παραστάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
mNo edit summary
Line 42: Line 42:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[ayudante]] ref. a Eros γενοῦ μοι πάρεδρος καὶ π. καὶ ὀνειροπομπός <b class="b3">sé para mí un asistente, un ayudante y un emisor de sueños</b> P IV 1850 ref. a divinidades inconcretas ἔλθατε εὐμενεῖς ... ἐπὶ τῷ συμφέροντί μοι πράγματι εὐμενεῖς παραστάται <b class="b3">venid benévolos, como benévolos ayudantes para este asunto que me conviene</b> P XII 227  
|esmgtx=ὁ [[ayudante]] ref. a Eros γενοῦ μοι πάρεδρος καὶ π. καὶ ὀνειροπομπός <b class="b3">sé para mí un asistente, un ayudante y un emisor de sueños</b> P IV 1850 ref. a divinidades inconcretas ἔλθατε εὐμενεῖς ... ἐπὶ τῷ συμφέροντί μοι πράγματι εὐμενεῖς παραστάται <b class="b3">venid benévolos, como benévolos ayudantes para este asunto que me conviene</b> P XII 227  
}}
{{trml
|trtx====[[testicle]]===
Abkhaz: аҟəалҭас, аҟəалҭара, аҟəалаҕ, акәҭаҕь; Adyghe: гэ, кӏэнкӏэ; Albanian: herdhe, testikul, koqe; Arabic: بَيْضَة‎, خُصْيَة‎; Egyptian Arabic: بيضة‎, خصية‎; Aragonese: testiclo; Armenian: ամորձի, ձու; Assamese: পেল, শুক্ৰাশয়; Asturian: testículu; Avar: хӏан; Azerbaijani: xaya; Bashkir: күкәй; Basque: barrabil; Belarusian: яечка, тэсці́кула; Bengali: শুক্রাশয়, বীচি; Bikol Central: bayag, bunaybunay; Brunei Bisaya: ampuni'; Bulgarian: тестис, тестикул; Burmese: ဝှေးစေ့, ကပ်ပယ်; Catalan: testicle; Cebuano: lagay; Chechen: зирх; Cherokee: ᎤᎪᏅ; Chinese Cantonese: 睪丸/睾丸; Mandarin: 睪丸/睾丸, 精巢, 卵子; Min Nan: 𡳞核, 𡳞核仔; Wu: 卵子; Cornish: kell; Czech: varle; Danish: testikel; Dhivehi: އޮށް‎; Dutch: [[teelbal]], [[testikel]], [[hode]]; Esperanto: testiko; Estonian: munand; Faroese: eista, eistasteinur, nossa, steinur; Finnish: kives, testikkeli, palli, muna; French: [[testicule]]; Galician: testículo; Georgian: სათესლე, სათესლე ჯირკვალი, კვერცხი, ყვერი, კაკალი; German: [[Hoden]], [[Testikel]]; Greek: [[όρχις]], [[αρχίδι]]; Ancient Greek: [[διδυμαῖον]], [[διδύμη]], [[κύαμος]], [[ὄρχις]], [[παραστάτης]]; Greenlandic: issuk; Haitian Creole: grenn; Hebrew: אֶשֶׁךְ‎; Hindi: अंड, अंडकोष, फ़ोता; Hungarian: here; Icelandic: eista; Ido: testikulo; Indonesian: testis, buah zakar; Irish: magairle, cloch, caid, úirí; Italian: [[testicolo]], [[coglione]]; Japanese: 睾丸, 精巣, ホーデン, 金玉, 陰核, タマキン; Karok: vuutrava'áfiv; Kaurna: ngarrumuka, kardlumuka; Kazakh: жұмалақ; Khmer: ពងស្វាស, ពង; Korean: 고환(睾丸), 불알, 불; Kurdish Northern Kurdish: gun, hêlik; Kyrgyz: эн, таш; Lao: ກະໂປກ, ອັນທະ, ໄຂ່ຫຳ; Latin: [[testiculus]], [[coleus]], [[testis]], [[coleo]]; Latvian: sēklinieks; Ligurian: cuggia; Lithuanian: sėklidė; Macedonian: тестис; Malay: buah zakar, telur; Malayalam: വൃഷണം; Maltese: bajda, bajd, testikola, ħaswa; Manchu: ᡠᡥᠠᠯᠠ, ᠵᡳᠨᠵᠠᡥᠠ; Maori: pūtawa, raho; Mongolian Cyrillic: төмсөг, засаа; Mongolian: ᠲᠥᠮᠦᠰᠦᠭᠡ, ᠵᠠᠰᠠᠭ᠎ᠠ; Nahuatl: ahuacatl; Navajo: ayęęzhii; Norwegian Bokmål: testikkel; Nynorsk: testikkel; Ojibwe: ninishiwag; Old English: bealluc; Pashto: خوټه‎; Persian: خایه‎, بیضه‎; Pirahã: xitóhoi; Polish: jądro, jajo; Portuguese: [[testículo]]; Romanian: testicul, coi, boș; Russian: [[яичко]], [[тестикула]]; Sami Inari: kuolâ; Northern: bálˈlu; Skolt: kuõll; Sanskrit: अण्ड; Scottish Gaelic: magairle, clach; Sebop: ilu butu; Serbo-Croatian Cyrillic: тестис, семеник, мудо; Roman: testis, semenik, mudo; Slovak: vajce, jadro, semenník; Slovene: módo; Spanish: [[testículo]], [[cojón]], [[pelota]], [[huevo]], [[bola]], [[cataplines]]; Swahili: pumbu; Swedish: testikel; Tagalog: bayag, bilo, betlog; Tajik: хоя; Tamil: அண்டம், விரை; Telugu: వృషణాలు; Thai: ลูกอัณฑะ, อัณฑะ; Tibetan: སྒོང་རྡོག, རླིག་རིལ; Tok Pisin: bol, kiau; Turkish: testis, haya, er bezi, husye, badak, yumurta, top; Turkmen: taşak; Tuvan: чуурга; Udmurt: пуз, выйтэт; Ugaritic: 𐎜𐎌𐎋; Ukrainian: яє́чко; Urdu: انڈکوش‎, فوطہ‎, خصیہ‎; Uzbek: moyak, tuxum; Vietnamese: hòn dái, tinh hoàn; Welsh: caill, carreg; West Coast Bajau: borot; Yiddish: טעסטאַקאַל‎
}}
}}

Revision as of 13:24, 15 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰραστᾰ́της Medium diacritics: παραστάτης Low diacritics: παραστάτης Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: parastátēs Transliteration B: parastatēs Transliteration C: parastatis Beta Code: parasta/ths

English (LSJ)

[στᾰ], ου, ὁ,
A one who stands by or one who stands near, defender, φρουροὶ καὶ π. πυλῶν E.Rh.506.
II one's comrade on the flank (opp. προστάτης, front-rank-man, ἐπιστάτης, rear-rank-man), τὸν ἑωυτοῦ π. Hdt.6.117, cf. X.Cyr.3.3.59, 8.1.10; παρήγγειλε τοὺς ἐπιστάτας μεταβαίνειν εἰς παραστάτην Polyaen. 2.10.4.
2 generally, comrade, Pi.N.3.37, A.Pers.957 (lyr.), Hdt. 6.107 (pl.), S.Ant.671, etc.; the ephebi were bound by oath μὴ ἐγκαταλείπειν τὸν παραστάτην (οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην = I will not abandon my fellow soldier), Poll.8.105, cf. Arist.EN1130a30, Stob.4.1.48; of a horse, π. ἐν μάχαις Babr.76.3: hence, assistant, supporter, δίκης E. Fr.295; of the gods, π. ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους X.Cyr.3.3.21; especially of the Dioscuri, Trag.Adesp. 14.
3 right-hand-man or left-hand-man in a chorus when drawn up in order, Arist.Pol. 1277a12, Metaph. 1018b27.
4 official of a collegium, IG14.925 (Portus).
III the ministers of the Eleven at Athens, AB 296, Phot., EM652.16.
IV Medic., οἱ παραστάται = testicles, Ph.1.45, Ath.9.395f, etc.: personified, in dual, Pl.Com. 174.13; also, of the epididymis, Hp.Oss.14, cf. Gal.19.128.
2 of the σπερματικοὶ πόροι, πόροι ἀδενοειδεῖς, πόροι κιρσοειδεῖς, Herophil. ap.Gal.UP14.11, cf. Ruf.Onom. 185, Gal.4.643.
3 in sg., = ὀστέον ὑοειδές (hyoid bone), Herophil. ap. Poll.2.202 and Ruf.Onom.155.
V in a ship, pieces of wood to stay the mast, IG22.1606.36, 1607.5,15,78, 1611.38: dual παραστάτα ib. 1608.34.
VI outer vertical standard in plinth of torsion-engine, Ph.Bel.55.10, Hero Bel.91.10.

German (Pape)

[Seite 500] ὁ, der daneben od. dabei Stehende, Gefährte; Ἰόλᾳ ἐών, Pind. N. 3, 36; Aesch. Pers. 918; Soph. Ant. 671; Eur. Heracl. 90; πυλῶν, Rhes. 506; in der Schlachtordnung der Nebenmann, Her. 6, 117 u. Folgde, bes. zum Schutz, ᾐτεῖτο θεοὺς ἡγεμόνας γίγνεσθαι τῇ στρατιᾷ καὶ παραστάτας ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους, Xen. Cyr. 3, 3, 21; auch im Chor, Arist. pol. 3, 4, 6, vgl. Jac. Ach. Tat. p. 903. – Auf den Schiffen zwei Stützen zur Befestigung des Mastes im Schiffsboden, Att. Seew. p. 126. – In der Anatomie sind παραστάται die Oberhoden, ἐπιδιδυμίδες, auch die Hoden selbst bei den Vögeln.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui se tient auprès ; p. suite :
1 assistant, soutien, auxiliaire;
2 soldat placé dans les rangs à côté d'un autre, et spécial. fantassin placé à côté d'un cavalier;
3 p. anal. (t. méd.) les bourses.
Étymologie: παρίστημι.

Russian (Dvoretsky)

παραστάτης: ου (τᾰ) ὁ
1 стоящий рядом, сосед по строю Her., Xen.;
2 парастат, т. е. хоревт, стоящий рядом с корифеем Arst.;
3 товарищ Her., Pind., Aesch.;
4 помощник, защитник (παραστάται καὶ σύμμαχοι Xen.);
5 приставленный для охраны (π. πυλῶν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

παραστάτης: -ου, ὁ, (παρίσταμαι) ὁ πλησίον ἱστάμενος, ὑπερασπιστής, φρουροὶ καὶ π. πυλῶν Εὐρ. Ρῆσ. 506. ΙΙ. ὁ παραπλεύρως ἱστάμενος συστρατιώτης (ὡς προστάτης καλεῖται ὁ πρό τινος ἱστάμενος συστρατιώτης, ἐπιστάτης δὲ ὁ ἐν τῇ ὄπισθεν σειρᾷ ἱστάμενος), τὸν ἑωυτοῦ π. Ἡρόδ. 6. 117, πρβλ. Ξενοφ. Κύρ. 3. 3, 59., 8. 1, 10· παρήγγειλε τοὺς ἐπιστάτας μεταβαίνειν εἰς παραστάτην Πολύαιν. 2. 10, 4, ἔνθα ἴδε Casaub.· - ἀκολούθως καθόλου, σύντροφος, Ἡρόδ. 6. 107, Πινδ. Ν. 3. 62, Αἰσχύλ. Πέρσ. 956, κτλ.· οἱ ἔφηβοι ὑπισχνοῦντο ἐνόρκως μὴ ἐγκαταλείπειν τὸν παραστάτην, Πολυδ. Η΄, 105, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 5, Λυκοῦργ. 157. 28· - ἐπὶ ἵππου, π. ἐν μάχαις Βάβρ. 76. 3· - ἐντεῦθεν, βοηθός, συνήγορος, δίκης Εὐρ. Ἀποσπ. 297· ἐπὶ τῶν θεῶν, π. ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους Ξεν. Κύρ. 3. 3, 21, πρβλ. Ποιητὴν παρ’ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 30. 2) ὁ πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερὰ σύντροφος, ἐν χορῷ τεταγμένῳ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 6, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 11, 4. ΙΙΙ. οἱ ὑπηρέται τῶν ἕνδεκα ἐν Ἀθήναις, Α. Β. 296, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. IV. οἱ παραστάται, οἱ ὄρχεις, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, Ἱππ. 278. 36, Ἀθήν. 395F, κτλ. V. ἐπὶ πλοίου, δύο τεμάχια ξύλου ὑποστηρίζοντα τὸν ἱστὸν, Böckh’s Urk. ü. d. Att. Seewesen σελ. 126. VI. = παραστάς. Βιτρούβ. 10. 15· καὶ ὡς θηλ., 5. 1 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφῆς parastaticae).

Spanish

ayudante

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. παραστάτις ΜΑ, παραστάτιδα Ν παρίσταμαι
αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται κοντά για να βοηθήσει κάποιον
νεοελλ.
1. αρχιτ. η παραστάδα
2. βοτ. καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά της ωοθήκης τών αγγειόσπερμων φυτών
νεοελλ.-αρχ.
1. βοηθός, συνεπίκουρος
2. στρατ. α) (σε στρατιωτική παράταξη) καθένας από τους στρατιώτες που βρίσκονται στις δυο πλευρές ενός άλλου, συστρατιώτης
β. καθένας από τους άνδρες που πλαισιώνουν τον σημαιοφόρο κατά τις επίσημες παρελάσεις ή παρατάξεις για απόδοση τιμών
3. ναυτ. καθένα από τα όρθια ξύλα πάνω στα οποία προσδένονται τα παραρρύματα τών μικρών ιστιοφόρων πλοίων, ο μπαμπάς του κορακιού
μσν.-αρχ.
υπερασπιστής
αρχ.
1. (γενικά) σύντροφος
2. βοηθός, συνήγορος
3. (για θεό) προστάτης
4. (για χορευτές) ο προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά σύντροφος στον χορό που είναι παρατεταγμένος στην ορχήστρα
5. ανώτατος υπάλληλος συλλόγου ή σωματείου
6. υπηρέτης, θεράπων
7. στον πληθ. οἱ παραστάται
οι υπηρέτες τών ένδεκα, δηλ. τών κληρωτών αρχόντων στην Αθήνα που επόπτευαν τις φυλακές και φρόντιζαν για την εκτέλεση τών θανατικών ποινών
8. ο εξωτερικός κατακόρυφος κανόνας καταπέλτη
9. ανατ. το υοειδές οστό του τραχήλου
10. (το αρσ. στον πληθ.) α) οι όρχεις
β) η επιδιδυμίδα
γ) οι σπερματικοί πόροι.

Greek Monotonic

παραστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (παρίσταμαι),
I. αυτός που στέκεται δίπλα, υπερασπιστής, σε Ευρ.
II. 1. ο στρατιώτης που συμπαρίσταται (προστάτης καλείται ο στρατιώτης που στέκεται μπροστά από κάποιον άλλο), ενώ ἐπιστάτης, ο στρατιώτης που στέκεται πίσω από κάποιον άλλο), σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, σύντροφος, υποστηρικτής, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. αυτός που βρίσκεται στα δεξιά ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ.

Middle Liddell

πᾰραστάτης, ου, ὁ, [παρίσταμαι]
I. one who stands by, a defender, Eur.
II. one's comrade on the flank (as προστάτης is one's front-rank-man, ἐπιστάτης one's rear-rank-man), Hdt., Xen.: generally, a comrade, supporter, Hdt., etc.
2. one's right or left-handman in a chorus, Arist.

English (Woodhouse)

helper

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού στέκεται κοντά σέ κάποιον, στρατιώτης, σύντροφος). Ἀπό τό παρίσταμαι → παρά + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι.

Léxico de magia

ayudante ref. a Eros γενοῦ μοι πάρεδρος καὶ π. καὶ ὀνειροπομπός sé para mí un asistente, un ayudante y un emisor de sueños P IV 1850 ref. a divinidades inconcretas ἔλθατε εὐμενεῖς ... ἐπὶ τῷ συμφέροντί μοι πράγματι εὐμενεῖς παραστάται venid benévolos, como benévolos ayudantes para este asunto que me conviene P XII 227

Translations

testicle

Abkhaz: аҟəалҭас, аҟəалҭара, аҟəалаҕ, акәҭаҕь; Adyghe: гэ, кӏэнкӏэ; Albanian: herdhe, testikul, koqe; Arabic: بَيْضَة‎, خُصْيَة‎; Egyptian Arabic: بيضة‎, خصية‎; Aragonese: testiclo; Armenian: ամորձի, ձու; Assamese: পেল, শুক্ৰাশয়; Asturian: testículu; Avar: хӏан; Azerbaijani: xaya; Bashkir: күкәй; Basque: barrabil; Belarusian: яечка, тэсці́кула; Bengali: শুক্রাশয়, বীচি; Bikol Central: bayag, bunaybunay; Brunei Bisaya: ampuni'; Bulgarian: тестис, тестикул; Burmese: ဝှေးစေ့, ကပ်ပယ်; Catalan: testicle; Cebuano: lagay; Chechen: зирх; Cherokee: ᎤᎪᏅ; Chinese Cantonese: 睪丸/睾丸; Mandarin: 睪丸/睾丸, 精巢, 卵子; Min Nan: 𡳞核, 𡳞核仔; Wu: 卵子; Cornish: kell; Czech: varle; Danish: testikel; Dhivehi: އޮށް‎; Dutch: teelbal, testikel, hode; Esperanto: testiko; Estonian: munand; Faroese: eista, eistasteinur, nossa, steinur; Finnish: kives, testikkeli, palli, muna; French: testicule; Galician: testículo; Georgian: სათესლე, სათესლე ჯირკვალი, კვერცხი, ყვერი, კაკალი; German: Hoden, Testikel; Greek: όρχις, αρχίδι; Ancient Greek: διδυμαῖον, διδύμη, κύαμος, ὄρχις, παραστάτης; Greenlandic: issuk; Haitian Creole: grenn; Hebrew: אֶשֶׁךְ‎; Hindi: अंड, अंडकोष, फ़ोता; Hungarian: here; Icelandic: eista; Ido: testikulo; Indonesian: testis, buah zakar; Irish: magairle, cloch, caid, úirí; Italian: testicolo, coglione; Japanese: 睾丸, 精巣, ホーデン, 金玉, 陰核, タマキン; Karok: vuutrava'áfiv; Kaurna: ngarrumuka, kardlumuka; Kazakh: жұмалақ; Khmer: ពងស្វាស, ពង; Korean: 고환(睾丸), 불알, 불; Kurdish Northern Kurdish: gun, hêlik; Kyrgyz: эн, таш; Lao: ກະໂປກ, ອັນທະ, ໄຂ່ຫຳ; Latin: testiculus, coleus, testis, coleo; Latvian: sēklinieks; Ligurian: cuggia; Lithuanian: sėklidė; Macedonian: тестис; Malay: buah zakar, telur; Malayalam: വൃഷണം; Maltese: bajda, bajd, testikola, ħaswa; Manchu: ᡠᡥᠠᠯᠠ, ᠵᡳᠨᠵᠠᡥᠠ; Maori: pūtawa, raho; Mongolian Cyrillic: төмсөг, засаа; Mongolian: ᠲᠥᠮᠦᠰᠦᠭᠡ, ᠵᠠᠰᠠᠭ᠎ᠠ; Nahuatl: ahuacatl; Navajo: ayęęzhii; Norwegian Bokmål: testikkel; Nynorsk: testikkel; Ojibwe: ninishiwag; Old English: bealluc; Pashto: خوټه‎; Persian: خایه‎, بیضه‎; Pirahã: xitóhoi; Polish: jądro, jajo; Portuguese: testículo; Romanian: testicul, coi, boș; Russian: яичко, тестикула; Sami Inari: kuolâ; Northern: bálˈlu; Skolt: kuõll; Sanskrit: अण्ड; Scottish Gaelic: magairle, clach; Sebop: ilu butu; Serbo-Croatian Cyrillic: тестис, семеник, мудо; Roman: testis, semenik, mudo; Slovak: vajce, jadro, semenník; Slovene: módo; Spanish: testículo, cojón, pelota, huevo, bola, cataplines; Swahili: pumbu; Swedish: testikel; Tagalog: bayag, bilo, betlog; Tajik: хоя; Tamil: அண்டம், விரை; Telugu: వృషణాలు; Thai: ลูกอัณฑะ, อัณฑะ; Tibetan: སྒོང་རྡོག, རླིག་རིལ; Tok Pisin: bol, kiau; Turkish: testis, haya, er bezi, husye, badak, yumurta, top; Turkmen: taşak; Tuvan: чуурга; Udmurt: пуз, выйтэт; Ugaritic: 𐎜𐎌𐎋; Ukrainian: яє́чко; Urdu: انڈکوش‎, فوطہ‎, خصیہ‎; Uzbek: moyak, tuxum; Vietnamese: hòn dái, tinh hoàn; Welsh: caill, carreg; West Coast Bajau: borot; Yiddish: טעסטאַקאַל‎