP''9.424 (Duris).—Poet. word, also in late Prose, Agath.1.21. (Cf. [[στέμβω]], [[στέμφυλον]], Skt. stabhnaā́ti 'supports', 'holds fast'.) | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀστεμφές,
A unmoved, unshaken, βουλή Il.2.344; βίη A.R.4.1375; ἀστεμφὲς ἔχεσκε [τὸ σκῆπτρον] he held it stiff, Il.3.219; οὐδός Hes.Th.812; ἀ. οἵη νέκυς Opp.H.2.70. Adv., ὑμεῖς ἀστεμφέως ἐχέμεν you hold fast! Od.4.419, cf. 459; ἀστεμφῶς τὸν βίον διενήξατο Marin. Procl.15: neut. ἀστεμφές as adverb, stiffly, starkly, Mosch.4.113; νεφέλαι.. ἀ. μελανεῦσαι dark without relief, Arat.878.
2 of persons, stiff, ποιηταὶ σκληροὶ καὶ ἀ. Ar.Fr.579; ἀ. τελαμών unflinching, Theoc.13.37; as pr. n. of a Titan, Emp.123.
3 metaph., of a trap, relentless, AP6.296 (Leon.); ζυγός, δεσμός, Opp.H.1.417, 2.84; νύξ AP9.424 (Duris).—Poet. word, also in late Prose, Agath.1.21. (Cf. στέμβω, στέμφυλον, Skt. stabhnaā́ti 'supports', 'holds fast'.)
Spanish (DGE)
-ές
I 1firme, sólido, inamovible σκῆπτρον ... ἀστεμφὲς ἔχεσκεν Il.3.219, οὐδός Hes.Th.812, ποδάγρη AP 6.296 (Leon.), ζυγόν Opp.H.1.417, δεσμός Opp.H.2.84, Nonn.D.40.324, κεῖται δ' ἀ. οἵη νέκυς Opp.H.2.70, cf. Hsch.
•neutr. como adv. sin movimiento ἀστεμφὲς ἔκειτο Mosch.4.113.
2 fig. de pers. inflexible σὺ ... ἀ. Anacr.12.2, κύων (prob. Cerbero) Trag.Adesp.658.2, Ἀΐδης ISmyrna 520b.4 (II a.C.), Τελαμών Theoc.13.37, como n. pr. de un titán, Emp.B 123
•imperturbable de Atila οὗτος γὰρ ἔμενεν ἀ. Prisc.p.318.6
•de abstr. implacable, inflexible βουλή Il.2.344, βίη A.R.4.1375, νύξ AP 9.424 (Duris), cf. Hsch.
•en sent. peyor. áspero, rudo ποιηταί Ar.Fr.688
•neutr. como adv. firmemente ἀλωαὶ ... ἀστεμφὲς μελανεῦσαι Arat.878.
II adv. ἀστεμφέως, ἀστεμφῶς = con firmeza, firmemente ἀστεμφέως ἐχέμεν mantenerse firme, Od.4.419, cf. 459, ἀστεμφῶς ἔχουσι Synes.Regn.1, ἀστεμφῶς ... τὸν βίον διενήξατο Marin.Procl.15.
• Etimología: Se propone un tema *στέμφος c. ἀ- copulativa, rel. στέμφυλα, q.u.
German (Pape)
[Seite 375] ές (στέμβω), 1) unerschütterlich, unwandelbar, fest, ἀστεμφέα βουλήν Iliad. 2, 344; σκῆπτρον δ' οὔτ'ὀπίσω οὔτε προπρηνὲς ἐνώμα, ἀλλ' ἀστεμφὲς ἒχεσκεν 3, 219; ἀστεμφέως ἔχειν, festhalten, nicht loslassen, Od. 4, 419. 459. So auch Sp. D., τελαμών Theocr. 13, 37; βίη Ap. Rh. 4, 1375; δόμος Orph. Arg. 665; vgl. Opp. H. 4, 613. Dah. grausam, hart, ποδάγρη Leon. Tar. 12 (VI, 296); δεσμός Opp. H. 2, 84. – 2) ungekeltert, von Trauben?
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
inébranlable, ferme, solide ; neutre adv. • ἀστεμφές avec force.
Étymologie: ἀ, στέμβω.
Russian (Dvoretsky)
ἀστεμφής:
1 неподвижный (σκῆπτρον Hom.);
2 непоколебимый, непреклонный, твердый, крепкий (βουλή Hom.; χάλκεος οὐδός Hes.; Τελαμών Theocr.);
3 неумолимый, жестокий (ποδάγρη, νύξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεμφής: -ές, (στέμβω) ἀκίνητος, ἀδιάσειστος, ἀμετάτρεπτος, βουλή Ἰλ. Β. 344· βίη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1375· ἀστεμφές ἔχεσκεν [τὸ σκῆπτρον], ἐκράτει αὐτὸ ὀρθὸν καὶ ἀκίνητον, Ἰλ. Γ. 219· οὐδὸς Ἡσ. Θ. 812· ἀστ. οἵη νέκυς Ὀππ. Ἁλ. 2. 70. - Ἐπίρρ., ὑμεῖς δ’ ἀστεμφέως ἐχέμεν, σεῖς δὲ νὰ τὸν κρατῆτε γερά, νὰ τὸν βαστᾶτε καλά, Ὀδ. Δ. 419, πρβλ. 459· ὡσαύτως οὐδέτ. ἀστεμφὲς ὡς ἐπίρρ. ἀκινήτως, ἀσείστως, Μόσχ. 4. 113. 2) ἐπὶ προσώπων, στερρός, ἄκαμπτος, ποιηταὶ σκληροί καὶ ἀστ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563· αὐτῷ θ’ Ἡρακλῆϊ καὶ ἀστεμφεῖ Τελαμῶνι, ἀκαμπεῖ καὶ σκληρῷ ἢ στερρῷ, Θεόκρ. 13. 37. 3) μεταφ., ἐπὶ ποδάγρας, ἀμείλικτος, ἀπηνής, ἀστεμφῆ ποδάγρην Ἀνθ. ΙΙ. 6. 296· ζυγός, δεσμὸς Ὀππ. Ἁλ. 1. 417., 2. 84· νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 9. 424.
English (Autenrieth)
ές: firm, unyielding, Il. 2.344; as adv., still, Il. 3.219.
Greek Monolingual
ἀστεμφής, -ές (Α) στέμβω
Ι. 1. αμετακίνητος, αδιάσειστος
2. (για πρόσ.) άκαμπτος σκληρός
3. μτφ. αμετάπειστος, αδιάλλακτος
II. (το ουδ. στον εν. ως επίρρ.) ἀστεμφές
σκληρά, άκαμπτα.
Greek Monotonic
ἀστεμφής: -ές (στέμβω)·
1. ακίνητος, αδιάσειστος, αμετάτρεπτος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀστεμφὲς ἔχεσκε (τὸ σκῆπτρον), το κράτησε όρθιο και ακίνητο, στο ίδ.· επίρρ., ἀστεμφέως ἐχέμεν, εσείς να τον βαστάτε γερά, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ουδ. ἀστεμφές, ως επίρρ., άκαμπτα, γερά, σταθερά, σε Μόσχ.
2. λέγεται για πρόσωπα, σταθερός, άκαμπτος, αλύγιστος, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: unmoved, unshaken (Il.).
Other forms: Adv. ἀστεμφέως (Od.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unclear. One assumes a noun *στέμφος or a verb *στέμφω press, but these are not known; cf. perhaps στόμφος and στέμβω; prob. not στέμφυλα (q.v.). PIE roots are also very difficult, Pok. 1012 *stebh-, 1021 *stem- with various meanings. The ἀ- would be copulative or privative! (Bechtel Lex.)
Middle Liddell
στέμβω
1. unmoved, unshaken, Il.; ἀστεμφὲς ἔχεσκε [τὸ σκῆπτρον he held it stiff, Il.:— adv., ἀστεμφέως ἐχέμεν to hold fast, Od.: also neut. ἀστεμφές, as adv. stiff, stark, Mosch.
2. of persons, stiff, unflinching, Theocr.
Frisk Etymology German
ἀστεμφής: {astemphḗs}
Forms: Adv. ἀστεμφέως (Od.)
Meaning: fest, starr (poet. s. Il.).
Etymology: Von einem verschollenen Nomen *στέμφος, bzw. Verb *στέμφω etwa stützen, drücken, pressen; vgl. στέμφυλα n. pl. ausgepreßte Oliven, s. auch στόμφος und στέμβω. Das ἀ- ist dabei copulativ aufzufassen: ‘zusammengedrückt, -gepreßt’ (Bq); anders Bechtel Lex. mit Curtius u. a.: der nicht gedrückt, nicht gepreßt werden kann.
Page 1,170