φιλανθρωπία: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
mNo edit summary |
|||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Albanian: filantropia; Armenian: բարեգործություն, մարդասիրություն; Asturian: filantropía; Basque: filantropia; Bulgarian: човеколюбие, филантропия; Catalan: filantropia; Chinese Czech: filantropie; Danish: filantropi; Dutch: [[filantropie]]; Esperanto: filantropio; Estonian: filantroopia; Finnish: filantropia, ihmisystävällisyys; French: [[philantropie]]; Galician: filantropía; Georgian: ფილანთროპი; German: [[Philantropie]], [[Menschenliebe]], [[Nächstenliebe]]; Greek: [[φιλανθρωπία]]; Ancient Greek: [[φιλανθρωπία]]; Hebrew: נדבנות; Hindi: लोकोपकार; Indonesian: filantropi; Irish: daonnachtúlacht; Italian: [[filantropia]]; Japanese: 人間好き, 慈善活動; Kashubian: filantropiô; Kazakh: филантропия; Latin: [[phĭlanthropĭa]]; Latvian: labdarība, filantropija; Lithuanian: labdarys, filantropas; Macedonian: филантропија; Manx: miallys; Mingrelian: ფილანთროპი; Norwegian Bokmål: filantropi; Nynorsk: filantropi; Occitan: filantropia; Polish: filantropia; Portuguese: [[filantropia]]; Punjabi: ਲੋਕ ਭਲਾਈ; Romanian: filantropie; Russian: [[филантропия]]; Serbo-Croatian Cyrillic: филантро̀пија; Roman: filantròpija čovekoljublje, čovekoljubivost; Slovak: dobročinnosť; Slovene: filantropíja, človekoljubje; Spanish: [[filantropía]]; Swedish: filantropi; Tagalog: pagkakawang-gawa; Telugu: దాతృత్వం; Turkish: hayırseverlik, insanseverlik, yardımseverlik; Ukrainian: філантропі́я; Uzbek: filantropiya; Volapük: menilöf; Welsh: dyngarwch; West Frisian: filantropy; Yiddish: פֿילאַנטראָפּיע | |trtx====[[philanthropy]]=== | ||
Albanian: filantropia; Armenian: բարեգործություն, մարդասիրություն; Asturian: filantropía; Basque: filantropia; Bulgarian: човеколюбие, филантропия; Catalan: filantropia; Chinese Czech: filantropie; Danish: filantropi; Dutch: [[filantropie]]; Esperanto: filantropio; Estonian: filantroopia; Finnish: filantropia, ihmisystävällisyys; French: [[philantropie]]; Galician: filantropía; Georgian: ფილანთროპი; German: [[Philantropie]], [[Menschenliebe]], [[Nächstenliebe]]; Greek: [[φιλανθρωπία]]; Ancient Greek: [[φιλανθρωπία]]; Hebrew: נדבנות; Hindi: लोकोपकार; Indonesian: filantropi; Irish: daonnachtúlacht; Italian: [[filantropia]]; Japanese: 人間好き, 慈善活動; Kashubian: filantropiô; Kazakh: филантропия; Latin: [[phĭlanthropĭa]]; Latvian: labdarība, filantropija; Lithuanian: labdarys, filantropas; Macedonian: филантропија; Manx: miallys; Mingrelian: ფილანთროპი; Norwegian Bokmål: filantropi; Nynorsk: filantropi; Occitan: filantropia; Polish: filantropia; Portuguese: [[filantropia]]; Punjabi: ਲੋਕ ਭਲਾਈ; Romanian: filantropie; Russian: [[филантропия]]; Serbo-Croatian Cyrillic: филантро̀пија; Roman: filantròpija čovekoljublje, čovekoljubivost; Slovak: dobročinnosť; Slovene: filantropíja, človekoljubje; Spanish: [[filantropía]]; Swedish: filantropi; Tagalog: pagkakawang-gawa; Telugu: దాతృత్వం; Turkish: hayırseverlik, insanseverlik, yardımseverlik; Ukrainian: філантропі́я; Uzbek: filantropiya; Volapük: menilöf; Welsh: dyngarwch; West Frisian: filantropy; Yiddish: פֿילאַנטראָפּיע | |||
===[[benevolence]]=== | |||
Arabic: النزعَة إلى الخير; Bulgarian: доброжелателност; Catalan: benevolència; Chinese Mandarin: 仁慈, 仁, 慈悲; Danish: velvilje; Dutch: [[gulheid]], [[welwillendheid]]; Finnish: hyväntahtoisuus; French: [[bienveillance]], [[bénévolence]]; Galician: largueza; German: [[Gutmütigkeit]]; Ancient Greek: [[φιλανθρωπία]]; Hungarian: jóindulat sg; Icelandic: örlæti; Ido: bonvolo; Irish: dea-mhéin; Japanese: 仁, 慈悲; Latin: [[benevolentia]]; Macedonian: добронамерност, благонаклонетост; Old English: welwillendnes; Polish: benewolencja, łaskawość, przychylność, życzliwość, dobroć; Portuguese: [[benevolência]]; Romanian: bunăvoință; Russian: [[благожелательность]], [[доброжелательность]], [[доброта]], [[милость]]; Spanish: [[benevolencia]]; Swedish: välvilja; Turkish: hayırseverlik, yardımseverlik, iyilikseverlik, esirgemezlik, himmet; Ukrainian: доброзичливість, зичливість | |||
}} | }} |
Revision as of 19:09, 21 January 2024
English (LSJ)
ἡ,
A philanthropy, humanity, benevolence, kind-heartedness, humane feeling, or, in a weaker sense, kindliness, courtesy,
I of men, Hp.Praec. 6, Pl.Euthphr.3d, X.Cyr.1.4.1, Act.Ap.28.2, etc.; opp. σεμνότης, Isoc. 15.133; opp. φθόνος, D.20.165; opp. ὠμότης, ib.109; joined with εὔνοια, Isoc.5.114, D.18.5; with πραότης, Isoc.5.116; with χρηστότης, Iamb. ap. Stob.4.5.76; φιλανθρωπία λόγων = courtesy, D.18.298; τῆς παρὰ τουτωνὶ τιμῆς καὶ φιλανθρωπίας ib.209; φιλανθρωπία διὰ τῶν λόγων Plb.28.17.11; φιλανθρωπίαν προσάγειν τινί Id.1.81.8; φιλανθρωπία εἰς or πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους, ib.79.8, ΙΙ; ὑπὸ φιλανθρωπίας Pl.l. c.; μετὰ φιλανθρωπίας Isoc.15 l. c.; clemency, X.Cyr.7.5.73; so φιλανθρωπίᾳ Id.Ages.1.22; the intercourse of lovers, Aeschin.1.171: pl., φιλανθρωπίαι = acts of kindness, courtesies, D.8.70, 25.86, Plb.36.17.13, Phld.Rh.2.160 S., etc.
b ἡ σὴ φιλανθρωπία as a form of address, your Clemency, PRyl.296 (ii A. D.), etc.
2 of God, love to man, Ep. Tit.3.4, al.
II of things, ἡ τοῦ ὀνόματος (i.e. νόμος) φιλανθρωπία its mildness, D.24.156; ἡ φιλανθρωπία τῆς τέχνης, of agriculture, X.Oec.15.4, cf. Aeschin.2.15; χώρα πάσης φιλανθρωπίας ἐστερημένη, of a desert country, D.S. 17.50; in disease, mild symptoms, Gal.19.219.
III concession, privilege, UPZ162 vii 21 (ii B. C.), OGI139.20 (Egypt, ii B. C.), Rev.Phil.10 (1936).253 (Ilium); θεία φιλανθρωπία = imperial grant, SIG888.102 (Scaptopara, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, das Wesen, Betragen des φιλάνθρωπος, Menschenliebe, Menschenfreundlichkeit; Plat. Euthyphr. 3 d; Xen. Cyr. 1, 4,1. 4, 2,10; Dem. 24, 156; Gegensatz von ὠμότης Lpt. 109; φιλανθρωπίαι καὶ ἐγγύαι γίγνονται Dem. 25, 86; εἴς τινα, Pol. 1, 79, 8; πρός τινα, 1, 79, 11; φιλανθρωπίαν προσάγειν τινί 1, 81, 8; ἡ διὰ τῶν λόγων φιλ. 8, 15, 11; Sp., wie Plut. Lyc. 16 u. oft; Luc. u. A.; D. Sic. 17, 50 sagt χώρα ἐστερημένη πάσης φιλανθρωπίας, aller menschlichen Cultur entbehrend.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 en gén. sentiments d'humanité, sentiments de bonté ; φιλανθρωπία λόγων DÉM bienveillance de langage ; φιλανθρωπίᾳ XÉN par bonté ; au pl. αἱ φιλανθρωπίαι actes d'humanité, actes de bonté;
2 particul. affabilité, clémence, libéralité;
NT: amour d'autrui, accueil hospitalier.
Étymologie: φιλάνθρωπος.
Russian (Dvoretsky)
φιλανθρωπία: ἡ
1 человеколюбие, человечность: φιλανθρωπίᾳ Xen. и ὑπὸ φιλανθρωπίας Plat. из человеколюбия, по доброте (своей); αἱ φιλανθρωπίαι Dem. человеколюбивые поступки, добрые дела;
2 благосклонность, снисходительность, тж. приветливость, ласковость: φ. λόγων Dem. и διὰ τῶν λόγων Polyb. ласковая или приветливая речь; πάσης φιλανθρωπίας ἐστερημένη (χώρα) Diod. крайне неприветливая местность; ἡ φ. τῆς τέχνης Xen. благотворное влияние (земледельческого) искусства, но Aeschin. привлекательность (сценического) искусства.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλανθρωπία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ εἶναι φιλάνθρωπον, ἡ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀγάπη, εὐεργετικὴ διάθεσις, ἢ καθόλου ἀγαθότης, εὐσένεια, εὐγένεια τρόπων, φιλοφροσύνη, 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 1· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σεμνότης, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141· τὸ φθόνος, Δημ. 507. 26· τὸ ὠμότης, ὁ αὐτ. 490. 7· συνημμένον μετὰ τοῦ εὔνοια, πρᾳότης, Ἰσοκρ. 105D, 106A· μετὰ τοῦ χρηστότης, Ἰάμβλ. παρὰ Στοβ. 315. 52, κλπ.· φιλ. λόγων, φιλοφροσύνη, Δημ. 325. 9. οὕτω, φ. διὰ τῶν λόγων Πολύβ.· φ. προσάγειν τινὶ ὁ αὐτ. 1. 81. 8· φ. εἴς ἢ πρός τινα αὐτόθι 79. 8 καὶ 11· ὑπὸ φιλανθρωπίας Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· μετὰ φ. Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἢ ἁπλῶς φιλανθρωπίᾳ Ξεν. Ἀγησ. 1. 22· ― ὡσαύτως, ἐπιείκεια, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 7. 5, 73 ἐλευθεριότης, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 15. 9· ἡ τῶν ἐραστῶν σχέσις, διάφ. γραφ. παρ’ Αἰσχίν. 24. 27· ― ἐν τῷ πληθ., πράξεις εὐνοίας, φιλοφροσύνης, Δημ. 107. 17., 796. 3, Πολύβ., κλπ. 2) ἐπὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἀγάπη, Πρὸς Τίτον γ΄, 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἡ τοῦ ὀνόματος φιλ., ἡ ἠπιότης, ἀγαθότης, ἡ μετριότης αὐτοῦ, Δημ. 748, 28· ἡ φ. τῆς τέχνης, ἐπὶ τῆς γεωργίας, Ξεν. Οἰκον. 15. 9, πρβλ. Αἰσχίνην 30. 14· ἐστερημένη πάσης φιλ., ἐπὶ ἐρήμου χώρας, Διόδ. 17. 50.
English (Strong)
from the same as φιλανθρώπως; fondness of mankind, i.e. benevolence ("philanthropy"): kindness, love towards man.
English (Thayer)
φιλανθρωπίας, ἡ (φιλάνθρωπος), from Xenophon, and Plato down, love of mankind, benevolence (Vulg. humanitas) (R. V. kindness): Titus 3:4. (Cf. Field, Otium Norv. Pars 3:ad the passages cited.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλάνθρωπος
1. η αγάπη προς τον άνθρωπο, προς το ανθρώπινο γένος, φιλαλληλία («τῶν Ἑλλήνων... πραότητα καὶ φιλανθρωπίαν», Iσοκρ.)
2. συν. στον πληθ. οι φιλανθρωπίες και αἱ φιλανθρωπίαι
φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες
3. θεολ. η αγάπη του θεού για τον άνθρωπο, με κορυφαία έκφραση το μυστήριο της ενανθρώπισης του Χριστού («ὅτε... ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
η αγάπη του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπό του υπό τη μορφή της ελεημοσύνης και της γενικότερης ηθικής και υλικής συμπαράστασης προς εκείνους που έχουν ανάγκη από αυτήν, αγαθοεργία
αρχ.
1. πραότητα, επιείκεια
2. παραχώρηση, προνόμιο
3. (για πράγμ.) ηπιότητα
4. φρ. α) «φιλανθρωπία λόγων» — φιλοφροσύνη (Δημοσθ.)
β) «χώρα ἐστερημένη πάσης φιλανθρωπίας» — χώρα έρημη, χωρίς κανένα έργο πολιτισμού (Διόδ.)
γ) «θεία φιλανθρωπία» — αυτοκρατορική δωρεά επιγρ..
Greek Monotonic
φῐλανθρωπία: ἡ,
I. 1. ανθρωπιά, καλοσύνη, ευγένεια, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ευγένειας, σε Δημ.
2. λέγεαι για το Θεό, αγάπη προς τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη ΙI. λέγεται για πράγματα, ἡ τοῦ ὀνόματος φιλανθρωπία, η ανθρωπιά του, ευγένεια, πραότητα, σε Δημ.· ἡ φιλανθρωπία τῆς τέχνης, αναφέρεται στη γεωργία, σε Ξεν.
Middle Liddell
φῐλανθρωπία, ἡ, [from φιλ/ανθρωπος]
I. humanity, benevolence, kindliness, Plat., Xen., etc.:—in pl. acts of kindness, kindnesses, courtesies, Dem.
2. of God, love to man, NTest.
II. of things, ἡ τοῦ ὀνόματος φιλ. its humanity, kindliness, mildness, Dem.; ἡ φ. τῆς τέχνης, speaking of agriculture, Xen.
Chinese
原文音譯:filanqrop⋯a 非而-安特而-哦披阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:喜愛-向上-歸回 觀看(著)
字義溯源:喜愛人類,對人的慈愛,仁慈,親切,慈愛,好心腸的,有情分;由(φίλος)*=親愛)與(ἄνθρωπος)=人類)組成,而 (ἄνθρωπος)又由(ἀνήρ)*=人)與(ὠφέλιμος)X*=容貌)組成,其中 (ὠφέλιμος)X*出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(2);徒(1);多(1)
譯字彙編:
1) 對人的慈愛(1) 多3:4;
2) 有情分(1) 徒28:2
English (Woodhouse)
affability, considerateness, courtesy, gentleness, humanity, kindliness, kindness, tact, goodness of heart, goodwill
Translations
philanthropy
Albanian: filantropia; Armenian: բարեգործություն, մարդասիրություն; Asturian: filantropía; Basque: filantropia; Bulgarian: човеколюбие, филантропия; Catalan: filantropia; Chinese Czech: filantropie; Danish: filantropi; Dutch: filantropie; Esperanto: filantropio; Estonian: filantroopia; Finnish: filantropia, ihmisystävällisyys; French: philantropie; Galician: filantropía; Georgian: ფილანთროპი; German: Philantropie, Menschenliebe, Nächstenliebe; Greek: φιλανθρωπία; Ancient Greek: φιλανθρωπία; Hebrew: נדבנות; Hindi: लोकोपकार; Indonesian: filantropi; Irish: daonnachtúlacht; Italian: filantropia; Japanese: 人間好き, 慈善活動; Kashubian: filantropiô; Kazakh: филантропия; Latin: phĭlanthropĭa; Latvian: labdarība, filantropija; Lithuanian: labdarys, filantropas; Macedonian: филантропија; Manx: miallys; Mingrelian: ფილანთროპი; Norwegian Bokmål: filantropi; Nynorsk: filantropi; Occitan: filantropia; Polish: filantropia; Portuguese: filantropia; Punjabi: ਲੋਕ ਭਲਾਈ; Romanian: filantropie; Russian: филантропия; Serbo-Croatian Cyrillic: филантро̀пија; Roman: filantròpija čovekoljublje, čovekoljubivost; Slovak: dobročinnosť; Slovene: filantropíja, človekoljubje; Spanish: filantropía; Swedish: filantropi; Tagalog: pagkakawang-gawa; Telugu: దాతృత్వం; Turkish: hayırseverlik, insanseverlik, yardımseverlik; Ukrainian: філантропі́я; Uzbek: filantropiya; Volapük: menilöf; Welsh: dyngarwch; West Frisian: filantropy; Yiddish: פֿילאַנטראָפּיע
benevolence
Arabic: النزعَة إلى الخير; Bulgarian: доброжелателност; Catalan: benevolència; Chinese Mandarin: 仁慈, 仁, 慈悲; Danish: velvilje; Dutch: gulheid, welwillendheid; Finnish: hyväntahtoisuus; French: bienveillance, bénévolence; Galician: largueza; German: Gutmütigkeit; Ancient Greek: φιλανθρωπία; Hungarian: jóindulat sg; Icelandic: örlæti; Ido: bonvolo; Irish: dea-mhéin; Japanese: 仁, 慈悲; Latin: benevolentia; Macedonian: добронамерност, благонаклонетост; Old English: welwillendnes; Polish: benewolencja, łaskawość, przychylność, życzliwość, dobroć; Portuguese: benevolência; Romanian: bunăvoință; Russian: благожелательность, доброжелательность, доброта, милость; Spanish: benevolencia; Swedish: välvilja; Turkish: hayırseverlik, yardımseverlik, iyilikseverlik, esirgemezlik, himmet; Ukrainian: доброзичливість, зичливість